Η αλλαγή της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας δοκιμάζει τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας.

Σε αυτή τη φάση συνδυάζονται η αύξηση των επιτοκίων διεθνώς με πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, η χρηματιστηριακή κόπωση με τα αλλεπάλληλα διεθνή χρηματιστηριακά ρεκόρ που μπορούν να δώσουν τη θέση τους σε μια διόρθωση και μεγάλη πτώση και η κρίση στις σχέσεις Ρώμης-Βρυξελλών για την οικονομική πολιτική της ιταλικής κυβέρνησης και τους κανόνες που ισχύουν ή δεν ισχύουν στην ευρωζώνη.

Υπάρχει ένας κανόνας κάθε φορά που χειροτερεύει η διεθνής οικονομική συγκυρία ή εκδηλώνεται μια διεθνής οικονομική κρίση να αναδεικνύονται τα αδύνατα σημεία των πιο προβληματικών οικονομιών. Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη το 2008, όταν η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση φανέρωσε τα δημοσιονομικά προβλήματα και την έλλειψη διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί το Ελληνικό Δημόσιο από τις διεθνείς αγορές και να καταφύγουμε στα δανειακά προγράμματα και στα συμπληρωματικά Μνημόνια.

Δεν προβλέπεται μια μεγάλη κρίση τύπου 2010 για την ευρωζώνη και ειδικά την Ελλάδα αλλά τα λάθη και οι παραλείψεις της κυβέρνησης Τσίπρα στερούν από την ελληνική οικονομία και την κοινωνία ευκαιρίες και δυνατότητες ύστερα από μία περίοδο μεγάλων θυσιών.

Χαμένη τριετία

Το πρώτο βασικό λάθος της κυβέρνησης Τσίπρα που μας εκθέτει σήμερα στην επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας είναι η χαμένη τριετία 2015-2017.

Ύστερα από το αποτυχημένο ριζοσπαστικό πείραμα και την αναγκαστική στροφή του καλοκαιριού του 2015 στην οικονομική πολιτική, περάσαμε σε περίοδο στασιμότητας. Οι άλλες οικονομίες της ευρωζώνης αξιοποίησαν πλήρως την εξαιρετικά ευνοϊκή συγκυρία της τριετίας 2015-2017. Οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν εντυπωσιακοί και η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που εφάρμοσε η ΕΚΤ, στην οποία δεν μπόρεσε να πάρει μέρος η Ελλάδα, αύξησε τη ρευστότητα στην ευρωζώνη και έριξε πολύ χαμηλά τα επιτόκια.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι διεθνείς δυσκολίες χτυπάνε σήμερα την Ελλάδα πολύ σκληρότερα απ’ ό,τι, για παράδειγμα, την Πορτογαλία ή την Κύπρο.

Πρόβλημα με τράπεζες

Το πείραμα Τσίπρα-Βαρουφάκη αποσταθεροποίησε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο είχε ανακάμψει από τη δοκιμασία του αποκλεισμού του Ελληνικού Δημοσίου από τις διεθνείς αγορές και του «κουρέματος» των ομολόγων.

Οι ελληνικές τράπεζες σήμερα είναι εύκολος στόχος για τους διεθνείς κερδοσκόπους επειδή αποδυναμώθηκαν το 2015, στη συνέχεια προχώρησαν σε μία ανεπαρκή, όπως αποδεικνύεται, ανακεφαλαιοποίηση, ενώ η κυβέρνηση Τσίπρα δεν φρόντισε να χρηματοδοτήσει τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.

Ο πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, βγήκε από το δανειακό πρόγραμμα παίρνοντας 24 δισ. λιγότερα από τα συμφωνηθέντα και προετοιμάζοντας με αυτόν τον τρόπο μία ιδιαίτερα σκληρή, από οικονομική και κοινωνική άποψη, διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.

Τα προβλήματα θα ήταν λιγότερα και οι οικονομικές αναταράξεις μικρότερες, αν ο κ. Τσίπρας είχε υιοθετήσει την πρόταση Μητσοτάκη για μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% και εφαρμογή πρόσθετων μέτρων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης στην αγορά ακινήτων.

Η καχεξία της αγοράς ακινήτων εξαιτίας της υπερφορολόγησής τους κάνει ακόμη πιο δύσκολη τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και τη θέση των τραπεζών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τους 10.600 πλειστηριασμούς που πραγματοποιήθηκαν οι περισσότεροι κηρύχθηκαν άγονοι επειδή δεν υπήρξε αγοραστικό ενδιαφέρον. Λιγότερα από 5.000 ακίνητα μεταβιβάστηκαν αλλά το 80% από αυτά κατέληξαν στις ίδιες τις τράπεζες με τους οφειλέτες να τα χάνουν σε πολύ χαμηλές τιμές και να εξακολουθούν να βαρύνονται από το μεγαλύτερο μέρος του χρέους τους.

Οι τράπεζες αγοράζουν οι ίδιες τα ακίνητα για να δείξουν ότι διαχειρίζονται τα «κόκκινα» δάνεια και να περιορίσουν με τον τρόπο αυτό τις πτωτικές πιέσεις στις τιμές των ακινήτων από τους πλειστηριασμούς. Ευελπιστούν ότι οι σημερινές δυσκολίες θα δώσουν, σε βάθος χρόνου, τη θέση τους σε μεγάλα κέρδη, όταν με το καλό ανακάμψει η αγορά ακινήτων.

Ωκεανός ιδιωτικού χρέους

Ενα άλλο θέμα που δεν έχει αγγίξει η κυβέρνηση Τσίπρα και βαραίνει τώρα αποφασιστικά τις εξελίξεις είναι το τεράστιο ιδιωτικό χρέος.

Αυτό προσδιορίζεται από το άθροισμα των οφειλών μικρομεσαίων του ιδιωτικού τομέα και των νοικοκυριών στις τράπεζες, ιδιαίτερα των «κόκκινων» δανείων, των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την εφορία και το ασφαλιστικό- συνταξιοδοτικό σύστημα. Πρόκειται για εκατοντάδες δισ. ευρώ, τα οποία στέκονται εμπόδιο στην επιστροφή της οικονομίας σε περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και στην επιστροφή πολλών εκατοντάδων χιλιάδων συμπολιτών μας σε κάποιου είδους κοινωνικής κανονικότητας.

Τα προβλήματα των τραπεζών και η αδυναμία τους να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη συνδυάζονται με τις δυσκολίες στην αγορά ακινήτων και τον «ωκεανό» ιδιωτικού χρέους για να κάνουν την ελληνική οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη σε διεθνείς αρνητικές εξελίξεις που έχουν σχέση με τις τράπεζες και τα επιτόκια.

Κατά την άποψή μου, το σημαντικότερο λάθος της κυβέρνησης Τσίπρα έχει σχέση με την καθυστέρηση στην προσέλκυση μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων.

Ολα πήγαν στραβά με ευθύνη του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του, εφόσον καθυστέρησαν συγκεκριμένες ιδιωτικοποιήσεις, εμπόδισαν για κομματικούς και μικροπολιτικούς λόγους μεγάλες προγραμματισμένες επενδύσεις, ενώ, όπως δείχνει η κατάρρευση του δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης τον Σεπτέμβριο, βγήκαν από το πρόγραμμα- Μνημόνιο χωρίς να έχουν ολοκληρώσει την αναγκαία προεργασία.

Το αποτέλεσμα αυτών των λαθών και των παραλείψεων είναι να έχει η ελληνική οικονομία υπερβολικά μεγάλη εξάρτηση από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, τα οποία αποσύρονται γρήγορα από αυτήν στην πρώτη δυσκολία. Αντίθετα, οι επενδύσεις δεσμεύουν κεφάλαια σε βάθος χρόνου και οι επενδυτές έχουν κίνητρο να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων για να προστατεύσουν την αξία της επένδυσής τους.

Το μόνο που κατάφεραν ο κ. Τσίπρας και ο κ. Τσακαλώτος από τον τελευταίο γύρο οικονομικής διπλωματίας που έκαναν σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Σιγκαπούρη και Μπαλί είναι να επιταχύνουν τη χρηματιστηριακή αποεπένδυση χωρίς να εξασφαλίσουν παραγωγικές επενδύσεις. Η μόνη σημαντική κίνηση που παρατηρήθηκε τους τελευταίους μήνες είναι η αγωγή ύψους 750 εκατ. ευρώ των Καναδών επενδυτών εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου για την καθυστέρηση στην αδειοδότηση του επενδυτικού προγράμματος στις Σκουριές της Χαλκιδικής.

Επιστροφή στην ασάφεια

Ενα άλλο σημαντικό λάθος της κυβέρνησης που κινδυνεύουμε να πληρώσουμε ακριβά εξαιτίας της επιδείνωσης της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας είναι η επιστροφή στη λεγόμενη δημιουργική ασάφεια που οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες το 2015.

Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝ.ΕΛ. ψήφισαν ένα δρακόντειο νόμο για εξωπραγματικές περικοπές των συντάξεων προκειμένου να κερδίσουν προσωρινά την εμπιστοσύνη των θεσμών. Τώρα ο κ. Τσίπρας προσπαθεί να πάρει πίσω την υπογραφή του στηριζόμενος πολιτικά από τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος είχε απόλυτα συνεπή στάση στο θέμα καταψηφίζοντας στη Βουλή το νόμο Κατρούγκαλου και εξηγώντας στους εταίρους και πιστωτές ότι είναι εκτός ελληνικής κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας.

Η ζημιά όμως έχει ήδη γίνει. Η κυβέρνηση έχει μειώσει τις νέες συντάξεις, τις επικουρικές και το ΕΚΑΣ. Είναι βέβαιο ότι αποφάσεις με τις οποίες γίνεται διακριτική μεταχείριση συνταξιούχων θα πέσουν στο μέλλον στα δικαστήρια δημιουργώντας νέα οικονομικά, δημοσιονομικά προβλήματα. Επιπλέον το παιχνίδι με την υπογραφή Τσίπρα που μπήκε αλλά μπορεί και να μην ισχύει για το σύνολο των συντάξεων μας εκθέτει στην κακομεταχείριση των αγορών.

Είναι εύκολο να διακρίνουν τους τακτικούς ελιγμούς της κυβερνητικής ηγεσίας, την αναξιοπιστία που αυξάνει το ρίσκο και μαζί με αυτό τα επιτόκια.

Η βασική θέση του Μητσοτάκη και της Ν.Δ. ότι ενδεχόμενη επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων θα προστάτευε την οικονομία από νέες περιπέτειες και τους Έλληνες από νέες θυσίες δικαιώνεται πλήρως από τις αρνητικές εξελίξεις.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας