Ο πλανήτης μπορεί να μην έχει ξαναδεί πυρηνική επίθεση μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, όμως ο εφιάλτης δεν τελείωσε ποτέ.
Ογδόντα χρόνια μετά τη φρίκη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία, ο κόσμος μοιάζει ξανά να πλησιάζει επικίνδυνα το χείλος μιας νέας πυρηνικής απειλής.
Οι τεκτονικές γεωπολιτικές μετατοπίσεις, η αναζωπύρωση της πυρηνικής εξοπλιστικής κούρσας και η εισβολή της τεχνητής νοημοσύνης στα συστήματα άμυνας συνθέτουν ένα τοπίο πιο ασταθές και πιο απρόβλεπτο από ποτέ.
Η αφετηρία: Από το Μπέρμιγχαμ στη Χιροσίμα
Ο πυρηνικός εφιάλτης του 20ού αιώνα δεν ξεκίνησε στην έρημο του Νέου Μεξικού, αλλά στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ. Το 1940, δύο Γερμανοί Εβραίοι φυσικοί, ο Otto Frisch και ο Rudolf Peierls, που είχαν καταφύγει στη Βρετανία για να γλιτώσουν από τον ναζισμό, κατέθεσαν ένα τεχνικό υπόμνημα.
Περιέγραφε για πρώτη φορά τη δυνατότητα κατασκευής μιας μικρής και μεταφερόμενης ατομικής βόμβας, χρησιμοποιώντας εμπλουτισμένο ουράνιο.
Αυτό το απόρρητο έγγραφο έγινε η θεωρητική βάση για τη δημιουργία του Σχεδίου Μανχάταν. Η καταστροφική του δύναμη, όπως την περιέγραφαν, ήταν σχεδόν προφητική: μαζικός θάνατος, ραδιενεργή ρύπανση και ολοκληρωτική καταστροφή αστικών κέντρων.
Η πρώτη χρήση και οι επιπτώσεις
Στις 6 Αυγούστου 1945, μια βόμβα ισοδύναμη με 16 κιλοτόνους TNT εξερράγη πάνω από τη Χιροσίμα, σκοτώνοντας σχεδόν 100.000 ανθρώπους άμεσα.
Ακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες θάνατοι λόγω τραυμάτων και έκθεσης σε ραδιενέργεια.
Η βόμβα στο Ναγκασάκι, λίγες ημέρες μετά, είχε ακόμα μεγαλύτερη ισχύ. Όμως, σε σχέση με τα σημερινά πυρηνικά όπλα, αυτές οι δύο βόμβες θεωρούνται σχεδόν «μικρές».
Η κλιμάκωση της ισχύος: Από τη σχάση στη σύντηξη
Με τη θερμοπυρηνική τεχνολογία να αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’50, η καταστροφική ισχύς των όπλων αυξήθηκε δραματικά.
Η πρώτη δοκιμή βόμβας υδρογόνου το 1952 παρήγαγε ενέργεια 500 φορές μεγαλύτερη από αυτήν της Χιροσίμα.
Σήμερα, πυρηνικές κεφαλές όπως η αμερικανική B83 έχουν ισχύ 1,2 μεγατόνων – αρκετή για να εξαφανίσει μια ολόκληρη πόλη. Οι σύγχρονοι διηπειρωτικοί πύραυλοι μπορούν να φέρουν πολλαπλές τέτοιες κεφαλές, ικανές να πλήξουν πολλούς στόχους ταυτόχρονα.
Ένα παγκόσμιο οπλοστάσιο που μεγαλώνει
Εννέα χώρες κατέχουν σήμερα πυρηνικά όπλα: ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ινδία, Πακιστάν, Βόρεια Κορέα και Ισραήλ.
Οι ΗΠΑ και η Ρωσία διαθέτουν το 90% των συνολικών κεφαλών — περίπου 4.000 η κάθε μία.
Η Κίνα επιταχύνει την πυρηνική της επέκταση, με περίπου 600 κεφαλές και εκατοντάδες νέες υπό ανάπτυξη. Παράλληλα, αρκετές χώρες σχεδιάζουν την αναβάθμιση ή επέκταση των οπλοστασίων τους.
Οπισθοδρόμηση στον πυρηνικό αφοπλισμό
Η πρόοδος που είχε σημειωθεί με διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες φαίνεται να αντιστρέφεται.
Η εισβολή στην Ουκρανία, η ρήξη ΗΠΑ–Ρωσίας και η έλλειψη διαλόγου για στρατηγική σταθερότητα διαβρώνουν το υπάρχον σύστημα μη διάδοσης.
Η Αλεξάνδρα Μπελ, από το Bulletin of the Atomic Scientists, προειδοποιεί ότι «όλα κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση».
Οι μηχανισμοί ελέγχου εξασθενούν και η δυναμική του αφοπλισμού έχει σχεδόν χαθεί.
Παγκόσμια αστάθεια και νέοι κίνδυνοι
Οι εντάσεις μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, οι πυρηνικές φιλοδοξίες χωρών της Μέσης Ανατολής, η απειλή της Βόρειας Κορέας και η αβεβαιότητα γύρω από την πολιτική των ΗΠΑ δημιουργούν ένα εκρηκτικό γεωπολιτικό τοπίο.
Σε αυτό το σκηνικό, προστίθενται νέοι παράγοντες όπως η κλιματική κρίση και η είσοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης στον στρατιωτικό τομέα, αυξάνοντας τον κίνδυνο λαθών ή ανεξέλεγκτων εξελίξεων.
Το ηθικό ερώτημα παραμένει
Οι ίδιοι επιστήμονες που βοήθησαν στην έναρξη της πυρηνικής εποχής, όπως ο Peierls, αργότερα αποκήρυξαν την ίδια τη δημιουργία της βόμβας.
Αγωνίστηκαν για έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά – έναν στόχο που, 80 χρόνια μετά τη Χιροσίμα, παραμένει πιο κρίσιμος και ταυτόχρονα πιο μακρινός από ποτέ.
Ειδικοί προειδοποιούν ότι το ενδεχόμενο μιας καταστροφής δεν είναι απλώς θεωρητικό – είναι πιο ρεαλιστικό από οποιαδήποτε στιγμή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Και αυτή τη φορά, οι συνέπειες θα είναι ασύλληπτες.