
Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μ.Ζαχάροβα, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου σήμερα Σάββατο (13/12) τόνισε ότι «η πολιτική της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία θυμίζει θέατρο του παραλόγου».
Παράλληλα ανέφερε ότι η Ρωσία θα απαντήσει άμεσα στο «πάγωμα» των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Οι Βρυξέλλες προσπαθούν επιμελώς να αποκρύψουν το γεγονός ότι το τίμημα για τις πολιτικές τους φιλοδοξίες θα το πληρώσουν οι πολίτες των χωρών της ΕΕ. Η απάντησή μας δεν θα αργήσει», υπογράμμισε και συνέχισε:
«Η Τράπεζα της Ρωσίας δημοσίευσε στις 12 Δεκεμβρίου αναλυτική δήλωση επί του θέματος. Συγκεκριμένα βήματα υλοποιούνται ήδη.
Την ίδια ημέρα, η ρωσική ρυθμιστική αρχή γνωστοποίησε την κατάθεση αγωγής στο Διαιτητικό Δικαστήριο της Μόσχας κατά του θεματοφύλακα, του οργανισμού Euroclear, για την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν στην Τράπεζα της Ρωσίας».
«Όμως η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορέσει να αποζημιώσει τις ζημιές που θα προκαλέσει με τέτοιες ενέργειες, τόσο στο χρηματοοικονομικό και οικονομικό της σύστημα όσο και στην παγκόσμια φήμη της ως κάποτε αξιόπιστου εμπορικού και επενδυτικού εταίρου. Τέτοιες παραβιάσεις των κανόνων στις διεθνείς σχέσεις δεν μένουν ατιμώρητες», πρόσθεσε η M.Ζαχάροβα.
Η διπλωμάτης επισήμανε ότι η διάθεση ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων χωρίς τη συγκατάθεση της Ρωσίας —είτε μέσω αόριστου παγώματος, είτε μέσω κατάσχεσης, είτε μέσω απόπειρας παρουσίασης της de facto κατάσχεσης ως κάποιου είδους «δανείου επανορθώσεων»— αποτελεί απολύτως παράνομη πράξη που παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο.
«Όποια ψευδονομικά τεχνάσματα κι αν χρησιμοποιήσουν οι Βρυξέλλες για να το δικαιολογήσουν, πρόκειται για απροκάλυπτη, κοινή κλοπή», δήλωσε.
«Υπενθυμίζουμε ότι ο Βέλγος πρωθυπουργός Μπαρτ Ντε Βέβερ —της χώρας όπου είναι εγγεγραμμένος ο θεματοφύλακας Euroclear και η οποία κατέχει το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων— παρομοίασε την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με “κλοπή επίπλων από ξένη πρεσβεία”. Μια ιδιαίτερα παραστατική και ακριβής περιγραφή».
Η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ σημείωσε ότι η προσπάθεια επίδειξης της περιβόητης «ενότητας» της ΕΕ μέσω του μόνιμου παγώματος των περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας της Ρωσίας απέτυχε παταγωδώς.
«Εκπρόσωποι αρκετών κρατών-μελών της ΕΕ έχουν δηλώσει ανοιχτά την κατηγορηματική τους απόρριψη του απροκάλυπτα δόλιου σχήματος κατά των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, που ενορχηστρώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την υποστήριξη επιθετικά ρωσοφοβικών ευρωπαϊκών πρωτευουσών», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τη Μ.Ζαχάροβα, η πολιτική της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία εδώ και καιρό στερείται κάθε λογικής και θυμίζει θέατρο του παραλόγου.
«Η πολιτική πρόκλησης ζημιάς στη χώρα μας με οποιοδήποτε κόστος έχει ήδη οδηγήσει την ίδια την ΕΕ σε εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση: σχεδόν μηδενική οικονομική ανάπτυξη, ταχέως αυξανόμενο δημόσιο χρέος και δημοσιονομικά ελλείμματα, μείωση της παραγωγής και αποβιομηχάνιση, σε συνδυασμό με εκτίναξη του ενεργειακού κόστους», απαρίθμησε.
«Θα περίμενε κανείς ότι οι Βρυξέλλες θα ηρεμούσαν και θα έρχονταν στα συγκαλά τους, αλλά δεν υπάρχουν ακόμη ενδείξεις γι’ αυτό.
Η σημερινή ηγεσία της ΕΕ παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, αιχμάλωτη της ρωσοφοβίας και μιας παθολογικής επιθυμίας να θίγει τα ρωσικά συμφέροντα προς κάθε κατεύθυνση και σε κάθε χώρο — ακόμη και εκεί όπου η ΕΕ, θεωρητικά, δεν θα έπρεπε να έχει καμία παρουσία».
Η Μ.Ζαχάροβα σημείωσε επίσης ότι η ΕΕ επιδιώκει να υπονομεύσει με κάθε τρόπο τη διευθέτηση του ουκρανικού ζητήματος, εξ ου και η βιασύνη λήψης απόφασης για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία.
«Είναι επίσης σαφές ότι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και η ομάδα της δίνουν προτεραιότητα στην υπονόμευση της αναζήτησης ειρηνικής λύσης της ουκρανικής κρίσης με κάθε μέσο. Από εκεί προκύπτει και η βιασύνη και η χρονική επιλογή της απόφασης για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία — για να καταφέρουν άμεσο πλήγμα στις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ», τόνισε.
Σύμφωνα με την διπλωμάτη, έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δικαιολογεί τις προτάσεις της για την καταχρηστική χρήση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων επικαλούμενη διατάξεις του νομικού πλαισίου της ΕΕ που επιτρέπουν τη λήψη έκτακτων μέτρων σε περίπτωση δύσκολης οικονομικής κατάστασης εντός της ίδιας της Ένωσης.
«Έτσι, η ΕΕ αυτοενοχοποιείται: δεν πρόκειται μόνο για τη χρηματοδότηση ενός αποτυχημένου ουκρανικού εγχειρήματος, αλλά και για μια προφανή επιθυμία βελτίωσης της οικονομικής της κατάστασης μέσω δισεκατομμυρίων ρωσικών κρατικών αποθεμάτων.
Η ΕΕ παραδέχεται ότι το ουκρανικό βάρος γίνεται αφόρητο, ωθώντας την να καταφύγει στην κλοπή», κατέληξε.