Το γεωπολιτικό πλαίσιο αλλάζει και η Γαλλία, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών της Ευρώπης να αντιμετωπίσει τη μεταβαλλόμενη στάση των ΗΠΑ απέναντι στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ επισημαίνει το Politico.

Ο Τραμπ συνεχίζει να εχθρεύεται τους παραδοσιακούς ευρωπαίους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών, αναφέροντας πως είναι «αδύναμοι» και μια «αποσυντιθέμενη ομάδα εθνών».

Όπως πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Γαλλία θεωρεί ότι η Ρωσία αποτελεί μια αυξανόμενη απειλή για την ήπειρο. Επομένως, προετοιμάζεται να αμυνθεί ενάντια σε αυτό που ο αρχηγός του γενικού επιτελείου της χώρας, στρατηγός Fabien Mandon, χαρακτήρισε «βίαιη δοκιμασία» από τη Ρωσία τα επόμενα τρία έως τέσσερα χρόνια, την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει χωρίς μεγάλη, αν όχι καθόλου, βοήθεια από την Ουάσινγκτον.

Για να το πετύχει αυτό, η Γαλλία αυξάνει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενισχύει την παραγωγή όπλων και διπλασιάζει τις εφεδρικές δυνάμεις.

Από το επόμενο έτος, η Γαλλία θα επαναφέρει επίσης την εθελοντική στρατιωτική θητεία για τους νέους ενήλικες, κυρίως για τους 18χρονους και 19χρονους. Ο στόχος είναι να στρατολογηθούν 3.000 νέοι στρατιώτες το επόμενο καλοκαίρι, 10.000 το 2030 και 50.000 το 2035.

Αυτές οι αμυντικές προσπάθειες έρχονται σε μια εποχή που οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναγκάζονται να επανεξετάσουν τη στάση τους σε θέματα ασφάλειας με τον πιο ουσιαστικό τρόπο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Η πρόκληση είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς γίνεται όλο και πιο σαφές ότι δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες ως κύριο φορέα ασφάλειας. Διαδοχικοί πρόεδροι των ΗΠΑ — συμπεριλαμβανομένων των Μπαράκ Ομπάμα και Τζο Μπάιντεν — έχουν προειδοποιήσει την τελευταία δεκαετία ότι η Ουάσιγκτον θα πρέπει τελικά να επικεντρωθεί στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού αντί της Ευρώπης, αλλά η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη μετατρέψει αυτά τα λόγια σε πράξεις.

Σύμφωνα με ειδικούς στην αμυντική πολιτική, ο τρόπος με τον οποίο θα κινηθούν η Γαλλία και η Γερμανία -οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της ΕΕ- θα κρίνει εάν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη θα στραφούν προς μια πιο αυτόνομη ευρωπαϊκή άμυνα ή θα επιδιώξουν να διατηρήσουν διμερείς σχέσεις ασφαλείας με την Ουάσιγκτον, ακόμη και εις βάρος της συνοχής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Sciences Po, Γκιγιόμ Λαγκάν, η αξιοπιστία θα είναι το κλειδί.

«Αν η Γαλλία και η Γερμανία προτείνουν πειστικές λύσεις, οι ευρωπαϊκές χώρες μπορεί να διστάσουν. Αν όμως μόνο η αμερικανική εγγύηση θεωρείται αξιόπιστη, τότε θα κάνουν τα πάντα για να την εξασφαλίσουν», σημειώνει.

Για να φανεί αξιόπιστη ηγέτης, πρόσθεσε, η Γαλλία θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο να σταθμεύσει μαχητικά αεροσκάφη Rafale με πυρηνική ικανότητα στη Γερμανία ή την Πολωνία, να αντισταθμίσει τα κενά ικανότητας που ενδέχεται να αφήσουν οι ΗΠΑ και να αντικαταστήσει τους Αμερικανούς στρατιώτες που αποχωρούν από την Ευρώπη με γαλλικά στρατεύματα.

«Ευπρόσδεκτο» το γεγονός ότι ο Πούτιν εμφανίζεται έτοιμος να μιλήσει με τον Μακρόν, λέει το Ελιζέ

Σε διπλωματικό επίπεδο, η γαλλική προεδρία έκρινε σήμερα πως είναι «ευπρόσδεκτο» το ότι ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν εμφανίζεται να είναι «έτοιμος» για διάλογο με τον Γάλλο ομόλογό του Εμανουέλ Μακρόν, προσθέτοντας πως θα εξετάσει «εντός των επόμενων ημερών» τους τρόπους που αυτό θα μπορούσε να γίνει.

«Είναι ευπρόσδεκτο που το Κρεμλίνο συμφωνεί δημοσίως με αυτήν την προσέγγιση. Θα εξετάσουμε τις επόμενες ημέρες για τον καλύτερο τρόπο προκειμένου να προχωρήσουμε», ανέφερε το Ελιζέ.

Εντούτοις, η γαλλική προεδρία υπογράμμισε πως κάθε συζήτηση με τη Μόσχα θα γινόταν «με κάθε διαφάνεια» με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι και τους Ευρωπαίους και ότι στόχος παραμείνει η επίτευξη μιας «σταθερής και διαρκούς ειρήνης» έτσι όπως την θέλει η ΕΕ.

Ο εκπρόσωπος Τύπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι «έτοιμος για διάλογο» με τον Γάλλο ομόλογό του, ο οποίος έκανε ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση την Παρασκευή μετά το πέρας της Συνόδου της ΕΕ στις Βρυξέλλες.

«Η εισβολή στην Ουκρανία και η ισχυρογνωμοσύνη του προέδρου Πούτιν έβαλαν τέλος σε κάθε πιθανότητα διαλόγου» τα τελευταία τρία χρόνια, επισήμανε το Ελιζέ.

Όμως, πρόσθεσε: «Από τη στιγμή που η προοπτική μιας εκεχειρίας και μιας ειρηνευτικής διαπραγμάτευσης γίνεται πιο σαφής, καθίσταται εκ νέου χρήσιμο να μιλήσουμε με τον Πούτιν».

Υπέρ της διεξαγωγής ευρύτερων διαβουλεύσεων με Ευρωπαίους εταίρους τάχθηκε ο Ζελένσκι