Σε μια εποχή όπου η αντιπαλότητα ΗΠΑ – Κίνας δυναμώνει, τα αεροπλανοφόρα παραμένουν το απόλυτο σύμβολο στρατιωτικής ισχύος και διπλωματικής πίεσης.

Η πρόσφατη απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να στείλει το USS Gerald R Ford, το μεγαλύτερο και ακριβότερο πολεμικό πλοίο στον κόσμο, προς τη Βενεζουέλα, αναδεικνύει τον ρόλο αυτών των γιγάντων στη «σκληρή» διπλωματία.

Με κόστος 12,8 δισ. δολάρια και δυνατότητα μεταφοράς 70 αεροσκαφών, το USS Gerald R Ford θα μπορούσε να εκτελέσει μέχρι 125 εξόδους ταυτόχρονα, υποστηριζόμενο από τέσσερα αντιτορπιλικά.

Η κίνηση αυτή είχε κυρίως στόχο να στείλει μήνυμα εκφοβισμού προς το καθεστώς Μαδούρο.

Παράλληλα, η Κίνα προχώρησε στην επίσημη ένταξη του νέου αεροπλανοφόρου Fujian παρουσία του Σι Τζινπίνγκ.

Πρόκειται για δείγμα της συνεχώς αυξανόμενης στρατιωτικής ισχύος του Πεκίνου, που ξεκίνησε με το Liaoning το 2012.

Η Κίνα επενδύει σε αντιπλοϊκούς πυραύλους και θεωρεί τα αεροπλανοφόρα αναπόσπαστο στοιχείο για παγκόσμια προβολή δύναμης, ακόμη και σε ενδεχόμενη επανένωση με την Ταϊβάν.

Στην Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει δύο αεροπλανοφόρα, με περιορισμένη όμως παγκόσμια επιρροή, χρησιμοποιώντας τα κυρίως ως «πλωτή διπλωματία».

Επιθέσεις με drones, όπως αυτές των Χούθι στο USS Harry S Truman, δείχνουν ότι τα αεροπλανοφόρα παραμένουν ανθεκτικά και δύσκολα βυθιζόμενα.

Ακόμη και σε συνθήκες πολέμου, η βλάβη τους είναι περιορισμένη, επιβεβαιώνοντας τη στρατηγική τους αξία ως «πλωτών φρουρών» ισχύος.

Η σύγκριση με τη Ρωσία είναι χαρακτηριστική: χωρίς λειτουργικό αεροπλανοφόρο από το 2017, η Μόσχα δείχνει τις στρατιωτικές και οικονομικές της αδυναμίες.

Αντίθετα, οι ΗΠΑ και η Κίνα ενισχύουν συνεχώς τη ναυτική τους παρουσία, χρησιμοποιώντας τα αεροπλανοφόρα ως βασικό εργαλείο γεωπολιτικής στρατηγικής.