Τον αγώνα που έδωσε μέσα στη θάλασσα για περίπου πέντε ώρες μαζί με την οικογένειά του περιέγραψε στο δικαστήριο ο Αλέξανδρος Φλώρος, ένας από τους κατοίκους στο Μάτι που έζησε τη φρίκη.

Ο μάρτυρας έφυγε από το σπίτι του, περίπου στις 18:30 το απόγευμα της μοιραίας ημέρας, μαζί με τη σύζυγο, τα παιδιά και την πεθερά του χωρίς κανείς να τους ειδοποιήσει αλλά «ακούγοντας φωνές που έρχονταν από πάνω» και έβλεπε «παντού στάχτες».

«Άκουσα τον κόσμο να κατεβαίνει και πολλά αυτοκίνητα να κατεβαίνουν σαν να ήταν γάμος ή κηδεία» περίγραψε εξηγώντας πως αυτός ήταν ο λόγος που κινητοποιήθηκαν και έφυγαν με τα αυτοκίνητα τους προς τη θάλασσα που απείχε περίπου 600 μέτρα.

«Αν μέναμε στο σπίτι θα είχαμε καεί. Έλιωσαν τα σίδερα, τα κλιματιστικά…» ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο μάρτυρας περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειες να μην χωριστεί η οικογένεια του αλλά και ένα ασφυκτικό περιβάλλον με πυκνούς καπνούς που τους οδήγησαν μέσα στη θάλασσα στην προσπάθεια τους να γλυτώσουν από την πύρινη λαίλαπα.

«Ο κόσμος φώναζε, ούρλιαζε ήταν στα κινητά. Όσο περνούσε η ώρα ο καπνός γινόταν πιο πυκνός, ακούγαμε εκρήξεις» είπε ο μάρτυρας ο οποίος εξήγησε πως μπήκαν στη θάλασσα και κολύμπησαν μέχρι που έχασαν την οπτική επαφή με τη στεριά.

«Γινόταν χαμός» είπε διευκρινίζοντας πως δεν υπήρχε βοήθεια από κανέναν αρμόδιο.

Δεν υπήρχε κανένα εναέριο μέσο «ήμασταν μόνοι» τόνισε.

«Τα παιδιά δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Προσπαθούσαμε να είμαστε ενωμένοι. Έπεφταν σπίθες, κουκουνάρια στο νερό. Ο αέρας δυνάμωνε. Με το κύμα και την έλλειψη ορατότητας ήταν εύκολο να κάποιος να απομακρυνθεί. Ρωτάγαμε συνεχώς “όλοι καλά;”. Βάλαμε τις μπλούζες για μάσκα…

Ήταν τρόμος αυτό το πράγμα. Βλέπαμε τα αεροπλάνα και νομίζαμε ότι έρχονται να μας σώσουν. Φωνάζαμε “εδώ, εδώ”. Συνεχίσαμε να κολυμπάμε, δεν ξέραμε πού πάμε» περιέγραψε ο μάρτυρας ο οποίος εξήγησε πως περίπου στις 11 το βράδυ είδαν ένα φως και άρχισαν να κολυμπούν προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν, όπως εξήγησε, τα φώτα από ένα καράβι στο λιμάνι της Ραφήνας. Η βοήθεια ήρθε από έκανα καΐκι το οποίο με προβολείς αναζητούσε ανθρώπους τη θάλασσα. Όπως ανέφερε οι αρμόδιοι ήταν «άφαντοι».

«Έβγαλε πρώτα τα παιδιά , ήταν μπλε. Η γυναίκα μου είχε πάθει υποθερμία…» είπε και περιέγραψε ότι είδαν κάποιους να «έχουν τον παππού να επιπλέει μήπως τον σώσουν. Δεν τον έσωσαν τον άφησαν να επιπλέει… Ανέσυραν μια γυναίκα και προσπάθησαν να την επαναφέρουν στη ζωή αλλά δεν τα κατάφεραν, την σκέπασαν».

Ο μάρτυρας κατέθεσε πως στο λιμάνι δίπλα από ένα ασθενοφόρο που πήγε με την κόρη του για να ζητήσει τις πρώτες βοήθειες είδαν «μαύρες πλαστικές σακούλες οι οποίες είχαν μέσα νεκρούς.

Σύμφωνα με το μάρτυρα ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που δεν μπορούσαν να θυμηθούν κανένα τηλέφωνο για να ειδοποιήσουν τους δικούς τους ανθρώπους ενώ προκάλεσε πως ακόμη και σήμερα ο ιώδιο σ και η κόπτης του παίρνουν βοήθεια από ψυχολόγο.

Οι τόνοι ανέβηκαν μεταξύ των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής με αφορμή ερωτήσεις προς το μάρτυρα σχετικά με τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους.

Η υπεράσπιση αντέδρασε καθώς ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν έχει χάσει δικούς του ανθρώπους και παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων μόνο για υλικές ζημιές , η πολιτική αγωγή με τη σειρά της απάντησε σε υψηλούς τόνους, ενώ από το ακροατήριο συγγενείς θυμάτων φώναζαν: «ντροπή σας».

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε στη συνέχεια ο Ιωάννης Χατζηαθανασίου ο οποίος στη φονική φωτιά έχασε την αδελφή του.

Ο μάρτυρας περίγραψε τον κίνδυνο που βίωσαν σημειώνοντας πως ο ίδιος είδε μόνο μια ρίψη από ελικόπτερο περίπου στις 5 το απόγευμα. «Δεν είχαμε καμία πληροφόρηση από κανέναν… Δεν υπήρχε μέριμνα, δεν ειδοποιηθήκαμε…» ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ περιέγραψε τις εικόνες καταστροφής που αντίκρυσε την επόμενη ημέρα της πυρκαγιάς όταν πήγε στο σπίτι της αδελφής του το οποίο είχε καταστραφεί.

«Το σπίτι πήραν κατεστραμμένο, τα κλειδιά πάνω στο αυτοκίνητο με τις βαλίτσες , καμένο …» περιέγραψε.

Στο γεγονός ότι καμία αρμόδια υπηρεσία δεν μερίμνησε εκείνη την ημέρα ανεγέρθηκε καταθέτοντας στο δικαστήριο ο Κωνσταντίνος Χατζησταματίου . Ο μάρτυρας , ο οποίος υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα και υπεβλήθη σε δυο χειρουργικές επεμβάσεις παραμένοντας στο νοσοκομείο περίπου 40 ημέρες , αφηγήθηκε πως μαζί με τη σύζυγο, τη νύφη και τον εγγονό του έφυγαν από το σπίτι τους στο Μάτι όταν είδαν τη φωτιά στην αυλή τους.

«Τρέχαμε προς την παραλία , από τον καπνό δεν μπορούσες να δεις 4- 5 μέτρα . Μας κυνήγαγε η φωτιά όταν φύγαμε… Τότε μας χτύπησε το πρώτο θερμικό κύμα και άρχισε η δυσφορία…». Ο μάρτυρας κατέθεσε πως ένας περαστικός με το αυτοκίνητο του τους μετέφερε στο λιμανάκι στο Μάτι όπου παρέμειναν περίπου μιάμιση ώρα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, είπε και περιέγραψε πως με ένα ιδιωτικό ασθενοφόρο πήγε στο νοσοκομείο ο ίδιος αλλά και ο εγγονός του. Η σύζυγος του έφυγε στις 12 τα μεσάνυχτα με την βοήθεια ενός φουσκωτού ιδιώτη, είπε ο μάρτυρας.

«Δεν υπήρξε καμία βοήθεια… Είδα παρκαρισμένα ασθενοφόρα και υδροφόρες όχι στη φωτιά αλλά στην Μαραθώνος» κατέθεσε.

Ο μάρτυρας ανέφερε χαρακτηριστικά πως «η φωτιά χόρευε» σημειώνοντας: « κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι περάσαμε εμείς».

«Δεν υπήρξε πουθενά από κανέναν ειδοποίηση. Αν δεν βλέπαμε φωτιά δεν θα φεύγαμε …»τόνισε και εξέφρασε την πεποίθηση πως θα είχε σωθεί το 90% των ανθρώπων και των εγκαυμάτων στην περίπτωση που είχαν ειδοποιηθεί στις 5 παρά να εκκενώσουν τα σπίτια τους. «Ούτε η καμπάνα της εκκλησίας δεν χτύπησε. Είναι ηλεκτρική και είχε κοπεί το ρεύμα…» υπογράμμισε.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

">