Ο Σταύρος Δροσιάς, πρώην σύντροφος της Κυριακής Γρίβας, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του στη δίκη για την άγρια δολοφονία της νεαρής έξω από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων, τόνισε για τη νύχτα του στυγερού εγκλήματος πώς «πήδηξε πάνω της και συνέχισε να τη μαχαιρώνει, είδα ένα πίδακα αίμα».

Πρόκειται για τον άνθρωπο, ο οποίος είχε συνοδεύσει την αδικοχαμένη Κυριακή στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων και είδε τον τότε σύντροφο της κοπέλας να την δολοφονεί μπροστά στα μάτια των αστυνομικών με πέντε μαχαιριές.

«Περίμενα σαν συνοδός να πάρει το περιπολικό. Περιμέναμε μήπως έρθει το περιπολικό να την επιβιβάσω. Ξαφνικά η Κυριακή πάγωσε και φώναξε «χάνομαι». Τρώει τη πρώτη μαχαιριά, τρώει τη δεύτερη μαχαιριά.

Με την άκρη του ματιού μου, βλέπω τον κατηγορούμενο, ακούσαμε ποδοβολητό αλλά όλα έγιναν γρήγορα. Έπαθα σοκ λες και βλέπεις ταινία. Δεν καταλάβαινα ότι αυτό συμβαίνει σε άνθρωπο κοντινό σε έμενα. Έτρεξα προ το τμήμα… Φώναξα: «βοήθεια τη σκοτώνει». Οι γυναίκες αστυνομικοί βγήκαν στο μπαλκόνι» κατέθεσε ο μάρτυρας και συνέχισε:

«….Στο μεταξύ ο κατηγορούμενος είχε ανέβει πάνω της, της κάρφωνε μαχαιριές, νομίζω 4 – 5. Μετά είδα τον κατηγορούμενο να αυτοτραυματίζεται και να πέφτει στο έδαφος. Συνέχισα να φωνάζω «ρε παιδιά ακόμη κρατάει το μαχαίρι». Με τα πολλά βγαίνει ο σκοπός και του κλωτσάει το μαχαίρι, μετά εμφανίστηκε ένας αστυνομικός και με ανέβασε πάνω να ηρεμήσω …».

Νωρίτερα ο μάρτυρας περιέγραψε πως η αδικοχαμένη Κυριακή του ζήτησε να πάνε μαζί στο Αστυνομικό Τμήμα, γιατί φοβόταν μην της κάνει κακό ο άνθρωπος που τελικά έβαλε τέλος στη ζωή της. Κάτι που όπως κατέθεσε στο δικαστήριο ο κ. Δροσιάς είχε πει ξεκάθαρα στους αστυνομικούς.

Μάρτυρας: Η Κυριακή μου είπε «πάμε στο τμήμα γιατί φοβάμαι», δεν έκανε μήνυση γιατί απ’ ότι κατάλαβα δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει το παράβολο, γι αυτό και ζήτησε το πιο απλό πράγματα μια αστυνομική συνοδεία μέχρι το σπίτι.

«Είδα την Κυριακή να παγώνει και ξαφνικά και να φωνάζει «χάνομαι». Τρώει τη πρώτη μαχαίρια, τρώει τη δεύτερη μαχαιριά. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον κατηγορούμενο… Πήδηξε πάνω της και συνέχισε να τη μαχαιρώνει, είδα ένα πίδακα αίμα…».

Ο μάρτυρας δέχθηκε σωρεία ερωτήσεων από την έδρα του δικαστηρίου για τις στιγμές της δολοφονίας της κοπέλας και την στάση των αστυνομικών.

Πρόεδρος: Είχε συγκεκριμένο στόχο η επίθεση;

Μάρτυρας: Ναι προφανώς, πρέπει να είχε την Κυριακή.

Εισαγγελέας: Ξέρετε πως ένιωθε η Κυριακή, φοβόταν; Τι σας είπε σε αυτό το ραντεβού;

Μάρτυρας: Ναι, πήγαμε στο τμήμα επειδή φοβόνταν.

Μάρτυρας: «Εγώ είδα το αίμα να ξεχύνεται από το στέρνο της, έτρεξα. Ο φρουρός ήταν μπροστά δεν γίνεται να μην τα έβλεπε. Ο κατηγορούμενος αφού την έριξε κάτω, τη γύρισε μπρούμυτα και έπεσε πάνω της και της έριχνε. Είδα να τη γυρνάει και να της καταφέρνει και άλλες μαχαιριές».

Εισαγγελέας: Τι διημείφθη μεταξύ σας στο καφέ; Ποια ήταν η κατάσταση που βίωνε; Τι σας είπε;

Μάρτυρας: Είχαμε χωρίσει πέντε χρόνια, όπως σας είπα. Βγήκαμε τη τελευταία ημέρα του θανάτου της και δυο ημέρες πριν ….Τη πρώτη φορά λέγαμε περί ανέμων και υδάτων, συζητούσαμε για κοινούς γνωστούς, για το πως προχωράει η ζωή. Το μόνο που έμαθα είναι ότι είχε δυο μήνες που χώρισε.

Τη δεύτερη ημέρα έμαθα κάποια πράγματα γιατί η συζήτηση έφτασε στο συναισθηματικό. Εγώ της είπα να γυρίσει στον κατηγορούμενο γιατί και μαζί χωρίζαμε και ξαναγύριζε, αν και ήταν συνεσταλμένη και ντροπαλή. Μου είπε πως δεν ήθελε να γυρίσει στον κατηγορούμενο. Μου είπε: «Τον αγαπούσα αλλά με χτυπούσε». Μετά βγήκαμε άλλη μια φορά και ήταν η ημέρα της δολοφονία της.

«Στο αστυνομικό τμήμα της είπαν να κάνει μήνυση. Απ’ ότι κατάλαβα δεν είχε τα χρήματα για να την κάνει. Βέβαια δεν ζητήσανε τα στοιχεία της ούτε τα δικά μου.

Εγώ ήμουν απέξω και την άκουγα να τους λέει ότι φοβάται τον πρώην σύντροφό της. Έπρεπε να πληρώσει παράβολο για να κάνει τη μήνυση, άκουσα τους αστυνομικούς να της το λένε, δεν είχε χρήματα μαζί της».