Καταπέλτης ήταν η εισαγγελέας της υπόθεσης της Ρούλας Πισπιρίγκου κατά των ιατροδικαστών που ενεπλάκησαν στην πολύκροτη υπόθεση, χαρακτηρίζοντας τις ενέργειές τους ως «επιπόλαιες» και «ατεκμηρίωτες», ασκώντας σφοδρή κριτική για τα σοβαρά λάθη που παραλίγο να παρακώλυαν την πορεία της δικαιοσύνης και άφησαν σημαντικά ερωτήματα αναπάντητα.

Στην αγόρευσή της, η εισαγγελέας κατήγγειλε τη ιατροδικαστή, κ. Τσάκωνα, που για τον θάνατο της μικρής Μαλένας ισχυρίστηκε ότι αυτός προήλθε από αιφνίδια ηπατική ανεπάρκεια, μία διάγνωση που, όπως υποστήριξε η εισαγγελέας, ήταν «αυθαίρετη, ατεκμηρίωτη και παντελώς άστοχη».

Επιπλέον, αναφέρθηκε στην ιατροδικαστή κ. Τσιόλα που ανέλαβε την υπόθεση του θανάτου της Ίριδας, κατηγορώντας την για «προχειρότητα» και για την παραδοχή της αγενεσίας φλεβόκομβου, έναν όρο που ήταν αδύνατο να ευσταθεί.

Η εισαγγελέας υποστήριξε μάλιστα ότι αν είχαν γίνει οι σωστές διαδικασίες, ίσως η Τζωρτζίνα να ζούσε σήμερα και να πήγαινε στο Γυμνάσιο.

Αναφερόμενη στον κ. Τσαντίρη, ο οποίος είχε συγκρίνει τη Μαλένα, μόλις 3,5 ετών, με ποδοσφαιριστή του Champions League, η εισαγγελέας τον κατηγόρησε ότι επέτρεψε στη Ρούλα Πισπιρίγκου να καλύψει τα εγκλήματά της, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την απόκρυψη της αλήθειας.

Χαρακτηρίζοντας τη στάση των ιατροδικαστών ως «ωχαδελφισμό» και «επιπολαιότητα», η εισαγγελέας υπογράμμισε την ανάγκη για εκπαίδευση και σεμινάρια για τους Έλληνες ιατροδικαστές, οι οποίοι φέρεται να αγνόησαν την ευθύνη τους.

Όπως ανέφερε, ο πρώτος θάνατος της Μαλένας θεωρήθηκε «άτυχος», ο δεύτερος υποψιασμένος και ο τρίτος έγινε η «απόδειξη» της τριπλής δολοφονίας.