Το Κρεμλίνο εξέφρασε σκεπτικισμό σχετικά με την πιθανότητα οι νέες κυρώσεις των ΗΠΑ να επηρεάσουν σοβαρά τη ρωσική οικονομία.

Αυτό έρχεται μετά τον υπαινιγμό του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ότι ο αντίκτυπος θα γίνει αισθητός σε έξι μήνες.

Την Τετάρτη, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε κυρώσεις εναντίον δύο μεγάλων ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών, της Rosneft και της Lukoil, καθώς και 34 θυγατρικών τους.

Ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν το χαρακτήρισε ως «μη φιλική κίνηση», αλλά υποστήριξε ότι δεν θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία.

«Καμία χώρα που σέβεται τον εαυτό της και κανένας λαός που σέβεται τον εαυτό της δεν αποφασίζει ποτέ κάτι υπό πίεση», πρόσθεσε.

Ερωτηθείς για την αντίδραση του Πούτιν την Πέμπτη, ο Τραμπ απάντησε: «Χαίρομαι που νιώθει έτσι. Αυτό είναι καλό. Θα σας ενημερώσω σε έξι μήνες από τώρα».

Την Παρασκευή, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, εξέφρασε σκεπτικισμό σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις. «Θα δούμε, πράγματι. Αν θέλει ο Θεός, θα δούμε τι θα συμβεί σε έξι μήνες. Βλέπουμε τι έχουμε τώρα.

Βλέπουμε τι ήταν πριν από ένα χρόνο, πριν από δύο χρόνια. Αν θέλει ο Θεός, θα δούμε τι θα συμβεί τόσο σε έξι μήνες όσο και σε ένα χρόνο».

Νωρίτερα, η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, χαρακτήρισε την κίνηση των ΗΠΑ αντιπαραγωγική, προσθέτοντας ότι η οικονομία έχει αναπτύξει ανοσία στις κυρώσεις.

Η ρωσική οικονομία έχει επιδείξει σταθερή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, παρά την πίεση των πρωτοφανών δυτικών κυρώσεων. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,1% το 2023 και κατά 4,3% το 2024.

Αν και αναμένεται επιβράδυνση φέτος, προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 2,5%.

Τον Απρίλιο, ο πρωθυπουργός Μιχαήλ Μισούστιν δήλωσε ότι η οικονομία εξαρτάται λιγότερο από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Τα έσοδα της κυβέρνησης αυξάνονται, επιτρέποντάς της να χρηματοδοτεί έργα ανάπτυξης και να καλύπτει κοινωνικές υποχρεώσεις, σημείωσε.

Το Κρεμλίνο έχει υποστηρίξει ότι οι κυρώσεις γυρίζουν μπούμερανγκ στα έθνη που τις εφάρμοσαν.