Τα αυτοκίνητα που θεωρούμε «συλλεκτικά» δεν είναι απαραίτητα παλιά -όπως η BMW 750i E38 με την οποία θα ασχοληθούμε. 

Είναι εκείνα που έχουν κάτι το ιδιαίτερο, κάτι που τα κάνει να ξεχωρίζουν και να αξίζουν διατήρησης. Είτε λόγω περιορισμένης παραγωγής είτε επειδή αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη εποχή ή φιλοσοφία. Ένας χαρακτηριστικός κινητήρας, ένα μοναδικό σασί, ένας σχεδιασμός με βαριά υπογραφή… Και φυσικά, η προοπτική να δουν την αξία τους να ανεβαίνει. Άρα, η ιδανική στιγμή για να αποκτήσει κάποιος ένα τέτοιο αυτοκίνητο είναι πριν το κάνει… το κύμα των υπολοίπων.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η BMW βρισκόταν στην κορυφαία στιγμή της στην ποιότητας κατασκευής. Η 7 Series E38 αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα: Aυστηρή, ποιοτική, καλοζυγισμένη σε κάθε λεπτομέρεια. Ήταν επιπλέον η τελευταία 7άρα με το «παραδοσιακό» ταμπλό της BMW -εκείνο το εκλεπτυσμένο, συμμετρικό, στραμμένο προς τον οδηγό. Όλα αυτά μέσα σε ένα καβούκι με διαχρονικό, κλασικό στιλ.

Στην κορυφή της γκάμας, η 750i με τον V12 συγκέντρωνε όλη τη μηχανολογική ευγένεια που μπορούσε να προσφέρει το Μόναχο. Ύστερα από αυτή, προφανώς κατά προσωπική άποψη, καμία άλλη «ναυαρχίδα» του Μονάχου δεν συνδύασε ξανά τόση ισορροπία ανάμεσα σε τεχνολογία, ποιότητα και χαρακτήρα.

Το αυτοκίνητο παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 1994 και αποτέλεσε την τρίτη γενιά της 7 Series -με κωδικό E38. Η γενική γραμμή θύμιζε την προκάτοχο της, E32. Κάτι βέβαια λογικό και αναμενόμενο, καθώς πάτησε πάνω στο σχέδιο των Claus Luthe και Ercole Spada. Τη σχεδιαστική εξέλιξη ανέλαβε ο Boyke Boyer, ο οποίος την έκανε πιο καθαρή, πιο αεροδυναμική, πιο μοντέρνα χωρίς να χάσει το κύρος της.

Κάτω από το διακριτικό αμάξωμα, η Ε38 βελτίωσε ό,τι ήδη λειτουργούσε σωστά: Νέα εμπρός ανάρτηση με διπλή κάτω άρθρωση, πίσω άξονας πολλαπλών συνδέσμων -η οδική συμπεριφορά να θυμίσουμε ότι ήταν κορυφαία για τα δεδομένα της εποχής.

Στο Σαλόνι του Παρισιού το 1994, η BMW παρουσίασε την κορυφαία 750i, συνεχίζοντας την παράδοση του V12 της E32. Ο κινητήρας M73 ήταν εξέλιξη του M70, μεγαλύτερος σε κυβισμό φτάνοντας τα 5,4 λίτρα και αποδίδοντας 326 άλογα.

Μηχανολογικά διατήρησε όμως τη φιλοσοφία απλότητας: Δύο βαλβίδες ανά κύλινδρο, ένας εκκεντροφόρος ανά σειρά κυλίνδρων. Αυτή η επιλογή, μακριά από την υπερβολή του M120 της Mercedes-Benz S600 (4βάλβιδος με 2×2 ΕΕΚ), έκανε την BMW πιο «γήινη» σε συντήρηση και αξιοπιστία.

Αναμενόμενα το βάρος της ήταν μεγάλο, λίγο κάτω από δύο τόνους. Όσον αφορά τις επιδόσεις, χρειαζόταν για το σπριντ των 0-100 km/h, 6,6 δευτερόλεπτα με την τελική ταχύτητα να περιορίζεται ηλεκτρονικά στα 250 km/h.

Προφανώς οι επιδόσεις δεν ήταν το ζητούμενο σε ένα τέτοιο αυτοκίνητο. Σημασία είχε η μεταξένια λειτουργία, η ηρεμία και η αίσθηση πληρότητας που μόνο ένας V12 μπορούσε να προσφέρει.

Η τιμή στην εποχή της; Ανατρέχοντας στα αρχεία του DRIVE, το μοντέλο εντάχτηκε στους ελληνικούς καταλόγους το 1998, στη μακριά έκδοση 750iL, και κόστιζε 58.430.000 δραχμές, το ισόποσο 171.475 ευρώ (ονομαστικά, χωρίς προσαρμογή πληθωρισμού) -πραγματική πολυτέλεια.

Η 750i ερχόταν κατόπιν παραγγελίας με την τιμή της στις 53.750.000 δρχ. ή €157.740, επίσης χωρίς προσαρμογή πληθωρισμού. Σε σημερινή αξία, με βάση τον ΔΤΚ (Ελλάδα, ~60 % σωρευτικός πληθωρισμός από 1998), η ισοτιμία θα την ανέβαζε στις €250.000–€255.000.
Η ιστορία συνεχίζεται… δείτε και το video στο drive.gr