
Όταν μια κυβέρνηση δεσμεύεται να λύσει προβλήματα, αλλά μεταθέτει την υλοποίηση για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, αυτό δεν είναι σχέδιο – είναι αναβολή.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο κυριακάτικο μήνυμά του μίλησε για αλήθεια και δικαιοσύνη, αλλά η πιο ξεκάθαρη δήλωσή του ήταν ότι «η πλειοψηφία θα μας κρίνει το 2027».
Δηλαδή, όταν θα έχει ήδη ολοκληρώσει τη θητεία του και είτε θα διεκδικεί επανεκλογή είτε θα έχει αφήσει σε άλλους την ευθύνη να πραγματοποιήσουν τις δεσμεύσεις του.
Αυτό δεν μοιάζει με κυβερνητική εξαγγελία, αλλά με έμμεση παραδοχή αδυναμίας. Αν η κυβέρνηση μπορούσε να προχωρήσει τώρα τις αλλαγές που υπόσχεται, γιατί να περιμένει το 2027; Η απάντηση είναι απλή: γιατί είτε δεν έχει τη βούληση είτε δεν έχει την ικανότητα να τις υλοποιήσει.
Η τραγωδία των Τεμπών έφερε στην επιφάνεια τη διαχρονική αδιαφορία του κράτους για την ασφάλεια των πολιτών. Η κοινωνία απαίτησε δικαιοσύνη, όχι υποσχέσεις για το μακρινό μέλλον.
Όμως, η κυβέρνηση φαίνεται να αντιμετωπίζει διαφορετικά τα θέματα ανάλογα με τις προτεραιότητές της. Για παράδειγμα, οι αμυντικές δαπάνες προχωρούν άμεσα, με αξιοποίηση της ρήτρας διαφυγής, ώστε να μην επιβαρυνθεί το έλλειμμα. Εκεί δεν υπήρξαν καθυστερήσεις ούτε μεταθέσεις στο μέλλον.
Η διαφορά είναι ξεκάθαρη: όταν υπάρχει πραγματική πρόθεση, οι λύσεις βρίσκονται. Όταν δεν υπάρχει, όλα μετατίθενται στο 2027. Η αναβολή όμως δεν είναι λύση – είναι ομολογία αποτυχίας. Και η κοινωνία ζητά απαντήσεις τώρα, όχι σε δυο χρόνια.