
Η Meta κερδίζει δισεκατομμύρια από διαφημίσεις που πολλοί θεωρούν απάτη, και τα ίδια της τα έγγραφα το αποδεικνύουν.
Εσωτερικές αναφορές δείχνουν ότι περίπου το 10% των εσόδων της για το 2024, δηλαδή 16 δισεκατομμύρια δολάρια, προέρχονται από περιεχόμενο που περιλαμβάνει απάτες, παραπλανητικά προϊόντα ή απαγορευμένες υπηρεσίες.
Κάθε μέρα, οι πλατφόρμες Facebook, Instagram και WhatsApp προβάλλουν περίπου 15 δισεκατομμύρια «υψηλού κινδύνου» διαφημίσεις, από τις οποίες η εταιρεία εισπράττει 7 δισεκατομμύρια τον χρόνο.
Τα εσωτερικά συστήματα της Meta εντοπίζουν ύποπτους διαφημιστές, αλλά δεν τους αποκλείουν άμεσα. Μόνο όταν υπάρχει 95% βεβαιότητα ότι πρόκειται για απατεώνα, η διαφήμιση αφαιρείται. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι διαφημιστές πληρώνουν ακριβότερα πακέτα, μέσω του μηχανισμού «ποινή υποβολής προσφορών».
Η προσωποποίηση των διαφημίσεων ενισχύει τον φαύλο κύκλο: όσοι χρήστες κάνουν κλικ σε ύποπτες διαφημίσεις βλέπουν ακόμα περισσότερες.
Η εταιρεία ενσωματώνει αυτά τα «παραβατικά έσοδα» στον οικονομικό της σχεδιασμό. Αν και τα πρόστιμα από ρυθμιστικές αρχές ενδέχεται να φτάσουν το 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως, η Meta εκτιμά ότι παραμένουν μικρότερα από τα κέρδη της.
Στόχος της είναι να μειώσει σταδιακά τα ποσοστά των παραβατικών διαφημίσεων από 10,1% το 2024 σε 5,8% το 2027, όχι για ηθικούς λόγους, αλλά για να μη διακυβευθεί η κερδοφορία.
Εσωτερικά memos αποκαλύπτουν μια ξεκάθαρη λογική: «Αν δεν μπορούμε να τους διώξουμε, ας πληρώσουν ακριβότερα».
Η Meta δεν είναι απλώς θεατής, αλλά μέρος της συγκεκριμένης οικονομίας της απάτης. Σε έναν ψηφιακό κόσμο όπου οι χρήστες είναι προϊόν, η διαδικτυακή απάτη δεν αποτελεί παραφωνία, αλλά γραμμή εσόδων – και όσο το ρυθμιστικό πλαίσιο παραμένει αδύναμο, αυτό το σύστημα θα συνεχίσει να αποφέρει κέρδη.