Τις χαρακτήρισε ως «από τις σημαντικότερες στην αρχαιολογική ιστορία του Αμαζονίου τα τελευταία χρόνια».
Το περιεχόμενο των τεφροδόχων, μπορεί να συνδέεται με ταφικά έθιμα και τελετουργικά αλλά και με διατροφικές πρακτικές. Η αρχική ανάλυση, υποδηλώνει ότι τα αντικείμενα κατασκευάστηκαν με τη χρήση διαφόρων τεχνικών κεραμικής, μαρτυρώντας μια πολυπολιτισμική κοινωνία, χαμένη από χρόνια και άγνωστη έως σήμερα.
Οι αρχαιολόγοι, προς έκπληξή τους, ανακάλυψαν ότι είχε χρησιμοποιηθεί πράσινος πηλός, ο οποίος είναι εξαιρετικά σπάνιος, ενώ έχει ταυτοποιηθεί σε άλλα σημεία στην περιοχή Άλτο Σολιμόες.
Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να είναι άγνωστο αν οι τεφροδόχοι συνδέονται με καμιά κεραμική παράδοση προ – Κολομβιανού πολιτισμού, για παράδειγμα η «Amazonian Polychrome», μια παραδοσιακή καλλιτεχνική και κεραμική τεχνική των αυτοχθόνων πολιτισμών της Αμαζονίας, που χαρακτηρίζεται από την πλούσια χρωματική διακόσμηση στα κεραμικά σκεύη.
Αυτή η τέχνη συναντάται ιδιαίτερα στις περιοχές του τροπικού δάσους του Αμαζονίου, όπου διαφορετικές φυλές έχουν αναπτύξει μοναδικά στυλ και μοτίβα.
Περιγράφοντας το σημείο της ανακάλυψης, ο ερευνητής Márcio Amaral είπε: «Τα τεχνητά αυτά νησιά, είναι υπερυψωμένες αρχαιολογικές δομές σε πλημμυρικές πεδιάδες, το υλικό των οποίων έχει απομακρυνθεί από άλλες περιοχές και έχει αναμιχθεί με κεραμικά θραύσματα, τα οποία προστέθηκαν σκόπιμα, για επιπλέον υποστήριξη. Είναι μια σημαντική μηχανική τεχνική των αυτοχθόνων που μαρτυρά την αποτελεσματική διαχείριση της γης και πληθυσμιακή πυκνότητα στο παρελθόν».
Η έρευνα διεξάγεται με τη βοήθεια της παραποτάμιας κοινότητας του São Lázaro, οι οποίοι καθοδηγούν τους επιστήμονες στο σημείο, στο οποίο μπορούν να φτάσουν μόνο μέσα από θαλάσσιες διαδρομές.
Η Holanda πρόσθεσε: «Είναι μια επανασύνδεση με τους προγονικούς τρόπους ζωής, οι οποίες άντεξαν μέχρι σήμερα, μέσα από τις παραδοσιακές γνώσεις του δάσους. Έχουν όγκο, δεν έχουν κεραμικά κλείστρα, κάτι που μπορεί να μαρτυρά πως, ήταν ήδη σφραγισμένα με την οργανική ύλη που αργότερα αποσυντέθηκε».
Μετά την ανακάλυψή τους, τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν στα κεντρικά Τεφέ, έδρα του Ινστιτούτου Mamirauá που απέχει 12 ώρες με πλωτό.
Η ανακάλυψη αυτή βοηθά επίσης να εξηγηθεί πώς οι αρχαίοι λαοί αξιοποιούσαν τις περιοχές των πλημμυρικών πεδιάδων, σύμφωνα με το τοπικό μέσο ενημέρωσης Metropoles.
Οι αρχαιολόγοι ανέκαθεν, θεωρούσαν αυτές τις περιοχές προσωρινές εγκαταστάσεις, όμως τα νέα ευρήματα υποδηλώνουν, πως στην πλημμυρισμένη περιοχή, ενδέχεται να υπήρχαν μόνιμα εγκατεστημένοι κάτοικοι.