Η 2η Σμηναρχία Δίωξης της Αμερικανικής Αεροπορικής Υπηρεσίας Στρατού δημιουργήθηκε στη Γαλλία τον Ιούνιο του 1918 και περιελάμβανε την 13η, την 22η, την 103 και της 139 Μοίρα Δίωξης.

Διοικητής της ήταν ο ταγματάρχης Ντέηβενπορτ Τζόνσον. Ορισμένοι πιλότοι της είχαν ήδη υπηρετήσει σε γαλλικές μοίρες δίωξης, όπως ο λοχαγός Τσαρλς Μπιντλ της 103 Μοίρας, ο οποίος είχε ήδη τρεις καταρρίψεις στο ενεργητικό του και ο υπολοχαγός Ντέηβιντ Πάτναμ της 139 Μοίρας Δίωξης, με εννέα καταρρίψεις από τη θητεία του στη γαλλική Μοίρα MS156 και στη Μοίρα Δίωξης SPA 38.

Ο Πάτναμ ήταν ήδη βετεράνος, αφού υπηρετούσε σε μάχιμη θέση στη Γαλλική Αεροπορία Στρατού από τα μέσα του 1916, έχοντας καταταγεί στο Αεροπορικό Σώμα «Λαφαγιέτ». Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1918 προήχθη σε λοχαγό και τοποθετήθηκε ως διοικητής της 139 Μοίρας σε ηλικία μόλις 19 ετών!

Η 139 Μοίρα της 2ης Σμηναρχίας είχε δημιουργηθεί στη βάση Κέλυ του Τέξας στις 21 Σεπτεμβρίου1917 με διοικητή τον ταγματάρχη Λώρενς Άνγκστρομ και μεταφέρθηκε στην Αγγλία στις 5 Μαρτίου 1918. Τον Μάιο του ίδιου έτους μεταφέρθηκε στη βάση της στο Βωκουλέρ της Γαλλίας.

Εκτός από τον βετεράνο υπολοχαγό Πάτναμ, διέθετε στις τάξεις της πιλότους όπως οι λοχαγοί Ρέη Μπρίγκμαν και Ντάντλευ Χιλ, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στη Μοίρα «Λαφαγιέτ». Η 139 Μοίρα, όπως και η 103 Μοίρα Δίωξης της Αμερικανικής Αεροπορικής Υπηρεσίας, αρχικά ήταν εξοπλισμένη με γαλλικά μαχητικά SPAD VII.

Οι πιλότοι της 2ης Σμηναρχίας Δίωξης παρέλαβαν στα μέσα Ιουνίου τα νέα διπλάνα SPAD XIIΙ της Societe Pour L’Aviation et ses Derives (απ’ όπου προέρχεται το ακρωνύμιο SPAD), τα οποία το αμερικανικό Υπουργείο Πολέμου είχε αγοράσει από τη γαλλική κυβέρνηση. Παρέλαβαν επίσης μερικά SPAD Vll, τα οποία αντικαταστάθηκαν από SPAD ΧΙΙΙ στα τέλη lουλίου.

Το SPAD ΧΙΙΙ έφερε κινητήρα Hispano-Suiza ισχύος 200 hp, είχε μέγιστη ταχύτητα 208 χλμ./ώρα και μπορούσε να ανέλθει σε ύψος 7.360 μέτρων. Ήταν ένα στιβαρό και αξιόπιστο αεροπλάνο, το οποίο μπορούσε να δεχθεί μεγάλο αριθμό πληγμάτων στην άτρακτο χωρίς να καταρριφθεί. Έφερε ως οπλισμό δύο πολυβόλα Vickers των 0,303 ιντσών. Το μόνο μειονέκτημά του ήταν το ότι υστερούσε σε ταχύτητα ανόδου έναντι των γερμανικών μαχητικών Fokker D.V, γεγονός που θα διαπίστωναν οι πιλότοι της Σμηναρχίας κατά τους επόμενους μήνες.

Οι επιχειρήσεις της περιόδου Ιουνίου-Αυγούστου 1918

Ένας από τους νέους πιλότους της 139 Μοίρας της 2ης Σμηναρχίας Δίωξης ήταν ο υπολοχαγός Άρθουρ Ρέημοντ Μπρουκς, ο οποίος είχε γεννηθεί στο Φρέημιγχαμ της Μασαχουσέτης και είχε φοιτήσει στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) πριν καταταγεί στο σώμα τον Σεπτέμβριο του 1917.

Ο συγκεκριμένος αξιωματικός απέκτησε πολύτιμη πείρα ως παραστάτης του άσσου υπολοχαγού Ντέηβιντ Πάτναμ, από τον οποίο διδάχθηκε τακτικές αναχαίτισης τους καλοκαιρινούς μήνες του 1918.

Στις 30 Ιουνίου ο υπολοχαγός Πάτναμ πραγματοποίησε μαζί με τους υπολοχαγούς Χένρυ Μακ Κλιουρ και Άρθουρ Μπρουκς πτήση εξοικείωσης με αεροπλάνα SPAD Vll, στον τομέα του Σεν Μιχιέλ του γαλλογερμανικού μετώπου. Ο Μπρουκς εντόπισε ένα γερμανικό αναγνωριστικό Rumpler στην περιοχή Βιεβίλ-αν-Χαϋ σε ύψος 4.500 μέτρων.

Ο Πάτναμ πραγματοποίησε αμέσως βύθιση και αναχαίτισε τον αντίπαλο, ενώ ο Μπρουκς έβαλε με τα πολυβόλα του κατά του Γερμανού παρατηρητή, χωρίς αποτέλεσμα. Το πυρ του Πάτναμ όμως διέλυσε το γερμανικό αεροπλάνο και ο Μπρουκς πέταξε μέσα από τα αιωρούμενα συντρίμμια του. Το ίδιο βράδυ οι πιλότοι της 139 Μοίρας εόρτασαν την 10η κατάρριψη του υπολοχαγού Πάτναμ.

Ο τομέας του Σεν Μιχιέλ ήταν σχετικά ήσυχος και ο διοικητής της 139 Μοίρας, ταγματάρχης Άνγκστρομ έκρινε πως έπρεπε να πραγματοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερες πτήσεις εξοικείωσης των νέων πιλότων της μονάδας, ώστε να αποκτήσουν πείρα σε συνθήκες μάχης.

Στις 31 lουνίου τρία γερμανικά μαχητικά Pfalz D.III αναχαιτίσθηκαν από τον υπολοχαγό Πάτναμ και αμέσως υποχώρησαν προς τις γερμανικές γραμμές, με σκοπό να προσελκύσουν προς εκείνη την κατεύθυνση τον Αμερικανό.

Τα πολυβόλα του παραστάτη του Πάτναμ, υπολοχαγού Μπρουκς, υπέστησαν εμπλοκή ενώ δύο γερμανικά μαχητικά τον κατεδίωκαν, αυτός ωστόσο κατόρθωσε να απεμπλακεί και να επιστρέψει στη βάση του.

Ο Πάτναμ καταδιώχθηκε από το τρίτο γερμανικό μαχητικό. Αν και το αμερικανικό αεροπλάνο ήταν διάτρητο από βολίδες, με αποτέλεσμα να χάνει και καύσιμο, διέφυγε και επέστρεψε σώο στη βάση του. Ο υπολοχαγός Μπρουκς ήταν φανερά κλονισμένος από το επεισόδιο.

Τρεις ημέρες αργότερα οι Πάτναμ και Μπρουκς συνάντησαν πάλι δύο γερμανικά μαχητικά στην περιοχή του Φλερύ, πλησίον του Σεν Μιχιέλ. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε και τρίτο γερμανικό μαχητικό. Καθώς οι Αμερικανοί πλησίασαν, οι Γερμανοί πραγματοποίησαν απότομη αριστερή στροφή και προσπάθησαν να απομακρυνθούν. Ο Πάτναμ συνέχισε την πορεία του και αναχαίτισε το δεύτερο στον σχηματισμό γερμανικό μαχητικό, ενώ ο Μπρουκς αναχαίτισε το πρώτο.

Το γερμανικό αεροπλάνο πραγματοποίησε απότομη αριστερή στροφή και βύθιση και ο Μπρουκς το ακολούθησε. Από απόσταση 300 μέτρων δέχθηκε πλήγματα από τα πολυβόλα του Μπρουκς και έπεσε σε περιδίνηση. Τη στιγμή εκείνη ο υπολοχαγός συνειδητοποίησε πως το τρίτο γερμανικό μαχητικό είχε λάβει θέση πίσω του και έβαλλε εναντίον του. Έστριψε απότομα και βρέθηκε πίσω από το αεροπλάνο του διώκτη του. Πριν όμως προλάβει να το πλήξει αυτό εξαφανίστηκε μέσα στα πυκνά σύννεφα.

Ο Μπρουκς διαπίστωσε πως το αεροπλάνο του Πάτναμ είχε εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Φοβούμενος το χειρότερο, επέστρεψε στη βάση του. Εκεί τον περίμενε ο Πάτναμ, ο οποίος είχε αναγκαστεί να διακόψει την αερομαχία λόγω εμπλοκής των πολυβόλων του.

Δύο ημέρες αργότερα ήλθε η επιβεβαίωση της πρώτης κατάρριψης του υπολοχαγού Μπρουκς, ο οποίος στις 16 Αυγούστου θα ανελάμβανε τη διοίκηση του Σμήνους C της 22ης Μοίρας και θα πραγματοποιούσε κατά τη διάρκεια του πολέμου άλλες πέντε επιβεβαιωμένες καταρρίψεις με αεροπλάνο SPAD ΧΙΙΙ.

Οι αερομαχίες εντείνονται

Στις 11 Ιουλίου οι υπολοχαγοί Έντγκαρ Γκάρντνερ Τόμπιν και Γιουτζήν Τζόουνς της 103 Μοίρας Δίωξης αναχαίτισαν ένα διθέσιο γερμανικό αναγνωριστικό ανατολικά του Θιακούρ. Ο Τόμπιν πραγματοποίησε επίθεση από τα νώτα, ενώ ο Τζόουνς το έπληξε πλευρικά και το αναγνωριστικό συνετρίβη στο έδαφος.

Να σημειωθεί ότι η 103 Μοίρα Δίωξης της Αμερικανικής Αεροπορικής Υπηρεσίας είχε δημιουργηθεί τον Φεβρουάριο του 1918 από την περίφημη Μοίρα SPA 124 της Γαλλικής Αεροπορίας Στρατού, η οποία ήταν περισσότερο γνωστή ως Μοίρα «Λαφαγιέτ». Πριν η μονάδα ενταχθεί στη 2η Σμηναρχία Δίωξης, είχε συμμετάσχει σε αποστολές ενταγμένη στη γαλλική 21η Σμηναρχία Δίωξης (Groupe de Combat 21) στην περιοχή της Ρεμς και στη Φλάνδρα.

Στις 16 lουλίου 1918 ο υπολοχαγός Τόμπιν, ως διοικητής σχηματισμού δύο αμερικανικών μαχητικών, αιφνιδίασε σχηματισμό έξι γερμανικών μαχητικών Pfalz D.III στην περιοχή του Βιλνέβ-αν-Χαϋ.

Πραγματοποιώντας ταχεία βύθιση, έπληξε αρχικά το τελευταίο στον σχηματισμό γερμανικό αεροπλάνο, το οποίο βγάζοντας μαύρο καπνό από τον κινητήρα τέθηκε εκτός ελέγχου και κατευθύνθηκε προς το έδαφος.

Συνεχίζοντας την πορεία του ο υπολοχαγός έπληξε ένα ακόμα γερμανικό μαχητικό, το οποίο έπεσε σε περιδίνηση. Ο παραστάτης του έθεσε εκτός ελέγχου έναν τρίτο αντίπαλο. Μετά την επιστροφή των Αμερικανών αεροπόρων στη βάση τους, έγινε επιβεβαίωση μόνο της μιας κατάρριψης και ο υπολοχαγός Τόμπιν προτάθηκε για τον Σταυρό των Διακεκριμένων Υπηρεσιών.

Στις 29 Ιουλίου ο υπολοχαγός Μπρουκς (139 Μοίρα), πραγματοποιώντας περιπολία και έχοντας το πλεονέκτημα του ύψους, αναχαίτισε και κατέρριψε ένα μαχητικό Pfalz D.llla. Την ίδια ημέρα ο παλαιός διοικητής της 103 Μοίρας, ταγματάρχης Ουίλιαμ Θω, ο οποίος ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Μοίρας «Λαφαγιέτ» και είχε συμμετάσχει στις αερομαχίες του Βερντέν και του Σομ, τοποθετήθηκε ως διοικητής της 3ης Σμηναρχίας Δίωξης της Αμερικανικής Αεροπορικής Υπηρεσίας.

Με αίτημά του η 103 Μοίρα  εντάχθηκε στην 3η Σμηναρχία και σε αντικατάστασή της στις 6 Αυγούστου η 2η Σμηναρχία έλαβε την 49η Μοίρα της 3ης Σμηναρχίας.

Στις αρχές Αυγούστου και ενώ οι αμερικανικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για τη μεγάλη επίθεση που θα εξαπέλυαν στον τομέα του Σεν Μιχιέλ, ο λοχαγός Τσαρλς Μπιντλ ανέλαβε τη διοίκηση της 13ης Μοίρας Δίωξης της 2ης Σμηναρχίας.

Ο Μπιντλ ήταν απόφοιτος του Πανεπιστημίου Πρίνστον και της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Ενταγμένος σε γαλλική μοίρα δίωξης, είχε ήδη πραγματοποιήσει τρεις καταρρίψεις. Είχε προαχθεί στον βαθμό του λοχαγού τον Νοέμβριο του 1917. Αν και κατά τη διάρκεια του πολέμου πραγματοποίησε μόνον οκτώ επιβεβαιωμένες καταρρίψεις, θεωρείτο ένας από τους πλέον ικανούς διοικητές μοίρας της Αμερικανικής Αεροπορικής Υπηρεσίας, διότι μεριμνούσε για τις ανάγκες των πιλότων του και φρόντιζε για την εξύψωση του ηθικού τους.

Ο Μπιντλ διαπίστωσε πως οι πιλότοι του ανυπομονούσαν να εμπλακούν σε αερομαχίες λόγω παράτολμου θάρρους, αν και η πλειοψηφία τους διέθετε ικανοποιητικό επίπεδο εκπαίδευσης. Τόνισε στους άνδρες τη σπουδαιότητα του ομαδικού πνεύματος, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Θα πρέπει να αποθαρρύνονται όσοι προσπαθούν να αναχαιτίσουν τους αντιπάλους μόνοι τους σε βάρος των υπολοίπων πιλότων του σχηματισμού. Πιλότος ο οποίος θα αποσπασθεί από τον σχηματισμό για να αναχαιτίσει αντίπαλο αεροπλάνο, θα τιμωρείται με απαγόρευση συμμετοχής σε αποστολή για δύο εβδομάδες και στέρηση εξόδου. Εάν υποπέσει στο ίδιο παράπτωμα για δεύτερη φορά, ο πιλότος αυτός θα σταλεί στα μετόπισθεν».

Την 1η Αυγούστου 1918 ο λοχαγός Μπιντλ και οι υπολοχαγοί Χάρυ Φρήμαν, Τζων Σήρλεη και Ουίλιαμ Στόβαλ αναχαίτισαν πέντε γερμανικά μαχητικά Albatros. Κατά τη διάρκεια της συγκεχυμένης αερομαχίας τα πολυβόλα του Μπιντλ υπέστησαν εμπλοκή και τελικά αυτός, έπειτα από απεγνωσμένες προσπάθειες, κατόρθωσε να θέσει σε λειτουργία μόνο το ένα.

Το αεροπλάνο του ήταν διάτρητο από βολίδες γερμανικών πολυβόλων, όμως κατόρθωσε να απεμπλακεί με επιτυχία. Οι Αμερικανοί πιλότοι επέστρεψαν στη βάση τους χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τον αριθμό των αεροπλάνων που είχαν καταρρίψει.

Την επομένη έφτασε αναφορά από σταθμό επίγειας παρατήρησης που επιβεβαίωνε την κατάρριψη δύο γερμανικών αεροπλάνων. Οι καταρρίψεις αυτές πιστώθηκαν σε  όλους τους πιλότους του σχηματισμού και ήταν οι πρώτες δύο της 13ης Μοίρας. Την ίδια ημέρα ο υπολοχαγός Τόμπιν κατέρριψε ένα διθέσιο αναγνωριστικό, ενώ στις 10 του μήνα αναχαίτισε ένα μαχητικό Fokker D.VII το οποίο είχε ως πιλότο τον επιλοχία Χέρμπερτ Κοχ της 64ης Μοίρας.

Το γερμανικό αεροπλάνο είχε κατέβει σε ύψος 100 μέτρων και πραγματοποίησε ελιγμούς διαφυγής αλλά ο υπολοχαγός Τόμπιν το ακολούθησε ευρισκόμενος συνεχώς πίσω του και πυροβολώντας.

Τελικά το Fokker τέθηκε εκτός ελέγχου και συνετρίβη στο έδαφος φονεύοντας τον χειριστή του. Επρόκειτο για το πρώτο του τύπου που έπεσε θύμα των αεροπόρων της 2ης Σμηναρχίας, όχι όμως και για το τελευταίο. Ο υπολοχαγός Τόμπιν είχε γίνει η «Νέμεση» της Γερμανικής Αεροπορίας.

Στις 11 Αυγούστου ηγήθηκε σχηματισμού αεροπλάνων των υπολοχαγών Τζωρτζ Φέρλοου και Βαν Ουίνκλ Τοντ, οι οποίοι αναχαίτισαν δύο διθέσια αναγνωριστικά Albatros τα οποία συνοδεύονταν από ένα μαχητικό Fokker D.V. Ένα από τα αναγνωριστικά υπέκυψε στα συνδυασμένα πυρά των τριών Αμερικανών και συνετρίβη πλησίον του Φλιρύ.

Ο υπολοχαγός Τοντ προσπάθησε να πλήξει το δεύτερο αναγνωριστικό αλλά δέχθηκε επίθεση από το αντίπαλο μαχητικό. Το αεροπλάνο του επλήγη στον κινητήρα και πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση πλησίον του Εβενίν, όπου ο υπολοχαγός Τοντ συνελήφθη αιχμάλωτος από γερμανική περίπολο.

Για τον υπολοχαγό Φέρλοου, ο οποίος είχε ενταχθεί στην 103 Μοίρα μόλις στις 25 Ιουλίου, αυτή ήταν η πρώτη από τις πέντε καταρρίψεις που θα πραγματοποιούσε κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Οι αναχαιτίσεις στις οποίες λάμβαναν μέρος οι πιλότοι της 2ης Σμηναρχίας σταδιακά αυξήθηκαν σε αριθμό και συχνότητα. Στις 15 Αυγούστου ο ακατάβλητος υπολοχαγός Πάτναμ κατέρριψε ένα μαχητικό Fokker DVII και στις 22 του μήνα ένα Rumpler.

Στις 16 Αυγούστου, στις έξι το πρωί, ο λοχαγός Τσαρλς Μπιντλ εντόπισε ένα διθέσιο αναγνωριστικό Rumpler C.IV το οποίο πετούσε στο ύψος των 4.500 μέτρων, πιθανώς για να εξοικονομήσει καύσιμα.

Τα αμερικανικά αντιαεροπορικά είχαν ήδη αρχίσει να βάλλουν κατά του γερμανικού αναγνωριστικού. Ο Μπιντλ πραγματοποίησε μια ριψοκίνδυνη βύθιση και έπληξε τον αντίπαλο στην άνω πτέρυγα, τραυματίζοντας τον παρατηρητή, υπολοχαγό Μαξ Γκρόσελ, καθώς και τον πιλότο, επιλοχία Γιόχαν Φίσερ, του 46ου Β Αποσπάσματος Αναγνώρισης (το Β σήμαινε πως η συγκεκριμένη μονάδα αποτελείτο από Βαυαρούς πιλότους).

Το γερμανικό αεροπλάνο πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση στην περιοχή Μπαρξιέρ-ο-Νταμ. Ήταν η πέμπτη κατάρριψη του λοχαγού Μπιντλ, με την οποία εισήλθε στις τάξεις των άσων.

Οι επιχειρήσεις της περιόδου Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 1918

Η πρώτη κατάρριψη της 22ης Μοίρας της 2ης Σμηναρχίας Δίωξης πραγματοποιήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1918, όταν ο υπολοχαγός Άρθουρ Μπρουκς, ο οποίος είχε μετατεθεί από την 139 Μοίρα, έπληξε ένα γερμανικό αναγνωριστικό Rumpler στην περιοχή της Αρμακούρ.

Δύο ημέρες αργότερα, σε περιπολία μαζί με τους υπολοχαγούς Φρανκ Τύνταλ και Κλίντον Τζόουνς τζούνιορ, εντόπισε ένα αμερικανικό αερόστατο του 10ου Λόχου Αεροστάτων να φλέγεται έπειτα από την επίθεση που είχε δεχθεί από ένα μαχητικό Fokker D.VII.

Οι τρεις Αμερικανοί αεροπόροι κατεδίωξαν το γερμανικό αεροπλάνο και το υποχρέωσαν να προσγειωθεί εντός των γερμανικών γραμμών τραυματίζοντας τον πιλότο του, τον ανθυπασπιστή Άλμπερτ Μπάγερ, της 64ης Μοίρας W (το W σήμαινε πως η μονάδα αποτελείτο στην πλειοψηφία της από προσωπικό που καταγόταν από το κρατίδιο της Βυρτεμβέργης).

Μετά τις καταρρίψεις αυτές ο υπολοχαγός Μπρουκς σχεδίασε το έμβλημα της 22ης Μοίρας Δίωξης, που απεικόνιζε έναν διάττοντα αστέρα και το έφεραν στην άτρακτο όλα τα αεροπλάνα της μονάδας.

Ένας από τους ανερχόμενους άσσους της μοίρας ήταν ο 26χρονος υπολοχαγός Κλίντον Τζόουνς, ενώ κανένας δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στον υπολοχαγό Ζακ Μάικλ Σουάμπ, ο οποίος θα αναδεικνυόταν ως κορυφαίος άσσος της 2ης Σμηναρχίας και αρχικά φαινόταν σαν ένας εξαιρετικά άτυχος και αδέξιος πιλότος!

Ο Σουάμπ προερχόταν από εύπορη οικογένεια και είχε γεννηθεί στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνιας.

Στην αεροπορική σχολή του Αμερικανικού Στρατού στο Ισουντέν της Γαλλίας κατέστρεψε δύο εκπαιδευτικά αεροπλάνα λόγω αδέξιας προσγείωσης, με αποτέλεσμα ο διοικητής να διατάξει να σταλεί ο νεαρός υπολοχαγός εσπευσμένα σε μάχιμη μονάδα, φοβούμενος πως θα κατέστρεφε όλα τα εκπαιδευτικά αεροπλάνα της σχολής!

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1918, ο Σουάμπ δίστασε να πραγματοποιήσει κατακόρυφη άνοδο με το αεροπλάνο του, φοβούμενος το ενδεχόμενο παύσης λειτουργίας του κινητήρα και λησμονώντας πως το αεροπλάνο SPAD XIII ήταν περισσότερο ανθεκτικό σε μεγάλα ύψη από το μαχητικό Nieuport XII με το οποίο είχε εκπαιδευτεί.

Καθώς ετοιμαζόταν να προσγειωθεί σε μια αεροπορική βάση, λίγο έλειψε να συγκρουστεί με ένα αεροπλάνο, το οποίο απογειωνόταν εκείνη την ώρα. Ο υπολοχαγός συνειδητοποίησε πως το «άγνωστο» αεροπλάνο έφερε μεγάλους γερμανικούς σταυρούς.

Ήταν ένα μαχητικό Fokker D. VII. Ο Αμερικανός είχε παρεκκλίνει από την πορεία του λόγω του δυνατού ανέμου και ετοιμαζόταν να προσγειωθεί σε γερμανική βάση!

Συνερχόμενος από την έκπληξή του, έβαλε με τα πολυβόλα του κατά του γερμανικού μαχητικού, το οποίο τυλίχθηκε στις φλόγες. Σχεδόν ταυτόχρονα αντελήφθη πως είχε περικυκλωθεί από δέκα γερμανικά μαχητικά.

Έπληξε το πρώτο στον σχηματισμό και αυτό έπεσε σε περιδίνηση. Ακολούθως έπληξε άλλο ένα μαχητικό και αμέσως μετά προσπάθησε να καταφύγει μέσα σε ένα πυκνό σύννεφο, ενώ τα γερμανικά αεροπλάνα τον κατεδίωκαν βάλλοντας συνεχώς.

Ο Σουάμπ κατάφερε τελικά να επιστρέψει στη βάση του. Μάρτυρες των τριών καταρρίψεών του ήταν οι χειριστές σχηματισμού βομβαρδιστικών Breguet 14 B2, τα οποία επέστρεφαν από αποστολή. Όταν ο συνάδελφός του, υπολοχαγός Τέμπλετον Τζόυς, ζήτησε λεπτομέρειες για το συμβάν, ο Σουάμπ απάντησε: «Όπως γνωρίζεις Τεμπ, δεν έχω ιδέα από αεροπλάνα. Όταν αυτοί οι αχρείοι έβαλλαν εναντίον μου, εγώ βρισκόμουν πάντοτε εκτός της πορείας των γερμανικών βολίδων επειδή πετούσα σε τεθλασμένη γραμμή».

Κατά την πρώτη μεγάλη χερσαία επίθεση των Αμερικανών στον θύλακα του Σεν Μιχιέλ, επικράτησαν σφοδρές βροχοπτώσεις και δυνατοί άνεμοι οι οποίοι ανέστειλαν τις αεροπορικές επιχειρήσεις.

Στις 12 Σεπτεμβρίου όμως οι καιρικές συνθήκες βελτιώθηκαν και στις εξήμισι το απόγευμα ο υπολοχαγός Ντέηβιντ Πάτναμ αναχαίτισε σχηματισμό οκτώ μαχητικών Fokker D.VII και κατέρριψε ένα από αυτά.

Αυτή ήταν η 13η και τελευταία νίκη του. Επιστρέφοντας στη βάση του, διέκρινε σχηματισμό επτά γερμανικών μαχητικών τα οποία είχαν επιτεθεί σε ένα βομβαρδιστικό Breguet 14 στην περιοχή του Λιμύ.

Πραγματοποίησε ταχεία βύθιση και επιτέθηκε εναντίον τους. Με την ενέργειά του αυτή έσωσε μεν το γαλλικό βομβαρδιστικό αλλά δέχθηκε δύο βολίδες στην καρδιά και συνετρίβη σε έναν αγρό με παπαρούνες.

Ο Γερμανός που πιστώθηκε με την κατάρριψη του υπολοχαγού Πάτναμ ήταν ο υπολοχαγός Γκέοργκ φον Χάντελμαν άσσος της 15ης Μοίρας, ο οποίος είχε την ίδια ηλικία με το θύμα του: ήταν 19 ετών.

Στις 13 Σεπτεμβρίου, σε σφοδρή αερομαχία διάρκειας μιας ώρας, οι υπολοχαγοί Τζων Σήρλεη, Τζων Ντίκενσον Λέστε, Φρανκ Χέης, Ρομπ Κόνβερς και Ντέηβιντ Χάου της 13ης Μοίρας Δίωξης πιστώθηκαν από κοινού με την κατάρριψη τριών γερμανικών μαχητικών Fokker D.VII στην περιοχή του Σαμπλέ.

Το απόγευμα της 14ης Σεπτεμβρίου, ο υπολοχαγός Ρέη Μπρουκς της 22ης Μοίρας Δίωξης ήταν επικεφαλής του Σμήνους C, το οποίο πραγματοποιούσε αποστολή συνοδείας αμερικανικών αναγνωριστικών αεροπλάνων Salmson 2Α2.

Τα αμερικανικά αεροπλάνα αναχαιτίσθηκαν από 12 γερμανικά μαχητικά Fokker τα οποία είχαν κόκκινο ρύγχος και ανήκαν στην 15η Μοίρα. Τρία κατερρίφθησαν σε διάστημα λίγων λεπτών. Δύο από αυτά πιστώθηκαν στον έφεδρο υπολοχαγό Γιοχάνες Κλάιν και το τρίτο στον υπολοχαγό Γκέοργκ φον Χάντελμαν.

Ο Μπρουκς ήταν μάρτυρας της πτώσης του αεροπλάνου του υπολοχαγού Φίλιπ Χάσινγκερ, το οποίο συνετρίβη φλεγόμενο, ενώ τα αεροπλάνα των υπολοχαγών Ρέημοντ Λιτλ και Άρθουρ Κίμπερ πραγματοποίησαν αναγκαστική προσγείωση εντός των αμερικανικών γραμμών. Το αεροπλάνο του Κίμπερ έφερε 70 οπές στην άτρακτο από βολίδες πολυβόλου!

Επί δέκα λεπτά ο Μπρουκς μαχόταν απεγνωσμένα με οκτώ γερμανικά μαχητικά, προσπαθώντας να καλύψει την υποχώρηση των συναδέλφων του. Το αεροπλάνο του επλήγη στο κάθετο σταθερό από το πολυβόλο του υπολοχαγού Κλάιν και συνετρίβη εντός των αμερικανικών γραμμών. Ο ίδιος εξήλθε από τα συντρίμμια του αεροπλάνου του με απλούς μώλωπες.

Οι πιλότοι της 22ης Μοίρας ήταν κατηφείς λόγω της απώλειας του υπολοχαγού Χάσινγκερ. Ο Μπρουκς πιστώθηκε με την κατάρριψη δύο γερμανικών μαχητικών και την πιθανή κατάρριψη άλλων δύο.

Χάρη στην επιμονή του, τις δύο αυτές καταρρίψεις πιστώθηκε και ο υπολοχαγός Χάσινγκερ. Για τη συγκεκριμένη πράξη του ο Μπρουκς έλαβε τον Σταυρό Διακεκριμένων Υπηρεσιών.

Η 14η Σεπτεμβρίου ήταν μια «μαύρη ημέρα» για την 13η Μοίρα. Σε αερομαχία σκοτώθηκε ο υπολοχαγός Τζωρτζ Κουλ, ενώ οι υπολοχαγοί Κόνβερς, Μπρόντυ και Ντριου υποχρεώθηκαν σε αναγκαστική προσγείωση και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.

Ο τελευταίος μάλιστα εισήχθη σε γερμανικό νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα και υπέστη ακρωτηριασμό στο αριστερό πόδι.

Δύο από τις καταρρίψεις αυτές πιστώθηκαν στον έφεδρο υπολοχαγό Χανς Μύλερ, ο οποίος κατά τη διάρκεια του πολέμου θα πραγματοποιούσε 12 καταρρίψεις, ενώ η τρίτη πιστώθηκε στον υπολοχαγό Γκύντερ φον Μπύρεν της 18ης Μοίρας.

Κατά τη διάρκεια της σφοδρής εκείνης σύγκρουσης οι υπολοχαγοί της 22ης Μοίρας Ρόμπερτ Στάιλς, Τζωρτζ Στάιβερς και Μάικλ Γκάθρι πιστώθηκαν από κοινού με δύο καταρρίψεις γερμανικών μαχητικών.

Τότε τραυματίσθηκε ελαφρά και ο Γερμανός άσσος υπολοχαγός Μπύρεν. Τα δυσάρεστα για τους Αμερικανούς πληροφορήθηκε ο διοικητής της 13ης Μοίρας, λοχαγός Μπιντλ, ο οποίος απέδωσε τις απώλειες των πιλότων του «στην τάση που έχουν, ιδίως οι νέοι πιλότοι, να αποσπώνται από τον σχηματισμό και να πραγματοποιούν επίθεση για να δρέψουν μόνοι τους τις δάφνες της νίκης».

Στις 15 Σεπτεμβρίου οι πιλότοι της 13ης Μοίρας εκδικήθηκαν για τις απώλειες τις προηγούμενης ημέρας καταρρίπτοντας δύο γερμανικά αεροπλάνα, τα οποία πιστώθηκαν στους υπολοχαγούς Λέητον Μπρούερ και Χανκ Στόθαλ, ενώ από μία κατάρριψη πραγματοποίησαν ο υπολοχαγός Γκάθρι και ένας «επισκέπτης» της μονάδας, ο διοικητής της αεροπορικής σχολής του Αμερικανικού Στρατού στο lσουντέν της Γαλλίας, ταγματάρχης Καρλ Άντριου Σπάατς.

Ο τελευταίος θα γινόταν περισσότερο γνωστός κατά τον Β΄ ΠΠ, ως αρχηγός της Στρατηγικής Διοίκησης Βομβαρδισμού στην Ευρώπη. Το 1946 ανέλαβε τη διοίκηση της Αμερικανικής Αεροπορίας Στρατού, ενώ το 1947 τοποθετήθηκε αρχηγός του Επιτελείου της Αμερικανικής Αεροπορίας.

Ο Σπάατς διετάχθη να υπηρετήσει επί τρεις εβδομάδες σε μάχιμη μονάδα για να αποκτήσει πείρα, έτσι βρέθηκε στις τάξεις των «Θεριστών» (η 13η Μοίρα έφερε το προσωνύμιο «Οι Θεριστές» – The Reapers). Την επομένη, 16 Σεπτεμβρίου, άρχισε η μεγάλη αμερικανική επίθεση στο δάσος της Αργκόν. Οι αμερικανικές δυνάμεις, επιχειρώντας σε έδαφος που ευνοούσε την άμυνα, αντιμετώπισαν σθεναρή αντίσταση από τους Γερμανούς της 5ης Στρατιάς.

Στις 26 Σεπτεμβρίου 1918, ο λοχαγός Μπιντλ ο οποίος ηγείτο σχηματισμού της 13ης Μοίρας, αναχαίτισε αριθμό γερμανικών μαχητικών. Κατέρριψε από κοινού με τους υπολοχαγούς Μπρούερ και Έηβερυ ένα Fokker D.VII, ενώ με άλλη μια κατάρριψη πιστώθηκαν από κοινού ο ταγματάρχης Καρλ Σπάατς και ο υπολοχαγός Χανκ Στόβαλ.

Δύο άλλοι Αμερικανοί πιλότοι, οι υπολοχαγοί Μπέρτζιν και Εβανς, πραγματοποίησαν αναγκαστική προσγείωση και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Το αεροπλάνο του ταγματάρχη Σπάατς καταδιώχθηκε από δύο γερμανικά μαχητικά. Πραγματοποίησε ελιγμούς διαφυγής, κατέβηκε χαμηλά και κατευθύνθηκε προς τις γερμανικές γραμμές. Σε βοήθεια του ταγματάρχη έσπευσε ο λοχαγός Μπιντλ, ο οποίος έπληξε με τα πολυβόλα του τον ένα από τους διώκτες του και τον υποχρέωσε σε αναγκαστική προσγείωση. Το δεύτερο γερμανικό μαχητικό τράπηκε σε φυγή.

Στις 10 Οκτωβρίου 1918, αεροπλάνα τριών Μοιρών της 1ης Σμηναρχίας Δίωξης ενεπλάκησαν σε σφοδρή αερομαχία και δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν την αποστολή τους, που ήταν η καταστροφή δύο εχθρικών αεροστάτων στην περιοχή της Ενκρεβίλ.

Την αποστολή της καταστροφής των γερμανικών αεροστάτων ανέλαβαν πιλότοι της 22ης Μοίρας Δίωξης της 2ης Σμηναρχίας. Στις 14.10 της επομένης οι Αμερικανοί πιλότοι διαπέρασαν το προστατευτικό «φράγμα» των γερμανικών μαχητικών και κατερχόμενοι σε ύψος μόλις 10 μέτρων έπληξαν τα γερμανικά αερόστατα στην περιοχή της Μπαγιονβίλ και προκάλεσαν την ανάφλεξή τους.

Με τις καταρρίψεις πιστώθηκε ο 22χρονος, υπολοχαγός Ρέμινγκτον Βέρναμ, ο οποίος είχε υπηρετήσει κατά τη διάρκεια του 1917 στη γαλλική Μοίρα Δίωξης SPA 96. Επρόκειτο για τη δεύτερη και την τρίτη κατάρριψη του Βέρναμ, στον οποίο απονεμήθηκε ο Σταυρός Διακεκριμένων Υπηρεσιών. Οκτώ ημέρες αργότερα ο ίδιος κατέρριψε ένα αναγνωριστικό RumpIer.

Στις 18 Οκτωβρίου, ο λοχαγός Μπιντλ και οι υπολοχαγοί Χανκ Στόβαλ και Στήβεν Έηβερυ κατέρριψαν από κοινού ένα μαχητικό Fokker στην περιοχή της Μπανθεβίλ. Επρόκειτο για την 8η και τελευταία κατάρριψη του λοχαγού Μπιντλ και την 6η του υπολοχαγού Στόβαλ.

Το πρωί της 23ης Οκτωβρίου, ο υπολοχαγός Σουάμπ εντόπισε ένα αμερικανικό αερόστατο του 7ου Λόχου Αεροστάτων να φλέγεται, έχοντας τιροσβληθεί από γερμανικό μαχητικό.

Κατεδίωξε το εχθρικό αεροπλάνο, το έπληξε στον κινητήρα και αυτό συνετρίβη φλεγόμενο στην περιοχή του Κλερζ. Ο Γερμανός πιλότος, υπολοχαγός Μαξ Νέτερ της 62ης Μοίρας, διασώθηκε. Επιστρέφοντας στη βάση του ο Αμερικανός υπολοχαγός αναχαίτισε ένα αναγνωριστικό RumpIer και το κατέρριψε.

Στις 27 Οκτωβρίου 1918, οι υπολοχαγοί Σουάμπ και Κλίντον Τζόουνς κατέρριψαν από κοινού ένα γερμανικό μαχητικό, ενώ αργότερα, κατά την ίδια αποστολή, ο Σουάμπ έθεσε εκτός ελέγχου ένα γερμανικό αναγνωριστικό DFW.

Την ίδια ημέρα ένας νέος πιλότος της 139 Μοίρας, ο υπολοχαγός Χάρολντ Χιούστον Τζωρτζ, προτάθηκε για τον Σταυρό Διακεκριμένων Υπηρεσιών, επειδή είχε αναχαιτίσει σχηματισμό τεσσάρων γερμανικών μαχητικών και είχε καταρρίψει δύο από αυτά στην περιοχή της Μπανθεβίλ.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, οι υπολοχαγοί Βέρναμ και Τύνταλ της 22ης Μοίρας Δίωξης κατέρριψαν ένα γερμανικό αναγνωριστικό DF CV, ενώ τρεις ώρες αργότερα οι Σουάμπ και Μπην πιστώθηκαν από κοινού με την κατάρριψη ενός γερμανικού αναγνωριστικού. Οι καταρρίψεις των Αμερικανών διαδέχονταν η μια την άλλη κατά τις φονικές αερομαχίες του προτελευταίου μήνα του πολέμου.

Στις 30 Οκτωβρίου, ο υπολοχαγός Κλίντον Τζόουνς έπληξε ένα γερμανικό μαχητικό, το οποίο έπεσε σε περιδίνηση. Σχεδόν ταυτόχρονα δέχθηκε επίθεση από τα νώτα από ένα δεύτερο γερμανικό μαχητικό. κατόρθωσε να διαφύγει με την άτρακτο του αεροπλάνου του διάτρητη από 27 γερμανικές βολίδες!

Κατά την ίδια αερομαχία ο υπολοχαγός Μπην βρήκε τον θάνατο, όταν το αεροπλάνο του κατερρίφθη από τον επιλοχία Ότο Κλάιμπερ. Ο άσσος υπολοχαγός Ρέμινγκτον Βέρναμ κατερρίφθη από τον υπολοχαγό Μπέρτλινγκ.

Αν και τραυματισμένος στο νεφρό, κατόρθωσε να προσγειωθεί. Νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού στο Λονγκί αλλά πέθανε από το τραύμα του την 1η Δεκεμβρίου 1918.

Στις 31 του μήνα ο υπολοχαγός Σουάμπ έπληξε ένα γερμανικό αεροπλάνο LVG, το οποίο εξερράγη στον αέρα, ανατολικά του Βερντέν. Οι καταρρίψεις του είχαν ανέλθει στις 10, καθιστώντας τον κορυφαίο άσσο της 22ης Μοίρας.

Η τελευταία κατάρριψη της 2ης Σμηναρχίας Δίωξης της Αμερικανικής Αεροπορικής Υπηρεσίας σημειώθηκε στις 5 Νοεμβρίου, όταν οι υπολοχαγοί Χάρολντ Τζωρτζ και Τζων Κουίν και ο ανθυπολοχαγός Τόμας Ας κατέρριψαν από κοινού ένα μαχητικό Fokker DVII της Luftstreitkrafte.

Στις 11 Νοεμβρίου 1918 οι πιλότοι της 2ης Σμηναρχίας ανέμεναν στους κοιτώνες τους την είδηση για την υπογραφή της ανακωχής. Στις 11 το πρωί τα πυροβόλα σίγησαν. Αρκετοί Αμερικανοί θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους έχοντας δοξαστεί στο πεδίο της μάχης. Ορισμένοι άλλοι όμως θα έμεναν για πάντα στο έδαφος της Γαλλίας, έχοντας θυσιαστεί κατά την εκτέλεση του καθήκοντος.