Πέντε δολοφονίες, δύο θύματα με αναπηρίες και τουλάχιστον πέντε ληστείες συνθέτουν το σκοτεινό παρελθόν του Δημήτρης Βακρινό

Παρά την εικόνα του ήσυχου ταξιτζή, ο ίδιος έχει αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στα εγκληματολογικά αρχεία της χώρας, καθώς εκτέλεσε ψυχρά θύματα για εξαιρετικά μικρές και ταπεινωτικές αφορμές.

">

Γεννημένος το 1963 σε φτωχή οικογένεια της Γορτυνίας, έζησε παιδική κακοποίηση και εγκατάλειψη. Δούλεψε ως βοσκός, εργάτης και αργότερα ταξιτζής. Έκανε δύο γάμους, και οι δύο σύντομοι και χωρίς παιδιά. Ήταν μοναχικός, απομονωμένος και βίαιος. Το 1992 θα σταματήσει να εργάζεται στα ναυπηγεία και θα αφοσιωθεί αποκλειστικά στο ταξί – αλλά και στο έγκλημα.

Η πρώτη του δολοφονία: Ένας φίλος που είπε τη λάθος κουβέντα

Ο Παναγιώτης Γαγλίας, πρώην κατάδικος, ήταν το πρώτο του θύμα. Μεθυσμένοι, μάλωσαν. Ο Βακρινός τον σκότωσε με σιδερολοστό ενώ κοιμόταν και πέταξε το πτώμα του σε ερημική περιοχή. Καθάρισε το σπίτι του μετά από μια εβδομάδα. «Μόνο στον πρώτο φόνο είχα εφιάλτες», είπε κυνικά.

Μια 25χρονη γυναίκα που μπήκε στο ταξί του για μια διαδρομή κατέληξε νεκρή. Όταν αρνήθηκε τη σεξουαλική του πρόταση, την περιέλουσε με βενζίνη και την έκαψε ζωντανή. «Φταίνε οι ορμόνες», είπε στους δημοσιογράφους – μια από τις πιο ανατριχιαστικές δηλώσεις στην ιστορία του ελληνικού εγκλήματος.

Η αρχή του τέλους: Η μαρτυρία που τον πρόδωσε

Στις 30 Μαΐου του 1996, ο Δημήτρης Βακρινός θα επιτεθεί στο σπίτι του Σεραφείμ Αγιαννίδη, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο που δεν προχώρησε προξενιό με μία κοπέλα, τη Λίτσα. «Έπρεπε να πεθάνει», δήλωσε αργότερα στους αστυνομικούς. Φορώντας κουκούλα, θα πάει στο σπίτι του στο Περιστέρι, θα πυροβολήσει κατά των αστυνομικών που έφτασαν επί τόπου και θα τραυματίσει έναν ένστολο και τον πατέρα του Αγιαννίδη. Από εκείνη τη στιγμή, η σύλληψή του γίνεται θέμα τιμής για την ΕΛ.ΑΣ.

Στην ομολογία του αναφέρει ψυχρά: «Σειρά είχε μια γυναίκα. Μια Λίτσα που μένει στο Χαϊδάρι. Πρώτα θα τη βίαζα και μετά θα την έδερνα μέχρι θανάτου». Η κοπέλα όμως δεν είχε ποτέ σχέση μαζί του. Ο πατέρας της δήλωσε πως απλώς του έλεγαν «καλημέρα».

Η ίδια δίδασκε μαθηματικά σε παιδιά και μόλις είχε παντρευτεί.

Η μαρτυρία μίας γειτόνισσας που τον είδε να φεύγει με ταξί από το σπίτι του Αγιαννίδη ήταν το νήμα που άρχισε να ξετυλίγεται. Οι αστυνομικοί άρχισαν να ερευνούν πιάτσες ταξί, ώσπου κάποιος υπέθεσε: «Κι αν δεν ήταν πελάτης; Κι αν ήταν ο ίδιος ταξιτζής;»

Η στιγμή της σύλληψης: Η μεγάλη αποκάλυψη στην ομολογία του και η αυτοκτονία

Στις 9 Απριλίου 1997, ενώ έτρωγε σε ταβέρνα της Νίκαιας, συλλαμβάνεται. Στην Ασφάλεια, όταν του λένε «πού είναι το 45άρι ρε μάγκα», δεν διστάζει να τα ομολογήσει όλα. Περιγράφει λεπτομέρειες, θυμάται αριθμούς πινακίδων, διευθύνσεις, πρόσωπα, ημερομηνίες. Τα εγκλήματά του σοκάρουν το πανελλήνιο.

Κατά την αναπαράσταση των εγκλημάτων, δεκάδες πολίτες συγκεντρώνονται και τον αποκαλούν «κοντοπίθαρο», «ποντικομαμή», «μαϊμού» και άλλα. Ο ίδιος απαντά: «Τι να πω; Είμαι ένα κτήνος. Μου αξίζει η εκτέλεση». Στην τελευταία του συνέντευξη λέει: «Ήθελα να εκδικηθώ όποιον με πρόσβαλλε. Θα πυροβολούσα και μυρμήγκι, αν με αδικούσε».

Στις 12 Μαΐου 1997, έναν μήνα μετά τη σύλληψή του, βρίσκεται κρεμασμένος στο κελί του με κορδόνια. Είχε τεθεί σε απομόνωση λόγω απειλών. Δεν άφησε σημείωμα. Η τελευταία του επισκέπτρια ήταν η αδερφή του. Της είπε να μην τον ξαναδεί και στη γυναίκα του είπε: «Θα σου υπογράψω το διαζύγιο. Εγώ είμαι χαμένος πια».

Στον Πειραιά, στο νεκροταφείο της Ανάστασης, γίνεται με δυσκολία η ταφή του. Αρχικά, οι ιερείς αρνήθηκαν λόγω αυτοκτονίας. Μόνο λίγοι συγγενείς παρευρίσκονται. Η σύζυγός του δεν αντάλλαξε ούτε λέξη με την οικογένειά του.