Ο Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ (Edgar Rice Burroughs, 1 Σεπτεμβρίου 1875 – 19 Μαρτίου 1950) ήταν Αμερικανός συγγραφέας που έμεινε στην ιστορία ως ο δημιουργός του θρυλικού Ταρζάν, του επονομαζόμενου και «άρχοντα της ζούγκλας», αλλά και του ηρωικού διαπλανητικού μαχητή Τζον Κάρτερ, φημισμένου για τα κατορθώματά του σε μια εναλλακτική, κατοικήσιμη εκδοχή του πλανήτη Άρη. Εντούτοις, η δουλειά του εξαπλώθηκε και σε πολλά ακόμη, διαφορετικά μεταξύ τους είδη.

Ο Μπάροουζ γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1875 στο Σικάγο και για αρκετά χρόνια έζησε στο γειτονικό προάστιο του Όουκ Παρκ. Ήταν ο 4ος από τους έξι γιους του Ταγματάρχη Τζορτζ Τάιλερ Μπάροους (1833-1913), επιχειρηματία και βετεράνου του Αμερικανικού Εμφυλίου, και της Μαίρη Έβαλιν Μπάροουζ (1840-1920). Το «Ράις» στο όνομά του προέρχεται από τη γιαγιά του, από τη πλευρά του πατέρα του, Μαίρη Ράις Μπάροουζ (1802-1870).

Μαθήτευσε σε διάφορα καλά σχολεία του Σικάγο, αλλά όταν το 1891 ξέσπασε στην περιοχή επιδημία γρίπης, οι γονείς του τον έστειλαν για 6 μήνες στο ράντσο του αδελφού του, στο Raft River του Άινταχο. Στη συνέχεια φοίτησε αρχικά στην Ακαδημία Φίλιπς στο Αντόβερ της Μασαχουσέτης και αργότερα στη Στρατιωτική Ακαδημία του Μίτσιγκαν.

Αποφοίτησε το 1895, αλλά η αποτυχία του στις εισαγωγικές εξετάσεις για τη Στρατιωτική Ακαδημία των ΗΠΑ στο Γουέστ Πόιντ τον οδήγησε στο να καταταγεί στην 7η Ίλη Ιππικού των ΗΠΑ στο Φορτ Γκραντ της Αριζόνα. Όταν όμως το 1897 διαγνώστηκε ότι πάσχει από κάποια καρδιολογική πάθηση, αποστρατεύτηκε λόγω ακαταλληλότητας.

Την αποδέσμευσή του από τον στρατό ακολούθησε μια σειρά από δουλειές ρουτίνας, ενώ το 1899, μετά από μια σύντομη περίοδο περιπλανήσεων και απασχολήσεων σε διάφορα ράντσα του Άινταχο, ο Μπάροουζ έπιασε δουλειά στην εταιρεία του πατέρα του.

Την 1η Ιανουαρίου του 1900 παντρεύτηκε την παιδική του αγάπη, Έμα Σεντένια Χάλμπερτ, και μαζί της απέκτησε 3 παιδιά: την Τζόαν Μπάροουζ (μετέπειτα σύζυγο του ηθοποιού Τζέιμς Πιρς) (1908-1972), τον Χάλμπερτ Μπάροουζ (1909-1991) και τον Τζον Κόλμαν Μπάροουζ (1913-1979). Το 1904 έφυγε από την εταιρεία του πατέρα του και επέστρεψε στο Άινταχο όπου έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, ώσπου κάποια στιγμή επέστρεψε στο Σικάγο.

">

Το 1911 έπιασε δουλειά ως προμηθευτής συσκευών για το ξύσιμο των μολυβιών, ενώ παράλληλα άρχισε να γράφει τις δικές του ιστορίες φαντασίας. Ήδη είχε αποκτήσει 2 παιδιά με τη σύζυγό του Έμα, την Τζόαν και τον Χάλμπερτ, ενώ ο αρκετός ελεύθερος χρόνος του, του επέτρεπε να ξεφυλλίζει διάφορα περιοδικά pulp λογοτεχνίας.

Φίλοι του τον θυμούνται να δηλώνει εκείνη την περίοδο:
«…αν υπάρχει κόσμος που βγάζει λεφτά γράφοντας τέτοιες σαχλαμάρες, όπως εκείνες που διαβάζω στα περιοδικά, ίσως θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ και μάλιστα ακόμη καλύτερα. Και, παρόλο που δεν έχω ξαναγράψει ποτέ μου τίποτα απολύτως, είμαι βέβαιος πως μπορώ να σκαρώσω τις δικές μου ιστορίες, οι οποίες μάλιστα θα είναι και πολύ πιο διασκεδαστικές από οτιδήποτε μπορεί να συναντήσω εκεί μέσα.»