
Πριν από την ανακάλυψη των παυσίπονων και την πρόοδο της νευρολογίας, οι άνθρωποι κατέφευγαν σε μια ανατριχιαστικά ριζοσπαστική μέθοδο για να αντιμετωπίσουν έντονες κεφαλαλγίες ή ψυχικές διαταραχές: άνοιγαν τρύπες στο κρανίο.
Όσο ακραίο κι αν ακούγεται σήμερα, τότε αποτελούσε μια υπαρκτή – και συχνά αποδεκτή – πρακτική.
Η τεχνική, γνωστή ως τρυπανισμός, δεν ήταν απλή ιατρική πράξη, αλλά μέρος της πνευματικής και ιατρικής κουλτούρας της εποχής. Με πρωτόγονα εργαλεία – πέτρες, μέταλλα ή πιο εξελιγμένα μετέπειτα εργαλεία – δημιουργούσαν οπή στο κρανίο για να «εξαερώσουν» την πίεση, να απελευθερώσουν «κακά πνεύματα» ή να «καθαρίσουν» το μυαλό.
Οι αρχαιότερες αναφορές χρονολογούνται το 7.000 π.Χ., με ενδείξεις σε Περού, Νέα Γουινέα, Αφρική, Ελλάδα και Σκυθία (ήταν αρχαία χώρα που την κατοικούσαν οι Σκύθες και θεωρείται τόπος καταγωγής των Αμαζόνων). Εφαρμόζονταν τόσο για φυσικούς πόνους όσο και για τον έλεγχο συμπεριφορών.
Ο στόχος; Να απελευθερωθούν τα δαιμόνια που θεώρησε κάποιος ότι ενοχοποιούνταν για κρίσεις, ψυχικές ασθένειες ή μυστηριώδεις πόνους. Αν η επέμβαση απέδιδε, ο ασθενής επιβίωνε· σε διαφορετική περίπτωση, η μη συνέχιση της ζωής θεωρούνταν τιμωρία θεϊκή, όχι ιατρική αποτυχία.
Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι πως κάποιοι άνθρωποι επέζησαν – κι αυτό αποδεικνύεται από κρανιακές δομές με σημάδια επούλωσης.
Επίσης, αρκετές φορές σημάδια δείχνουν ότι το κρανίο τρυπήθηκε κι άλλες φορές. Ακόμα και τον Μεσαίωνα η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε, με σκοπό τη «διάχυση υγρών», την ανακούφιση της μελαγχολίας ή την αντιμετώπιση της μανίας – ακόμα κι όταν οι γιατροί δεν είχαν πραγματική ιατρική εξήγηση.
Η πρακτική αυτή παρέμεινε μέχρι και τον 18ο-19ο αιώνα, αυτή τη φορά με πιο επιστημονικά εργαλεία, όταν ασθενείς χρειαζόταν να «αφαιρέσουν» κομμάτια από το κρανίο μετά από τραυματισμό ή μόλυνση – χωρίς όμως να έχει απομακρυνθεί εντελώς η συνήθεια της αναζήτησης κοσμικής λύσης σε ανθρώπινη πάθηση.
Σήμερα η λέξη «τρυπανισμός» χρησιμοποιείται κυρίως σε νευροχειρουργικές επεμβάσεις.