Ο υποβρυχιακός στόλος του γερμανικού Ναυτικού είχε αναλάβει τον στραγγαλισμό της Μεγάλης Βρετανίας και ήδη είχε επιτύχει αποτελέσματα, καθώς οι ελλείψεις είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές στον πληθυσμό.

Όμως τα υποβρύχια ήταν δυνατό να αντιμετωπισθούν με τα δεκάδες αντιτορπιλικά που εισήρχοντο σε υπηρεσία στον Ατλαντικό Ωκεανό και το σχήμα των νηοπομπών που είχε αρχίσει να εφαρμόζεται.

Μεγαλύτερο κίνδυνο ωστόσο –σύμφωνα με το βρετανικό Ναυτικό– αποτελούσαν τα θωρηκτά του γερμανικού Ναυτικού.

Σε περίπτωση που αυτές οι ισχυρές μονάδες επιφανείας έβγαιναν στον Ατλαντικό, θα επέφεραν καταστροφικά πλήγματα κατά των νηοπομπών, καθώς τα μόνα πλοία που μπορούσαν να τους αντισταθούν ήταν τα θωρηκτά του βρετανικού Ναυτικού.

Αυτά όμως ήταν λίγα εν σχέση με τις αχανείς εκτάσεις του ωκεανού και τον αριθμό των νηοπομπών.

Η προσπάθεια του γερμανικού θωρηκτού «Bismarck», τον Μάιο του 1941, να βγει στον Ατλαντικό, είχε αποδείξει τις φοβερές δυνατότητες των πλοίων αυτών.

Ναυμαχώντας με το βρετανικό θωρηκτό HMS «Prince of Wales» και το καταδρομικό μάχης HMS «Hood», το «Bismarck» είχε βυθίσει το δεύτερο και είχε προκαλέσει ζημιές στο πρώτο. Τελικά το «Bismarck» είχε βυθισθεί, ενώ εκατευθύνετο πληγωμένο προς το γαλλικό λιμάνι του Σαιν Ναζαίρ, αλλά τον Ιανουάριο του 1942 ένα άλλο «αδελφό» θωρηκτό, το «Tirpitz», καθίστατο επιχειρησιακό.

Έτσι, λίγους μήνες μετά τη βύθιση του «Bismarck» αναβίωνε ο εφιάλτης μίας πανίσχυρης γερμανικής επιδρομικής δύναμης που θα διέλυε τις νηοπομπές στον Ατλαντικό.

Ο Τσώρτσιλ είχε τόσο παθιασθεί με το θέμα της εξουδετέρωσης του «Tirpitz», ώστε το έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα και προϋπόθεση για να επιβιώσει η Μεγάλη Βρετανία!

Το βρετανικό Ναυτικό διέθεσε 4 θωρηκτά αποκλειστικά για το κυνήγι του «Tirpitz», σε περίπτωση που έβγαινε στον Ατλαντικό. Δύο αμερικανικά θωρηκτά προστέθηκαν στη δύναμη αυτή, καθώς οι ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 1941 εισήλθαν στον πόλεμο.

Παράλληλα, εκαταρτίζοντο σχέδια για την περίπτωση που τελικά το Tirpitz θα ξέφευγε από τους διώκτες του και θα έβγαινε στον Ατλαντικό.

Τότε, όταν τελείωναν τα εφόδιά του ή όταν υφίστατο ζημιές από τυχόν ναυμαχίες, θα έπρεπε να επιστρέψει σε κάποιο λιμάνι το οποίο θα ήταν ικανό να το δεχθεί, αλλά και να διαθέτει μία τεράστια δεξαμενή για τον δεξαμενισμό του και την επισκευή των αβαριών και των βλαβών του.

Τις προϋποθέσεις αυτές πληρούσε μόνο ένα λιμάνι των δυτικών ακτών του Ατλαντικού, το λιμάνι του Σαιν Ναζαίρ. Στο γαλλικό αυτό λιμάνι, το οποίο ευρίσκετο 8 χλμ. μέσα στις εκβολές του ποταμού Λουάρ (Λίγηρα), είχε ολοκληρωθεί το 1932 η κατασκευή της μεγαλύτερης μόνιμης δεξαμενή του κόσμου με σκοπό τον δεξαμενισμό του μεγάλου κρουαζιερόπλοιου «Normandie».

Τώρα η δεξαμενή ευρίσκετο σε γερμανικά χέρια και μπορούσε να υποδεχθεί το «Tirpitz», το οποίο είχε μήκος πάνω από 240 μ., πλάτος 30 μ. και εκτόπισμα 50.000 τόνους.

Το τολμηρό σχέδιο της επιδρομής

Η καταστροφή της δεξαμενής Normandie ήταν ένα δύσκολο πρόβλημα τόσο για το βρετανικό Ναυτικό όσο και για την RAF, καθώς η εξουδετέρωσή της εντοπίζετο στην καταστροφή των δύο τεράστιων θυρών (caisson στα γαλλικά), οι οποίες άνοιγαν και επέτρεπαν την είσοδο του νερού της θαλάσσης, ώστε να εισέλθει το πλοίο που επρόκειτο να δεξαμενισθεί.

Εν συνεχεία οι θύρες έκλειναν ώστε να αντλήσουν τα ύδατα και να επιτραπεί στα συνεργεία να επισκευάσουν τα ύφαλα του πλοίου. Οι θύρες αυτές, παρά το μέγεθός τους (50x15x10 μ.) ήταν αδύνατο να βομβαρδισθούν με επιτυχία από αέρος, καθώς το ύψος του βομβαρδισμού και τα τότε σκοπευτικά όργανα δεν προσέδιδαν την απαιτούμενη ακρίβεια.

Επανειλημμένοι βομβαρδισμοί στο Σαιν Ναζαίρ και σε άλλα λιμάνια δεν είχαν επιτύχει τίποτα το σημαντικό. Η ανατίναξη των θυρών της δεξαμενής από ομάδες δολιοφθορών της SOE (Special Operations Executive/ Υποδιεύθυνση Ειδικών Επιχειρήσεων) ήταν επίσης αδύνατη, καθώς η φύλαξη της περιοχής ήταν ισχυρή, ενώ ο όγκος των εκρηκτικών που απαιτούντο για μία τέτοια καταστροφή ήταν τεράστιος, καθιστώντας αδύνατη τη μεταφορά τους.

Το πρόβλημα ετέθη σε κάθε ενδιαφερόμενη υπηρεσία των βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων, μεταξύ των οποίων ήταν και η διοίκηση Συνδυασμένων Επιχειρήσεων (Combined Operations), η οποία «στέγαζε» όλες τις ειδικές δυνάμεις της Βρετανίας υπό την ηγεσία του λόρδου Μαουντμπάντεν.

Στις 31 Ιανουαρίου 1941 το επιτελείο του Μαουντμπάντεν εκπόνησε ένα αρχικό σχέδιο το οποίο προέβλεπε τη χρήση δύο αντιτορπιλικών, ώστε να εκτελεσθεί μία αμφίβια επιδρομή στο λιμάνι του Σαιν Ναζαίρ. Το πρώτο αντιτορπιλικό θα εγεμίζετο με εκρηκτικά και θα εμβόλιζε την εξωτερική θύρα της δεξαμενής, ενώ ταυτόχρονα θα αποβίβαζε ομάδες Κομμάντο για να διεξαγάγουν καταστροφές σε άλλα κρίσιμα τμήματα της δεξαμενής.

Το δεύτερο αντιτορπιλικό θα χρησίμευε για συνοδεία της επιδρομικής δύναμης και εν συνεχεία για την απόσυρση των Κομμάντο μετά την ολοκλήρωση της αποστολής τους. Για να αποσπασθεί η προσοχή των Γερμανών, η RAF θα πραγματοποιούσε αεροπορικές επιδρομές στην περιοχή γύρω από το λιμάνι.

Το βρετανικό Ναυαρχείο ωστόσο αντέδρασε εντελώς αρνητικά στο σχέδιο αυτό, καθώς δεν ήθελε να θυσιάσει ένα ή δύο από τα αντιτορπιλικά του. Συμφώνησε όμως να χρησιμοποιηθεί το παλαιό γαλλικό αντιτορπιλικό «Ouragan» για τον εμβολισμό και ένας στολίσκος από τορπιλακάτους για τη μεταφορά των Κομμάντο. Η συμμετοχή της RAF υποβαθμίσθηκε με την πάροδο του χρόνου εξέλιξης του σχεδίου.

Ελάχιστα βομβαρδιστικά διατέθηκαν από τη Διοίκηση Βομβαρδιστικών, μην εκπληρώνοντας τις απαιτήσεις της αποστολής. Εξάλλου, ο Τσώρτσιλ δεν επιθυμούσε την πρόκληση απωλειών μεταξύ των Γάλλων αμάχων της περιοχής.

Η τελική έγκριση εδόθη στις 3 Μαρτίου 1942 και η επιχείρηση έλαβε το κωδικό όνομα «Chariot». Οι Βρετανοί επιτελείς όμως δεν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το γαλλικό πλοίο, καθώς αυτό θα ενέπλεκε γαλλικές δυνάμεις και, το κυριότερο, τον στρατηγό Ντε Γκωλ, μία εριστική φιγούρα για τους Βρετανούς. Παράλληλα, το μυστικό της αποστολής θα επεκτείνετο σε ευρύτερο κύκλο με κίνδυνο να διαρρεύσει.

Ως εναλλακτική λύση προτάθηκε η χρήση ενός υποβρυχίου, αλλά η στενότητα του χώρου αφενός δεν θα επέτρεπε τη μεταφορά της απαραίτητης δύναμης Κομμάντο, αφετέρου θα καταρράκωνε τη φυσική κατάσταση των Κομμάντο που θα έπρεπε να περάσουν τρεις ημέρες κάτω από άθλιες συνθήκες.

Ο κίνδυνος ακύρωσης της επιδρομής εξανάγκασε το Ναυαρχείο να δεχθεί τη θυσία ενός παλαιού αμερικανικού αντιτορπιλικού του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο είχε παραχωρηθεί μαζί με άλλα 50 παλαιά αντιτορπιλικά από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της συμφωνίας «Δανεισμού και Εκμίσθωσης» («Lend-Lease»).

Το αντιτορπιλικό είχε τεθεί σε υπηρεσία με το αμερικανικό Ναυτικό ως USS Buchanan (DD 131). Με την παραλαβή του από το βρετανικό Ναυτικό έγινε το HMS Cαmpbeltown (I 42) και έδρασε στον Ατλαντικό προστατεύοντας τις νηοπομπές.

Με την κατάληξη σε ένα βασικό σχέδιο ενεργείας, ήταν πλέον δυνατός ο σχηματισμός της δύναμης των Κομμάντο και των σκαφών που θα ελάμβαναν μέρος στην επιδρομή. Επιπλέον, κατέστη δυνατή και η λεπτομερής εκπόνηση των επιμέρους αποστολών των διαφόρων τμημάτων της επιδρομικής δύναμης.

Οι Κομμάντο: τμήματα καταστροφών και προστασίας

Το 1942 οι νεοσχηματισθείσες επιδρομικές δυνάμεις του βρετανικού Στρατού, οι οποίες είχαν λάβει τον γενικό τίτλο «Commando», είχαν οργανωθεί σε μία Ταξιαρχία Ειδικής Υπηρεσίας (Special Service Brigade). Αυτή απαρτίζετο από 12 ανεξάρτητα Commando (μονάδες μεγέθους τάγματος) υπό τη διοίκηση του ταξίαρχου Τσαρλς Χάιντον.

Για την επιδρομή στο Σαιν Ναζαίρ επελέγη το 2ο Commando του αντισυνταγματάρχη Τσαρλς Νιούμαν, ενός 38χρονου εργολάβου και έφεδρου αξιωματικού του συντάγματος Έσσεξ.

Επειδή όμως η έως τότε εμπειρία των περισσοτέρων μονάδων Commando ήταν λιγοστή, απεφασίσθη η συμμετοχή επιλεγμένων ανδρών από όλα τα Commando, οι οποίοι θα εντάσσοντο προσωρινά στη μονάδα του Νιούμαν.

Πρόσωπα «κλειδιά» για την επιτυχία της αποστολής ήταν οι λοχαγοί Μπιλ Πρίτσαρντ και Μπομπ Μοντγκόμερυ του Βασιλικού Μηχανικού. Ο πρώτος είχε δράση στη Γαλλία το 1940 και είχε ανατινάξει γέφυρες για να καθυστερήσει την προέλαση των Γερμανών, ενώ είχε αρκετή εμπειρία από λιμενικές εγκαταστάσεις, καθώς είχε εργασθεί πριν από τον πόλεμο στις προβλήτες του Μεγάλου Δυτικού Σιδηροδρόμου. Με την επιστροφή του από τη Δουνκέρκη, του είχε ζητηθεί να εκπονήσει σχέδια για την καταστροφή λιμενικών εγκαταστάσεων του εχθρού.

Κατά τύχη, μία από τις μελέτες του αφορούσε τη δεξαμενή Normandie στο Σαιν Ναζαίρ! Ο δεύτερος ήταν επίσης ειδικός στις ανατινάξεις σε προβλήτες λιμανιών. Οι δύο αυτοί αξιωματικοί εντάχθηκαν στη δύναμη του Νιούμαν ως αρχικαταστροφείς, για να εκπονήσουν τα σχέδια των καταστροφών και να επιβλέψουν την εφαρμογή τους στη διάρκεια της επιχείρησης.

Η χερσαία επιδρομική δύναμη διεκρίνετο στο τμήμα προστασίας και στο τμήμα καταστροφών. Το πρώτο απετελείτο από 100 άνδρες του 2ου Commando, οι οποίοι θα προστάτευαν τις ομάδες καταστροφών και θα εξουδετέρωναν εστίες αντίστασης, καθώς και βαρέα όπλα του εχθρού στις προβλήτες. Το δεύτερο απετελείτο από άνδρες των 1ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο, 9ο και 12ο Commando με την ειδικότητα του καταστροφέα.

Η εκπαίδευση των Κομμάντο, στη διάρκεια της προετοιμασίας της αποστολής, υπήρξε λίαν εξειδικευμένη και επίπονη. Οι ομάδες προστασίας εκπαιδεύτηκαν στον νυκτερινό αγώνα, στις οδομαχίες, καθώς και στις επιθέσεις κατά οχυρών θέσεων.

Οι ομάδες καταστροφών ξεκίνησαν με γενική εκπαίδευση στα εκρηκτικά, για να καταλήξουν στην εξειδίκευση ανατίναξης του συγκεκριμένου στόχου που είχε αναλάβει κάθε ομάδα.

Οι στόχοι –πέραν των δύο θυρών της δεξαμενής– ήταν ποικίλοι: γερανοί, πλοία, προβλήτες, πυροβόλα, ηλεκτρικός εξοπλισμός, γεννήτριες κλπ. Μερικές περιπτώσεις απαιτούσαν διαφορετικά υλικά καταστροφής από τα εκρηκτικά, όπως εμπρηστικές βόμβες ή απλώς σφυριά και τσεκούρια, τα οποία ήταν εξίσου αποτελεσματικά σε ευαίσθητα συστήματα.

Οι ομάδες καταστροφών έμαθαν να εκτελούν τις αποστολές τους εντός συγκεκριμένου χρόνου, σε απόλυτο σκοτάδι και χωρίς όλα τα μέλη τους, καθώς ήταν λίαν πιθανό να έχουν υποστεί απώλειες πριν φθάσουν καν στους στόχους τους.

Η ναυτική επιδρομική δύναμη

Διοικητής της ναυτικής δύναμης που θα μετέφερε τους Κομμάντο στο λιμάνι του Σαιν Ναζαίρ και θα πρωταγωνιστούσε στην ανατίναξη της εξωτερικής θύρας της δεξαμενής Normandie ετέθη ο 34χρονος πλωτάρχης Ρόμπερτ Ράιντερ.

Ο τελευταίος είχε χάσει πρόσφατα σε σύγκρουση το αποβατικό πλοίο του «Prince Phillipe» και υπηρετούσε σε θέση γραφείου, έχοντας πέσει σε δυσμένεια από το Ναυαρχείο. Η πρόταση να ηγηθεί μίας τέτοιας αποστολής ήταν μία εκπληκτική ευκαιρία για να ξεφύγει από την αφάνεια και την ανία.

Πρώτο μέλημα του Ράιντερ ήταν η διαμόρφωση του HMS «Campbeltown», ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αποστολής. Αρχικά το πλοίο, για να παραπλανηθούν οι γερμανικές παράκτιες πυροβολαρχίες και να εξασφαλισθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο αιφνιδιασμού, έπρεπε να αλλάξει μορφή και να ομοιάσει με ένα γερμανικό αντιτορπιλικό κλάσης Mowe.

Ως εκ τούτου, δύο από τις τέσσερις καπνοδόχους του πλοίου αφαιρέθηκαν, ενώ οι άλλες δύο κόπηκαν στην κορυφή τους αποκτώντας κλίση προς τα πίσω, εκ των οποίων η ευρισκόμενη προς τα πίσω κόντυνε.

Εν συνεχεία το πλοίο έπρεπε να προσφέρει προστασία στους Κομμάντο που θα μετέφερε, καθώς η τελική πορεία προς τη δεξαμενή προεβλέπετο να είναι «θερμή», καθώς, όσο και αν πετύχαινε η παραπλάνηση, στο σημείο αυτό θα είχε αποκαλυφθεί πλέον η βρετανική μπλόφα.

Ως εκ τούτου, μεταλλικά φύλλα και ειδικά στρώματα απορρόφησης θραυσμάτων ετοποθετήθηκαν στη γέφυρα, ενώ δύο παράλληλες σειρές μεταλλικών πλαισίων βιδώθηκαν κατά μήκος του καταστρώματος, όπου θα εστεγάζοντο οι ομάδες των Κομμάντο.

Η ενεργητική προστασία του HMS «Campbeltown» θα περιελάμβανε 8 πυροβόλα Oerlikon Mk1 των 20 χλστ. σε υπερυψωμένες πλατφόρμες, καθώς και ένα πυροβόλο των 12 λιβρών, το οποίο αντικατέστησε το υπάρχον πρωραίο πυροβόλο των 4 ιντσών.

Μία άλλη απαίτηση που επέβαλε η επιδρομή ήταν η κατά το περισσότερο δυνατό μείωση του βάρους του «Campbeltown», καθώς έπρεπε να πλεύσει στα αβαθή ύδατα των εκβολών του Λουάρ, μεταφέροντας ταυτόχρονα το πρόσθετο βάρος των εκρηκτικών.

Ως εκ τούτου, αφαιρέθηκε ό,τι ήταν περιττό από το πλοίο όπως οι τορπιλοσωλήνες, τα εσωτερικά ενδιαιτήματα, αποθέματα νερού κ.ά., με αποτέλεσμα όταν ξεκίνησε το Cαmpbeltown για την επιδρομή να έχει βύθισμα μόλις 3 μέτρων.

Το κύριο φορτίο του αντιτορπιλικού, το οποίο θα το μετέτρεπε σε μία τεράστια κατευθυνόμενη επιπλέουσα βόμβα, ήταν 4,8 τόνοι εκρηκτικών. Η συγκέντρωση του εκρηκτικού αυτού φορτίου επετεύχθη με την τοποθέτηση 24 βομβών βυθού Μk VII βάρους 200 κιλών έκαστη. Οι βόμβες ετοποθετήθηκαν σε μία ειδική ατσάλινη δεξαμενή, η οποία γεμίσθηκε με τσιμέντο.

Τρεις πυροκροτήρες μακράς καθυστέρησης τύπου «στυλό» εισήχθησαν στο τεράστιο γέμισμα και συνδέθηκαν μεταξύ τους με ακαριαίο πυραγωγό σχοινίο cordtex. Από τη στιγμή που θα ενεργοποιούντο οι πυροκροτητές, θα περνούσαν 8 περίπου ώρες για να ανατιναχθεί το πλοίο.

Την επιδρομική δύναμη του Ναυτικού συμπλήρωναν τα μικρά ταχύπλοα που θα συνόδευαν το «Campbeltown» και θα αποβίβαζαν τις υπόλοιπες ομάδες καταστροφέων για να εκτελέσουν καταστροφές στο υπόλοιπο λιμάνι του Σαιν Ναζαίρ.

Το μεγαλύτερο τμήμα της δύναμης αυτής παραχώρησαν οι 28ος και 20ός Στολίσκοι Ακταιωρών (ML/ Motor Launch) με 8 και 4 ακταιωρούς κλάσης Fairmile «B» αντίστοιχα.

Tα σκάφη  Fairmile ήταν ταχύπλοα ξύλινης κατασκευής, μήκους 33,6 μέτρων, που επετύγχαναν ανώτατη ταχύτητα 20 κόμβων χάρη σε δύο πετρελαιοκινητήρες Hall-Scott των 600 ίππων. Ο οπλισμός τους περιελάμβανε ένα πρωραίο πυροβόλο των 3 λιβρών, ένα πυροβόλο Oerlikon των 20 χλστ. στην πρύμνη και 2 διπλά πολυβόλα Lewis των 0,303 ιντσών.

Για την επιχείρηση, το πυροβόλο των 3 λιβρών αντικατεστάθη με 2 Oerlikon των 20 χλστ. Στη δύναμη αυτή προστέθηκαν αργότερα άλλες 4 ακταιωροί Fairmile «B», από τον 7ο Στολίσκο Ακταιωρών, οι οποίες, για την προστασία της ναυτικής δύναμης, έφεραν δύο τορπιλοσωλήνες των 18 ιντσών, ενώ διατήρησαν το πυροβόλο των 3 λιβρών.

Δύο ακόμη ταχύπλοα θα ολοκλήρωναν τον στολίσκο των ταχυπλόων της Επιχείρησης «Chariot»: η κανονιοφόρος MGB 134 (ταχύπλοο κλάσης Fairmile «C») του 14ου Στολίσκου Κανονιοφόρων και η τορπιλάκατος ΜΤΒ 74.

Η MGB 134 επελέγη ως πλοίο διοικήσεως για την επιδρομή καθώς διέθετε ραντάρ, ενώ το ηχοβολιστικό της σύστημα θα επέτρεπε την ασφαλή ναυσιπλοΐα της δύναμης μέσα από τα αβαθή ύδατα και τις ξέρες των εκβολών του ποταμού Λουάρ.

Λίγο βραχύτερη σε μήκος από τις ακταιωρούς Fairmile «B», η MGB 134 διέθετε πυροβόλα των 2 λιβρών και δύο ηλεκτροκίνητα πολυβόλα των 0,50 ιντσών. Μοναδικό πρόβλημα ήταν η αυτονομία της, καθώς ακόμη και με επιπλέον δεξαμενές καυσίμου έπρεπε να ρυμουλκηθεί κοντά στον στόχο, ώστε να επιστρέψει στην Αγγλία. Η ΜΤΒ 74 ήταν το πιο ταχύ σκάφος της επιδρομικής δύναμης, καθώς ανέπτυσσε ταχύτητα άνω των 40 κόμβων.

Όμως έπρεπε και αυτή να ρυμουλκηθεί προς τον στόχο, γιατί η ταχύτητά της μπορούσε να είναι ή άνω των 35 κόμβων ή κάτω των 6, εξαιτίας του συνδυασμού τριών κινητήρων Packard των 1.250 ίππων (έκαστος) και δύο Ford V8 που εχρησιμοποιούντο για ελιγμούς με πολύ χαμηλή ταχύτητα.

Αποστολή της τορπιλακάτου ήταν ο τορπιλισμός της πύλης του κυρίως λιμένος, που επέτρεπε την είσοδο και έξοδο των υποβρυχίων που ελλιμενίζοντο σε τσιμεντένια καταφύγια.

Το αδύνατο σημείο των ταχυπλόων αυτών ήταν φυσικά η έλλειψη προστασίας απέναντι στην ισχυρή άμυνα του εχθρού, τόσο την παραποτάμια όσο και του λιμανιού. Ακόμη και βολίδες τυφεκίων μπορούσαν να διαπεράσουν τα τοιχώματά τους, πόσο μάλλον τα βλήματα των 20 χλστ. και των άλλων βαρέων αντιαεροπορικών και παρακτίων πυροβόλων των Γερμανών.

Η επιβιωσιμότητά τους μειώθηκε έτι περισσότερο, καθώς, για να αυξηθεί η αυτονομία τους, έφεραν στα καταστρώματά τους πρόσθετες εξωτερικές δεξαμενές εύφλεκτων καυσίμων.

Η γερμανική άμυνα

Το λιμάνι του Σαιν Ναζαίρ ήταν ένα από τα πιο καλά προστατευμένα σημεία των γαλλικών ακτών. Η παράκτια άμυνα των εκβολών του ποταμού Λουάρ συνιστούσε ολόκληρη διοίκηση, η οποία περιελάμβανε ένα τάγμα παρακτίων πυροβόλων, μία ταξιαρχία αντιαεροπορικών και άλλους σχηματισμούς αμύνης του λιμανιού.

Η 280η Μοίρα Ναυτικού Πυροβολικού, υπό τον πλωτάρχη Έντο Ντίκμαν, διέθετε 28 πυροβόλα με διαμετρήματα που εκυμαίνοντο από 75 χλστ. έως και αυτά των 240 χλστ. των σιδηροδρομικών πυροβόλων της Λα Μπωλ, ενώ η 22α Ναυτική Ταξιαρχία Αντιαεροπορικών υπό τον πλωτάρχη Καρλ-Κόνραντ Μέκε διέθετε 43 πυροβόλα των 20 και 40 χλστ., καθώς και μερικά των 37 χλστ., τα οποία εκαλύπταν το λιμάνι και λειτουργούσαν και ως αντιαποβατικά σε περίπτωση αμφίβιας επίθεσης. Τέσσερις προβολείς των 150 χλστ. εκάλυπταν την είσοδο του Λουάρ, ενώ αρκετοί των 60 χλστ. εκάλυπταν το ίδιο το λιμάνι.

Η προστασία του λιμένος εβασίζετο στους Λόχους Αμύνης που διέθεταν ελαφρά όπλα και πολυβόλα, καθώς και στα πλοία αμύνης λιμένος. Στις προβλήτες υπήρχαν φρουρές επιφυλακής από εργάτες των 2ου και 4ου Λόχων Εργασίας του Οργανισμού Τοντ, από ναύτες των πληρωμάτων των πλοίων που ναυλοχούσαν στο Σαιν Ναζαίρ και από τους τεχνικούς συντήρησης των υποβρυχίων.

Όλοι οι Γερμανοί στο λιμάνι ανήρχοντο σε 5.000 άτομα, ενώ έξω από την πόλη, πλησίον της Λα Μπωλ, έδρευε η 333η Μεραρχία Πεζικού, αποτελούμενη κυρίως από Πολωνούς.

Τελικό σχέδιο και αποστολές

Με την ολοκλήρωση της συγκρότησης και της εκπαίδευσης της συνδυασμένης επιδρομικής δύναμης, καθορίστηκαν και οι τελευταίες λεπτομέρειες της επιχείρησης «Chariot». Στα μέσα Μαρτίου, όλες οι δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι του Φάλμαουθ.

Για να εξασφαλισθεί η μυστικότητα της επιχείρησης, διαδόθηκε ότι τα σκάφη που αφίχθησαν επρόκειτο να αποτελέσουν τη 10η Ανθυποβρυχιακή Δύναμη Κρούσης που θα εκτελούσε περιπολίες στον Βισκαϊκό Κόλπο.

Στις 23 του μηνός αφίχθησαν τα αντιτορπιλικά HMS «Atherstone» και HMS «Tynedale», κλάσης «Hunt», που θα συνόδευαν την επιδρομική δύναμη ως τις ακτές της Γαλλίας. Στις 25 αφίχθη το «Campbeltown», με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Στέφεν Μπήτι.

Αφού ο Ράιντερ ζήτησε όσοι ήθελαν να αποχωρήσουν να το δηλώσουν, καθώς γνώριζε ότι η αποστολή αυτή ήταν σχεδόν αυτοκτονική, πράγμα που δεν έκανε κανένας, ενημέρωσε τους Κομμάντο και τους κυβερνήτες για τον στόχο τους και τις λεπτομέρειες του τελικού σχεδίου.

Κύριος αντικειμενικός σκοπός ήταν η καταστροφή της δεξαμενής Normandie. Αυτή η αποστολή θα επιτυγχάνετο με τον εμβολισμό της εξωτερικής θύρας από το Campbeltown και την, εν συνεχεία, ανατίναξή του.

Παράλληλα, οι ομάδες καταστροφών του 3ου Συγκροτήματος Επίθεσης που επέβαιναν στο πλοίο, θα ξεχύνονταν στους προβλήτες εκατέρωθεν της δεξαμενής και θα ανατίναζαν τους μηχανισμούς ανοίγματος και κλεισίματος των δύο θυρών, το αντλιοστάσιο που αφαιρούσε το νερό από τη δεξαμενή, καθώς και την εσωτερική θύρα της δεξαμενής.

Δευτερευόντως, θα πυρπολούσαν τις υπόγειες δεξαμενές καυσίμων δίπλα στη δεξαμενή. Οι ομάδες προστασίας του ιδίου συγκροτήματος θα κατέστρεφαν τα πυροβόλα των 20 και 40 χλστ. που επροστάτευαν τη δεξαμενή.

Το 2ο Συγκρότημα Επίθεσης θα επέβαινε στις ακταιωρούς ML 192, ML 262, ML 267, ML 268, ML 156 και ML 177. Αποστολή του ήταν να αποβιβάσει τις ομάδες καταστροφών και προστασίας των Κομμάντο στην Παλαιά Είσοδο του λιμένος για να καταστρέψουν τις θύρες του διαύλου της Παλαιάς Εισόδου, την περιστρεφόμενη γέφυρα (στο τέλος της επιδρομής και αφού είχαν αποσυρθεί οι άνδρες), καθώς και τη βόρεια περιστρεφόμενη γέφυρα, στο βόρειο άκρο της Βάσης των Υποβρυχιών. Οι ομάδες προστασίας θα εξουδετέρωναν δύο αντιαεροπορικούς πύργους και πυροβόλα των 20 και 40 χλστ. στην ακτή μεταξύ Παλαιάς Εισόδου και Παλαιού Μώλου.

Το 1ο Συγκρότημα επίθεσης θα επέβαινε στις ακταιωρούς ML 447, ML 457, ML 307, ML 443, ML 306, ML 446 και είχε ως αποστολή την αποβίβαση στον Παλαιό Μώλο και την καταστροφή της ανασυρόμενης γέφυρας και της θύρας της Νότιας Εισόδου της Βάσης των Υποβρυχίων, της κεντρικής θύρας της Νοτίας Εισόδου, τον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό και το ατμοηλεκτρικό εργοστάσιο. Οι ομάδες προστασίας θα εξουδετέρωναν δύο πυροβόλα στον Ανατολικό Λιμενοβραχίονα και στον Παλαιό Μώλο.

Μετά την καταστροφή των στόχων, οι Κομμάντο θα συγκεντρώνονταν στον Παλαιό Μώλο, θα εγκαθιστούσαν περιμετρική άμυνα και θα επιβιβάζοντο στα ταχύπλοα που θα πλησίαζαν για να τους παραλάβουν.

Το ταξίδι στον Βισκαϊκό Κόλπο

Στις 14.00 της 26ης Μαρτίου η επιδρομική δύναμη απέπλευσε από το λιμάνι του Φάλμαουθ και μόλις ανοίχθηκε στη θάλασσα έλαβε ανθυποβρυχιακό σχηματισμό, ώστε να παραπλανήσει τυχόν γερμανικά αναγνωριστικά αεροσκάφη ή υποβρύχια. Η νοτιοδυτική πορεία της δεν απεκάλυπτε τον τελικό προορισμό των σκαφών, τα οποία στις 19.11 έλαβαν νότια πορεία.

Στις 21.00 ο σχηματισμός, στον οποίο προηγείτο το αντιτορπιλικό «Atherstone», με το «Tynedale» στο πλευρό να ρυμουλκεί την ΜGΒ 134 και το Campbeltown να ρυμουλκεί την ΜΒΤ 74, είχε λάβει ελαφρώς νοτιοανατολική πορεία. Δεξιά και αριστερά του «Campbeltown» έπλεαν σε δύο σειρές τα ταχύπλοα των 1ου και του 2ου Συγκροτημάτων Επίθεσης.

Στις 07.00 της 27ης Μαρτίου ο στολίσκος ευρίσκετο 288 χλμ. νοτιοδυτικά του Σαιν Ναζαίρ, όταν εστράφηκε σε νοτιοανατολική διεύθυνση με ταχύτητα 8 κόμβων. Λίγα λεπτά αργότερα εντοπίσθηκε το περισκόπιο ενός υποβρυχίου και το Tynedale όρμησε εναντίον του.

Ο Γερμανός κυβερνήτης ενόμισε ότι επρόκειτο για γερμανικό πλοίο, με αποτέλεσμα το βρετανικό αντιτορπιλικό να πλησιάσει σε λιγότερο από 5 χλμ. και να επιτεθεί με πυρά πυροβόλων και εν συνεχεία με βόμβες βυθού, εξαναγκάζοντας το υποβρύχιο να αναδυθεί από το σοκ των εκρήξεων και να ξαναβυθισθεί αμέσως.

Επί δύο ώρες το «Tynedale» κυνήγησε το υποβρύχιο, οπότε και επέστρεψε στην επιδρομική δύναμη. Το υποβρύχιο ήταν το U-593, το οποίο επέστρεφε στο Σαιν Ναζαίρ μετά από την πρώτη του περιπολία.

Ο κυβερνήτης του, υποπλοίαρχος Γκερντ Κέλμπινγκ, αναδύθηκε στις 14.20 για να ειδοποιήσει ότι 3 αντιτορπιλικά και 10 ταχύπλοα εκινούντο δυτικά. Ευτυχώς, η περιγραφή του σχηματισμού οδήγησε τον εχθρό στο να πιστέψει ότι επρόκειτο για επιχείρηση ναρκοθέτησης και δεν αντέδρασε, προς στιγμήν, με αποστολή δυνάμεων.

Λίγο μετά το επεισόδιο του υποβρυχίου, ο στολίσκος συνάντησε έναν στόλο από γαλλικά αλιευτικά. Αν και ο Ράιντερ ήξερε πως κανονικά έπρεπε να τα βυθίσει, καθώς οι Γερμανοί τοποθετούσαν ασυρματιστές που ανέφεραν τις βρετανικές κινήσεις που εντόπιζαν, τελικά βύθισε μόνο δύο, καθώς οι ψαράδες διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχαν Γερμανοί ανάμεσά τους.

Ο καιρός στη συνέχεια της ημέρας χάλασε και πυκνά σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό, κάτι το οποίο έγινε ευπρόσδεκτο, καθώς η κακοκαιρία θα εκάλυπτε την επιδρομική δύναμη.

Ταυτόχρονα, άσχημα νέα ελήφθησαν από το Πλύμουθ, καθώς είχαν εντοπισθεί πέντε γερμανικές τορπιλάκατοι να αποπλέουν από το Σαιν Ναζαίρ. Σκοπός τους ήταν ο εντοπισμός των σκαφών που είχε αναφέρει το U-593.

Στις 18.03 το ML 341 παρουσίασε βλάβη. Αφού μετέφερε τους Κομμάντο που επέβαιναν σε αυτό στο ML 446, έλαβε πορεία επιστροφής στη Μεγάλη Βρετανία. Στις 20.05 η δύναμη ευρίσκετο 170 χλμ. νοτιοδυτικά του Σαιν Ναζαίρ, όταν στράφηκε σε βορειοδυτική κατεύθυνση προς το λιμάνι και τα δύο αντιτορπιλικά την εγκατέλειψαν για να αρχίσουν να περιπολούν ανοικτά του Λουάρ, αναμένοντας την επιστροφή των επιδρομέων.

Στις 22.00 το φως στο περισκόπιο του υποβρυχίου Sturgeon εντοπίσθηκε από τα πλοία των Βρετανών. Αυτό ήταν το σήμα που θα χρησιμοποιούσαν για να μπορέσουν να προσανατολισθούν μέσα στα αβαθή ύδατα των εκβολών του Λουάρ.

Η ναυτική «επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας»

Τα μεσάνυκτα της 27ης προς 28η Μαρτίου, η RAF ξεκίνησε την παραπλανητική επιδρομή κατά του Σαιν Ναζαίρ. Αντί όμως να συνεχισθεί ο βομβαρδισμός μέχρι τη στιγμή που τα πλοία θα άρχιζαν την πορεία τους μέσα στον ποταμό, η βαριά νέφωση εξανάγκασε τους πιλότους να περιφέρονται γύρω από την πόλη και να ρίχνουν σποραδικά βόμβες, ώστε να μην προκαλέσουν απώλειες στους αμάχους.

Η παράξενη αυτή συμπεριφορά της RAF έβαλε σε υποψίες τον πλωτάρχη Μέκε, διοικητή της 22ας Ναυτικής Ταξιαρχίας Αντιαεροπορικών, ο οποίος έστειλε προειδοποιητικό σήμα αναμονής για ρίψη αλεξιπτωτιστών.

Μισή ώρα αργότερα, η βρετανική νηοπομπή εισήλθε στο στόμιο της εκβολής του Λουάρ και στις 00.15 πέρασε απαρατήρητη από τα αβαθή ύδατα της ξέρας ντε Σατελιέ, απέναντι από τα 75άρια πυροβόλα του ακρωτηρίου Ντε Γκιλντάς.

Στη 01.00 διήλθε πάνω από την ξέρα Λε Τζαρντινέτ, σε απόσταση 3,5 χλμ. από τα πυροβόλα των 150 χλστ. του ακρωτηρίου Σεμουλέν, χωρίς να εντοπισθεί.

Την ίδια στιγμή όμως, ο καχύποπτος Μέκε διέταξε την παύση των αντιαεροπορικών πυρών και το σβήσιμο των προβολέων ώστε να μην προσανατολίζεται ο εχθρός, του οποίου το σχέδιο ακόμα δεν μπορούσε να συλλάβει. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα (01.15) η δύναμη εντοπίσθηκε από το παρατηρητήριο του Σαιν Μαρκ, το οποίο ανέφερε το γεγονός στον λιμενάρχη.

Αυτός απέρριψε την είδηση ως ανυπόστατη! Στη 01.20 τα βρετανικά πλοία είχαν περάσει σε ευθεία πορεία, δεξιά του διαύλου Σαρπεντιέρ και ευρίσκοντο απέναντι από τον πύργο Λε Μορέ, όταν ένας προβολέας άναψε ξαφνικά και σάρωσε τη θάλασσα πίσω από αυτά, για να σβήσει το ίδιο απότομα.

Την ίδια ώρα ο Μέκε, που είχε πληροφορηθεί την αναφορά του παρατηρητηρίου του Σαιν Μαρκ, προειδοποίησε τις δυνάμεις του να «επαγρυπνούν για τυχόν απόβαση». Αμέσως σήμανε συναγερμός στο λιμάνι και άρχισαν να εγείρονται οι φρουρές επιφυλακής.

Λίγο αργότερα, όλοι οι προβολείς άναψαν και άρχισαν να ψάχνουν τα σκοτεινά νερά, για να ανακαλύψουν, τελικά, ένα γκρίζο αντιτορπιλικό που έμοιαζε με αντιτορπιλικό κλάσης Mowe και έναν στολίσκο από ταχύπλοα.

Μερικά πυροβόλα έριξαν σποραδικές βολές, αλλά γρήγορα σιώπησαν, καθώς δεν υπήρξε αντίδραση και οι χειριστές τους φοβήθηκαν μήπως κτυπούσαν συναδέλφους τους. Αμέσως αρκετοί σταθμοί σηματοδοσίας ζήτησαν από τα πλοία να δώσουν την ταυτότητά τους.

Το «Campbeltown» μετέδωσε στα γερμανικά με τον προβολέα σηματοδοσίας: «Περιμένετε» και μετά έδωσε τον κωδικό μίας γνωστής γερμανικής τορπιλακάτου. Χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε μεταδίδοντας: «Δύο σκάφη κτυπημένα από εχθρό, ζητώ άδεια για είσοδο στο λιμάνι χωρίς καθυστέρηση». Οι Γερμανοί σταμάτησαν να πυροβολούν.

Μετά από λίγα λεπτά, οι βαριές πυροβολαρχίες στα ακρωτήρια Σεμουλέν και Ηβ άρχισαν να βάλλουν. Το «Campbeltown» εμήνυσε: «Πυροβολείτε φίλια πλοία». Τα πυρά σταμάτησαν και πάλι. Τώρα το βρετανικό αντιτορπιλικό ευρίσκετο 6 λεπτά πριν τον στόχο του (01.28).

Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που η βρετανική μπλόφα είχε ξεγελάσει τους Γερμανούς. Ο Μέκε και ο Ντίκμαν διέταξαν όλες τις πυροβολαρχίες να ανοίξουν πυρ. Το «Campbeltown» υπέστειλε τη γερμανική σημαία που είχε χρησιμοποιήσει για παραπλάνηση και σήκωσε τη λευκή του βρετανικού Ναυτικού.

Τώρα πλέον η βρετανική δύναμη θα προχωρούσε σε ένα στενό κανάλι, που οι δύο πλευρές του ήταν γεμάτες πυροβόλα, θυμίζοντας τη φημισμένη «επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας» ανάμεσα στα ρωσικά πυροβόλα στην Κριμαία, μόνο που εδώ η «Κοιλάδα του Θανάτου» ήταν στρωμένη με θάλασσα.

Τα σκάφη δεν θα είχαν διαφορετική τύχη από τους άτυχους ιππείς της Ελαφράς Ταξιαρχίας.

Ξαφνικά, ολόκληρος ο ποταμός φωτίσθηκε από ένα εντυπωσιακό θέαμα θανατηφόρων πυροτεχνημάτων, καθώς χιλιάδες τροχιοδεικτικά κάθε χρώματος διασταυρώνοντο πάνω από την επιφάνεια των υδάτων και αρκετά από αυτά υψώνονταν στον ουρανό, καθώς κτυπούσαν πάνω στα πλοία της νηοπομπής και εξοστρακίζονταν.

Ταυτόχρονα, τα μεγάλα βλήματα από τις βαριές παράκτιες πυροβολαρχίες γέμιζαν τον αέρα με το χαρακτηριστικό σφύριγμά τους και εβυθίζοντο στη θάλασσα για να υψώσουν τεράστιους λευκούς πίδακες νερού.

Με τη σειρά τους, τα ταχύπλοα και το «Campbeltown» ανταπέδιδαν τα πυρά, εκτοξεύοντας προς τους προβολείς και τις λάμψεις στις όχθες χιλιάδες βλήματα από τα πυροβόλα τους.

Πέντε λεπτά πλέον χώριζαν τη ναυτική επιδρομική δύναμη από τη δεξαμενή Normandie και τα πλοία κινήθηκαν με τη μέγιστη ταχύτητα προς τον στόχο τους.

Επικεφαλής της δύναμης ήταν η κανονιοφόρος MGB 134, η οποία συνάντησε πρώτη το πλοίο φυλακής Sperrbrecher και το ράντισε με όλα της τα πυροβόλα από πολύ μικρή απόσταση.

Αμέσως το γερμανικό πλοίο σιώπησε, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματός του έπεσε νεκρό ή τραυματισμένο. Οι απώλειες αυξήθηκαν για τους Γερμανούς του πλοίου, καθώς κάθε ακταιωρός που περνούσε από δίπλα του, το θέριζε και αυτή με τα πυροβόλα της.

Κύριος στόχος των γερμανικών πυροβόλων ήταν πλέον το «Campbeltown». Βλήματα κάθε διαμετρήματος κτυπούσαν την υπερκατασκευή και το κατάστρωμα του πλοίου γεμίζοντας τον αέρα με θραύσματα και κομμάτια του πλοίου.

Αρκετά βλήματα διάτρησαν τα τοιχώματα και έφθασαν στον καυστήρα και το μηχανοστάσιο, χωρίς όμως να κατορθώσουν να σταματήσουν το πλοίο.

Επάνω στο κατάστρωμα οι Κομμάντο είχαν κουλουριασθεί πίσω από τα ατσάλινα πλαίσια για να προστατευθούν από τα πυρά, αλλά τα καυτά θραύσματα από το πλοίο είχαν αρχίσει να προκαλούν σημαντικές απώλειες ανάμεσά τους.

Οι κραυγές και τα βογγητά των τραυματισμένων, σε συνδυασμό με τον εκκωφαντικό θόρυβο των εχθρικών και φίλιων πυροβόλων και τις δεκάδες εστίες φωτιάς που έκαιγαν πλέον στο «Campbeltown», δημιουργούσαν μία ατμόσφαιρα κόλασης.

Στη γέφυρα του αντιτορπιλικού ο πλοίαρχος Μπήτι έβλεπε αυτό το εφιαλτικό σκηνικό από τη στενή θυρίδα που άφηναν τα μεταλλικά πλαίσια της θωράκισης, τα οποία εδονούντο από τις κρούσεις των εχθρικών βλημάτων.

Κάποια στιγμή, ένας προβολέας φώτισε τη γέφυρα και ο Μπήτι τυφλώθηκε από το φως του. Σχεδόν αμέσως ο τιμονιέρης σκοτώθηκε από ένα βλήμα, αλλά αντικαταστάθηκε αμέσως από τον αξιωματικό εφοδιασμού του πλοίου, ο οποίος μετά από λίγο έπεσε και αυτός νεκρός.

Τώρα πλέον ο Τίμπιτς, ο ειδικός επί των καταστροφών, έπιασε το τιμόνι και συνέχισε να οδηγεί το πλοίο προς τον στόχο του. Στην ουσία, το «Campbeltown» ακολουθούσε την κανονιοφόρο MGB 134, η οποία την τελευταία στιγμή θα έστριβε δεξιά για να συνεχίσει το αντιτορπιλικό προς την πύλη της Normandie.

Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν σαν αιώνες, καθώς ο Μπήτι περίμενε να δει επιτέλους τον στόχο του. Μία έκρηξη τον τύφλωσε προσωρινά, καθώς ένα βλήμα κατέστρεψε το πρωραίο πυροβόλο και φόνευσε τους Κομμάντο γύρω του.

Αμέσως μετά όμως, ο Μπήτι εντόπισε το καμπύλο σχήμα των λιμενοβραχίονων της Νότιας Εισόδου του λιμένος, βεβαιούμενος ότι είχε την σωστή πορεία. Λίγο μετά, η MGB 134 έστρεψε δεξιά, σημάδι ότι τώρα το αντιτορπιλικό έμπαινε στην τελική ευθεία για τον στόχο του.

Ο Μπήτι είδε να περνά στα αριστερά του ο Παλαιός Μώλος και μετά η Παλαιά Είσοδος, οπότε διέκρινε πλέον μέσα στο ημίφως που δημιουργούσαν οι προβολείς και οι εκρήξεις τη χαμηλή σκοτεινή λωρίδα του μαύρου ατσαλιού της εξωτερικής θύρας της δεξαμενής Normandie.

Με 20 κόμβους πλέον, το «Campbeltown» όρμησε μπροστά. Ξαφνικά κτύπησε το μεταλλικό ανθυποβρυχιακό δίκτυ που προστάτευε τη θύρα, αλλά η ορμή των 1.000 τόνων του πλοίου το έκοψε σαν χαρτί.

Δευτερόλεπτα αργότερα το πλοίο τραντάχτηκε συθέμελα, καθώς εμβόλισε την εξωτερική πύλη της δεξαμενής. Με έναν ανατριχιαστικό τριγμό μετάλλων, η καρίνα του αντιτορπιλικού συνεθλίβη λίγα μέτρα προς τα μέσα και το μπροστινό τμήμα της πλώρης καβάλησε τη μεταλλική κατασκευή.

Η ώρα ήταν 01.34. Το «Campbeltown» είχε κτυπήσει τον στόχο του, με μόλις 4 λεπτά καθυστέρηση από την ώρα που προέβλεπε το σχέδιο.

Το 3ο Συγκρότημα επιτίθεται

Ακίνητο πλέον το αντιτορπιλικό, εδέχετο πλήγματα με ακρίβεια που δημιουργούσαν απώλειες στους Κομμάντο. Αυτοί τώρα άρχισαν να εγκαταλείπουν το πλοίο πηδώντας στο πλατύ μεταλλικό μονοπάτι που δημιουργούσε η θύρα κάτω από το πλοίο (και από τις δύο πλευρές του).

Οι ομάδες καταστροφέων και προστασίας του 3ου Συγκροτήματος ξεχύθηκαν στις προβλήτες για να εκτελέσουν τις αποστολές τους.

Η ομάδα προστασίας του υπολοχαγού Ρόντερικ είχε ως αποστολή την εξουδετέρωση τριών πολυβολείων στα δεξιά του πλοίου και την πυρπόληση των υπογείων δεξαμενών καυσίμων. Το πρώτο πολυβολείο δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει στην έφοδο των Κομμάντο, το δεύτερο τσιμέντινο πολυβολείο, το οποίο είχε στην οροφή του ένα ταχυβόλο των 37 χλστ., εξουδετερώθηκε με χειροβομβίδες και οι επιζώντες θερίσθηκαν καθώς έβγαιναν από το ρημαγμένο κτίριο. Το τρίτο πολυβολείο βρέθηκε κατεστραμμένο από τα πυρά των ταχυπλόων.

Η τελευταία αποστολή του Ρόντερικ απέτυχε, καθώς οι υπόγειες δεξαμενές δεν ανεφλέγοντο, παρά τη ρίψη εμπρηστικών χειροβοβίδων στους αεραγωγούς τους. Τελικά ο υπολοχαγός εγκατέστησε την αποκοπή που προέβλεπε το σχέδιο στη δυτική πλευρά της δεξαμενής, ώστε να προληφθεί τυχόν γερμανική αντεπίθεση.

Η ομάδα προστασίας του υπολοχαγού Ρόυ είχε ως αποστολή την εξουδετέρωση δύο πολυβολείων στην ταράτσα του αντλιοστασίου της δεξαμενής και την ασφάλιση της γέφυρας της Παλαιάς Εισόδου.

Αφού τα πολυβολεία βρέθηκαν εγκαταλελειμμένα, ο Ρόυ έφθασε στη γέφυρα και εγκαταστάθηκε αμυντικά, ώστε να εξασφαλισθεί η αποχώρηση των ανδρών του 3ου Συγκροτήματος προς τον χώρο απαγκίστρωσης στις προβλήτες της Παλαιάς Εισόδου.

Η ομάδα καταστροφών του υπολοχαγού Τσαντ είχε την πιο σημαντική αποστολή της επιχείρησης, μετά από εκείνη του «Campbeltown»: την ανατίναξη των αντλιών που άδειαζαν τη δεξαμενή Normandie από το νερό.

Η καταστροφή του αντλιοστασίου θα σήμαινε ότι ακόμη και αν οι θύρες της δεξαμενής έμεναν άθικτες, αυτή θα εμετατρέπετο σε παλιρροϊκού τύπου δεξαμενή που θα λειτουργούσε σύμφωνα με την κίνηση των υδάτων της παλίρροιας.

Ο Τσαντ και οι 4 λοχίες του παρεβίασαν την πόρτα του αντλιοστασίου και κατέβηκαν τις σκάλες που οδηγούσαν 12 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, φθάνοντας στις αντλίες.

Ο καθένας τους κουβαλούσε 30 κιλά εκρηκτικών τα οποία ήταν διαμορφωμένα σε κοίλο γέμισμα και αδιαβροχοποιημένα. Όλα τοποθετήθηκαν σε καίρια σημεία και συνδέθηκαν με ένα κεντρικό πυραγωγό ακαριαίο σχοινίο cordtex. Αφού τελείωσαν τη σύνδεση οι λοχίες, άναψαν τα βραδύκαυστα πυραγωγά σχοινία που κατέληγαν σε διπλούς πυροκροτητές για ασφάλεια.

Οι καταστροφείς είχαν 90 δευτερόλεπτα για να εγκαταλείψουν τον χώρο. Οι εκρήξεις ακούσθηκαν ακριβώς τον καθορισμένο χρόνο από τους καταστροφείς οι οποίοι, όταν επέστρεψαν στο αντλιοστάσιο για να διαπιστώσουν τα αποτελέσματα, είδαν ότι οι 4 ηλεκτρογεννήτριες στο κτίριο είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, ενώ οι αντλίες στο υπόγειο ήταν σίγουρο ότι ευρίσκοντο στην ίδια κατάσταση. Ο Τσαντ και οι άνδρες του απεσύρθησαν προς το σημείο εκκένωσής τους στον Παλαιό Μώλο.

Την καταστροφή του κτιρίου που στέγαζε τον μηχανισμό ανοίγματος-κλεισίματος της εξωτερικής θύρας είχε αναλάβει ο υπολοχαγός Σμάλλεϋ. Η αποστολή του εκτελέσθηκε εύκολα και οι καταστροφείς απεσύρθησαν προς τον Παλαιό Μώλο. Την ολοκλήρωση της καταστροφής της δεξαμενής είχε αναλάβει ο υπολοχαγός Έτσες και οι ομάδες του.

Η ομάδα καταστροφέων του υπολοχαγού Μπάρντον θα κατέστρεφε τον μηχανισμό ανοίγματος-κλεισίματος της εσωτερικής θύρας της δεξαμενής, ενώ η ομάδα του υπολοχαγού Μπρετ θα ανατίναζε την ίδια την εσωτερική θύρα της δεξαμενής. Ως προστασία των ομάδων αυτών θα ενεργούσαν οι άνδρες των υπολοχαγών Ντένισον και Μπάρτενσοου.

Όπως απεδείχθη η συνεισφορά τους υπήρξε σωτήρια, καθώς στο μέσον της απόστασης των 300 μέτρων που απείχαν οι στόχοι τους, οι καταστροφείς καθηλώθηκαν από ένα πολυβολείο σε χαράκωμα. Αμέσως μία ομάδα εξαπέλυσε κατασταλτικά πυρά, ενώ ο Ντένισον και άλλοι Κομμάντο έριξαν χειροβομβίδες και σκότωσαν τους Γερμανούς.

Φθάνοντας στους στόχους των καταστροφέων, ο Ντένισον εγκαταστάθηκε αμυντικά ώστε να αποτραπεί τυχόν αντεπίθεση των Γερμανών από τη βόρεια περιστρεφόμενη γέφυρα.

Η ομάδα καταστροφέων του υπολοχαγού Μπρετ, εν μέσω πυκνών πυρών από γερμανικά πολυβολεία και τα ελλιμενιζόμενα γερμανικά πλοία, κατευθύνθηκε στον στόχο της. Σύντομα τα γερμανικά πυρά προκάλεσαν αρκετές απώλειες στους Βρετανούς.

Τόσο ο υπολοχαγός Έτσες όσο και ο υπολοχαγός Μπρετ τραυματίσθηκαν, αλλά οι άνδρες τους ήξεραν καλά τη δουλειά τους, μετά από τις άπειρες δοκιμές που είχαν γίνει.

Εννέα γεμίσματα των 9 λιβρών τοποθετήθηκαν σε καθεμία από τις πλευρές της εσωτερικής θύρας αλλά τα εκρηκτικά που θα ετοποθετούντο στο εσωτερικό της κατασκευής στάθηκε αδύνατο να τοποθετηθούν, καθώς τα ανοίγματα, που οδηγούσαν στο εσωτερικό της, ήταν σφραγισμένα.

Ελλείψει αξιωματικών, ο λοχίας Καρ πυροδότησε τα εκρηκτικά, τα οποία σήκωσαν πίδακες νερού εκατέρωθεν της θύρας. Οι οπές που ανοίχθηκαν δεν κατέστρεψαν ολοσχερώς τη θύρα, αλλά θα την αχρήστευαν για αρκετό καιρό.

Η βρετανική δύναμη, μόλις ολοκληρώθηκε η αποστολή της, απεσύρθη από τη θύρα αλλά πίσω της άφησε νεκρούς τον υπολοχαγό Μπαρτενσόου και άλλους έξι Κομμάντο.

Εν τω μεταξύ, ο υπολοχαγός Μπάρτον είχε παγιδεύσει τον μηχανισμό κίνησης της εσωτερικής θύρας και μόλις ο τελευταίος Βρετανός, βόρεια της θέσης του, απεχώρησε, πυροδότησε τα εκρηκτικά καταστρέφοντας ολοσχερώς τον μηχανισμό. Κατόπιν υποχώρησε προς το προκαθορισμένο σημείο απαγκίστρωσης.

Οι εκρήξεις στη δεξαμενή Normandie ικανοποίησαν τον αντισυνταγματάρχη Νιούμαν, ο οποίος είχε εγκαταστήσει το πρόχειρο αρχηγείο του αριστερά της γέφυρας της Παλαιάς Εισόδου ευρισκόμενος υπό το σφοδρό πυρ των γερμανικών πολυβολείων από τη Βάση των Υποβρυχίων.

Νότια της δεξαμενής και του Νιούμαν, δύο ακόμη σφοδρές μάχες εδιαδραματίζοντο, καθώς τα 1ο και 2ο Συγκροτήματα Επίθεσης προσπαθούσαν να αποβιβασθούν στον Παλαιό Μώλο και την Παλαιά Είσοδο, αντίστοιχα.

Μάχη στην Παλαιά Είσοδο

Πριν ακόμη το «Campbeltown» εμβολίσει τη θύρα της δεξαμενής, η ακταιωρός ML 192 του υποπλοίαρχου Στέφενς, η οποία ηγείτο της φάλαγγας των έξι ταχυπλόων που μετέφεραν το 2ο Συγκρότημα προς τις προβλήτες της Παλαιάς Εισόδου, είχε πληγεί από ένα μεγάλο βλήμα στο μηχανοστάσιο.

Αμέσως το σκάφος πήρε φωτιά και εκτός ελέγχου κατευθύνθηκε προς τα αριστερά και προσέκρουσε στον ανατολικό λιμενοβραχίονα! Πέντε Κομμάντο και τέσσερις ναύτες είχαν σκοτωθεί και οι υπόλοιποι έπεσαν στη θάλασσα ή μπήκαν σε μικρές λέμβους διάσωσης.

Ο επικεφαλής των Κομμάντο, λοχαγός Μπερν, μόνος του κατευθύνθηκε προς τον στόχο του: δύο ξύλινους αντιαεροπορικούς πύργους στη βόρεια άκρη της Βάσης των Υποβρυχίων, τους οποίους βρήκε άδειους.

Το επόμενο σκάφος στη σειρά ήταν το ML 262 του ανθυποπλοιάρχου Μπαρτ, που μετέφερε την ομάδα καταστροφέων του υπολοχαγού Γούντκοκ. Ο Μπαρτ, τυφλωμένος από τους προβολείς, ξεπέρασε το σημείο αποβίβασης ακολουθούμενος από το ML 267 του ανθυποπλοιάρχου Μπερτ, ο οποίος έκανε ακριβώς το ίδιο λάθος. Και τα δύο σκάφη άρχισαν να ελίσσονται για να επιστρέψουν στο σωστό σημείο αποβίβασης.

Τέταρτο στη σειρά ακολουθούσε το ML 268 του ανθυποπλοιάρχου Τίλλι, ο οποίος –αντίθετα με τα προηγούμενα σκάφη– κατευθύνθηκε στο σωστό σημείο. Αμέσως το σκάφος του δέχθηκε καταιγισμό παρατεταμένων και εύστοχων πυρών, τα οποία πυρπόλησαν τις εξωτερικές δεξαμενές καυσίμων και μετέβαλαν την ακταιωρό σε πλωτό κολαστήριο. Δευτερόλεπτα αργότερα το ταχύπλοο ανατινάχθηκε και η θάλασσα γέμισε φλεγόμενα ξύλα και ανθρώπους που ούρλιαζαν απελπισμένα. Από τους 18 Κομμάντο μόνο δύο γλίτωσαν, καθώς και το μισό πλήρωμα.

Από πίσω ακολουθούσε το ML 156 του ανθυποπλοιάρχου Φέντον, το οποίο έτυχε της ίδιας υποδοχής από τα γερμανικά πυροβολεία. Ο Φέντον, ενόψει της κατάστασης, αποφάσισε να αποχωρήσει.

Τελευταίο στη γραμμή ήταν το ML 177 του ανθυποπλοιάρχου Ρόντιερ, το οποίο παρά τα πλήγματα που δεχόταν δεν εφαίνετο να έχει υποστεί σοβαρές ζημιές, με αποτέλεσμα να προσεγγίσει επιτυχώς στα σκαλοπάτια των νοτίων προβλητών της Παλαιάς Εισόδου.

Γύρω του εξελίσσοντο σκηνές Αποκάλυψης, καθώς τα νερά ήταν γεμάτα από φλεγόμενες λίμνες καυσίμων, πτώματα και καιόμενους ανθρώπους που ούρλιαζαν, ενώ ο αέρας μύριζε μπαρούτι, καμένη σάρκα και δονούσε από τους κανονιοβολισμούς των ταχυβόλων.

Τρέμοντας από τρόμο και έκπληκτοι που ήταν ακόμη ζωντανοί, ο αρχιλοχίας Χέινς και οι άνδρες του αποβιβάσθηκαν από το ML 156 και ξεκίνησαν για την αποστολή τους: να σιγήσουν τα πυροβόλα που ευρίσκοντο μεταξύ του Παλαιού Μώλου και της Παλαιάς Εισόδου, τα οποία και ευθύνοντο για την απώλεια τόσων συντρόφων τους.

Εν τω μεταξύ, τα δύο σκάφη που είχαν αστοχήσει στο σημείο αποβίβασης επέστρεφαν στην Παλαιά Είσοδο. Το ML 262 απεβίβασε επιτυχώς τον υπολοχαγό Γούντκοκ και τους καταστροφείς του, οι οποίοι είχαν αποστολή την καταστροφή της θύρας του διαύλου της Παλαιάς Εισόδου και της περιστρεφόμενης γέφυρας στο ίδιο σημείο, καθώς και την ομάδα προστασίας τους. Ο ανθυποπλοίαρχος Μπαρτ δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί, όταν είδε τον Γούντκοκ να του κάνει νοήματα από την προβλήτα για να τους αποσύρει.

Οι Κομμάντο είχαν κάνει λάθος, νομίζοντας ότι είχε ριφθεί η έγχρωμη φωτοβολίδα που εσήμαινε την απόσυρση της δύναμης. Ενώ απεμακρύνετο το ML 262 γύρισε για τρίτη φορά στις προβλήτες της Παλαιάς Εισόδου για να παραλάβει την ομάδα του υπολοχαγού Σμάλεϋ, η οποία είχε ολοκληρώσει την καταστροφή του νοτίου μηχανισμού κίνησης της εξωτερικής θύρας της Normandie.

Αφού παρέλαβε και αυτούς, το ML 262 κατευθύνθηκε προς την ανοικτή θάλασσα. Τότε όμως δέχθηκε επανειλημμένα πλήγματα, τα οποία αχρήστευσαν όλα τα όπλα του και σκότωσαν τον υπολοχαγό Σμάλεϋ και αρκετούς Κομμάντο. Ωστόσο, οι κινητήρες έμειναν άθικτοι, με αποτέλεσμα το ML 262 να διαφύγει προς την ανοικτή θάλασσα.

Η δεύτερη ακταιωρός που επέστρεφε, η ML 267 του ανθυποπλοιάρχου Μπερτς, δεν είχε την ίδια επιτυχία με το ML 262. Η προσπάθεια να αποβιβασθούν οι Κομμάντο αναχαιτίσθηκε από πυκνά και εύστοχα πυρά, τα οποία πυρπόλησαν το σκάφος το οποίο παρεσύρθη ακυβέρνητο στη μέση του ποταμού.

Οι επιβάτες του έπεσαν στη θάλασσα, αλλά οι περισσότεροι σκοτώθηκαν από πυρά πολυβόλων, κάηκαν ή πνίγηκαν. Οκτώ Κομμάντο, ο Μπερτς και δέκα ναύτες χάθηκαν στη φάση αυτή.

Απόβαση στον Παλαιό Μώλο

Οι έξι ακταιωροί που μετέφεραν το 1ο Συγκρότημα είχαν αποστολή την αποβίβαση των Κομμάντο στον Παλαιό Μώλο, ο οποίος προεξείχε για μία απόσταση 100 περίπου μέτρων από την ακτή της Παλαιάς Πόλης του Σαιν Ναζαίρ.

Πρώτο στη σειρά ήταν το ML 447 του ανθυποπλοίαρχου Πλατ, που μετέφερε τον λοχαγό Μπίρνεϋ και 14 Κομμάντο, με αποστολή την εξουδετέρωση των δύο πυροβολείων που ευρίσκοντο κατά μήκος του μώλου.

Οι Γερμανοί το υποδέχθηκαν με πυκνά και εύστοχα πυρά. Οι προσπάθειες αποβίβασης των Κομμάντο στην πέτρινη σκάλα που κατέβαινε ως την επιφάνεια του νερού αποκρούσθηκαν με μία βροχή από βλήματα πυροβόλων και χειροβομβίδων από τα πυροβολεία που υψώνοντο αρκετά μέτρα πάνω από το σκάφος.

Κάποια στιγμή, ένα βήμα μεγάλου διαμετρήματος τσάκισε το κατάστρωμα της ακταιωρού και μπήκε στο μηχανοστάσιο καταστρέφοντας τους κινητήρες και βάζοντας φωτιά στο σκάφος.

Αυτό, ακυβέρνητο, παρεσύρθη μακριά από τον μώλο και οι επιβάτες του έπεσαν στη θάλασσα. Από αυτούς άλλοι πνίγηκαν και άλλοι σκοτώθηκαν από γερμανικά πυρά.

Λίγοι επιζώντες περισυνελέγησαν από το ML 160, λίγο αργότερα. Πίσω από το σκάφος του Πλατ ακολουθούσε το ML 457 του ανθυποπλοιάρχου Κόλλιερ, ο οποίος κατόρθωσε να αποβιβάσει με επιτυχία την ομάδα του λοχαγού Πρίτσαρντ με 4 καταστροφείς, την ομάδα καταστροφέων του υπολοχαγού Γουώλτον και την ομάδα προστασίας του υπολοχαγού Γουάτσον. Ως εκ θαύματος οι Γερμανοί δεν έπληξαν το σκάφος, ίσως γιατί ασχολούντο ήδη με τα επερχόμενα ML 307, ML 443, ML 306 και ML 446.

Το ML 307 του ανθυποπλοιάρχου Γουάλις μετέφερε την ομάδα καταστροφέων του λοχαγού Μπράντλεϋ που είχε ως αποστολή την ανατίναξη της κεντρικής πύλης στη νότια είσοδο του λιμανιού.

Φθάνοντας κάτω από τον Παλαιό Μώλο, το κατάστρωμα της ακάτου θερίσθηκε από πυρά ελαφρών πολυβόλων, ενώ χειροβομβίδες άρχιζαν να πέφτουν από τον ουρανό και να εκρήγνυνται ανάμεσα στους Κομμάντο.

Οι απώλειες από τα πυρά και η πρόσκρουση σε ένα υποβρύχιο εμπόδιο έπεισαν τον Γουάλις και τον Μπράντλεϋ ότι η αποβίβαση δεν ήταν εφικτή και το σκάφος απεσύρθη στην άλλη όχθη του ποταμού επιτιθέμενο σε προβολείς και πυροβολεία που εστρέφοντο κατά των επιδρομέων.

Την ίδια τύχη είχαν και τα ML 443 και ML 306 των ανθυποπλοιάρχων Χόρλοκ και Χέντερσον αντίστοιχα, τα οποία αποσύρθηκαν κυνηγημένα από τις εκτυφλωτικές δέσμες των προβολέων και τη βροχή των εκρηκτικών βλημάτων των γερμανικών ταχυβόλων.

Το τελευταίο σκάφος, το ML 446 του ανθυποπλοιάρχου Φάλκονερ, ξεπέρασε τον Παλαιό Μώλο και προσπάθησε να επιστρέψει στη σωστή αποβάθρα. Εύστοχα πυρά ωστόσο σκότωσαν τον διοικητή των Κομμάντο, υπολοχαγό Χόντγκσον, και τραυμάτισαν τους δύο λοχίες του.

Ο Φάλκονερ, εν όψει των απωλειών, απεφάσισε και αυτός να αποσυρθεί, με αποτέλεσμα από τα έξι ταχύπλοα του 1ου Συγκροτήματος μόνο ένα να έχει κατορθώσει να αποβιβάσει τους επιδρομείς που μετέφερε.

Από τους 70 Κομμάντο που έπρεπε να βγουν στον Παλαιό Μώλο, μόνο 20 ευρίσκοντο στην ξηρά. Οι συνέπειες θα ήταν οδυνηρές για τους Βρετανούς, καθώς οι άνδρες αυτοί θα εξουδετέρωναν τα παράκτια πυροβολεία των Γερμανών και θα ασφάλιζαν τον Παλαιό Μώλο, ο οποίος είχε καθορισθεί ως το σημείο απαγκίστρωσης της βρετανικής επιδρομικής δύναμης.

Εν τω μεταξύ, οι υπολοχαγοί Γουώλτον και Γουάτσον κατευθύνοντο προς τον στόχο τους: την ανυψούμενη γέφυρα στο βόρειο άκρο της Παλαιάς Εισόδου του λιμανιού, την οποία έπρεπε να ανατινάξουν ώστε να απομονωθεί η Παλαιά Πόλη του Σαιν Ναζαίρ και να αποτραπεί τυχόν γερμανική αντεπίθεση.

Πριν όμως φθάσουν εκεί, έπρεπε να περάσουν από την πλατεία Ντε λα Βιέιγ Βιλ, της οποίας το ακάλυπτο έδαφος σάρωναν τα πυρά ενός πολυβολείου στην απέναντι πλευρά του διαύλου. Οι προσπάθειες των Κομμάντο να πλησιάσουν τη γέφυρα είχαν ως συνέπεια τον θάνατο του Γουώλτον και τον τραυματισμό του Γουάτσον, καθώς και αρκετών ανδρών τους.

Ο λοχαγός Πρίτσαρντ, ο οποίος είχε ως αποστολή την επίβλεψη των ανατινάξεων στην Παλαιά Πόλη, έφθασε από άλλο δρομολόγιο στην ανυψούμενη γέφυρα, όπου και διαπίστωσε ότι η ομάδα καταστροφέων είχε καθηλωθεί και δεν υπήρχε περίπτωση να προσεγγίσει κανείς ζωντανός τη γέφυρα.

Εν συνεχεία, εστράφη με την ομάδα του προς τα νότια και αφού τοποθέτησε εκρηκτικά σε δύο γαλλικά ρυμουλκά (τα Champion και Pornic) πήγε να ελέγξει την ανατίναξη της γέφυρας και της θύρας της Νότιας Εισόδου, του διαύλου της Παλαιάς Εισόδου του λιμανιού.

Φθάνοντας στη μεσαία θύρα του διαύλου περίμενε να συναντήσει την ομάδα του λοχαγού Μπράντλεϋ, που είχε αναλάβει την καταστροφή της, όμως δεν βρήκε κανέναν.

Η ίδια ερημιά τον υποδέχθηκε και στη Νότια Είσοδο, όπου έπρεπε να συναντήσει την ομάδα του υπολοχαγού Σουάιν, καθώς τα σκάφη που μετέφεραν τις δύο ομάδες, τα ML 307 και ML 306, είχαν υποχωρήσει κάτω από τα γερμανικά πυρά στον Παλαιό Μώλο.

Αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν Κομμάντο ούτε στον ηλεκτρικό σταθμό, που έπρεπε και αυτός να καταστραφεί, ο Πρίτσαρντ κινήθηκε προς την ανυψούμενη γέφυρα, μέσα από τα στενοσόκακα της Παλαιάς Πόλης.

Στρίβοντας μία γωνία, ένας οξύς πόνος διαπέρασε το στομάχι του, καθώς ένας κουλουριασμένος Γερμανός, που κρυβόταν εκεί, τον μαχαίρωσε με την ξιφολόγχη του. Αμέσως ο δεκανέας Μακλάγκαν, που ακολουθούσε, θέρισε τον Γερμανό με το υποπολυβόλο Thompson που διέθετε, αλλά ο Πρίτσαρντ ήταν ήδη ετοιμοθάνατος.

Απαγκίστρωση από τη θάλασσα

Στο πρόχειρο αρχηγείο του αντισυνταγματάρχη Νιούμαν, κοντά στην Παλαιά Είσοδο του λιμανιού, οι εκρήξεις από τις συντελούμενες καταστροφές στα διάφορα σημεία του λιμανιού μαρτυρούσαν ότι οι αποστολές των Κομμάντο είχαν ολοκληρωθεί.

Ήδη οι μικρές ομάδες καταστροφέων και προστασίας αποχωρούσαν προς τα σημεία απαγκίστρωσης στον Παλαιό Μώλο και την Παλαιά Είσοδο.

Ο Νιούμαν, θέλοντας να ελέγξει την οργάνωση της απαγκίστρωσης, έφθασε στις προβλήτες που έβλεπαν προς τον ποταμό και τότε κατάλαβε ότι δεν υπήρχε πλέον περίπτωση να φύγουν από αυτή την οδό.

Μπροστά του απλωνόταν μία εικόνα καταστροφής, καθώς τα περισσότερα ταχύπλοα ήταν επιπλέοντα και καιόμενα συντρίμμια, ενώ τα πληρώματά τους επέπλεαν στα νερά του ποταμού ως πτώματα ή ναυαγοί.

Ενώ οι Κομμάντο εμάχοντο στην ξηρά, τα μικρά σκάφη είχαν δώσει τη δική τους μάχη, ενώ περίμεναν την ώρα της απαγκίστρωσης. Η τορπιλάκατος ΜΤΒ 74 του ανθυποπλοιάρχου Γουΐν είχε εκτοξεύσει τις βραδυφλεγείς τορπίλες της κατά της εξωτερικής θύρας της εισόδου της βάσης των υποβρυχίων.

Εν συνεχεία, πλησίασε το «Campbeltown» και, αφού περισυνέλεξε αρκετούς από το πλήρωμα και τραυματίες των Κομμάντο, κινήθηκε προς την ανοικτή θάλασσα με ταχύτητα 40 κόμβων.

Η διαφυγή της θα ήταν βέβαιη, εάν ο Γουΐν δεν έκανε το λάθος να σταματήσει και να περισυλλέξει κάποιους ναυαγούς. Αμέσως δύο βλήματα των 170 χλστ., από τα πυροβολεία του Ακρωτηρίου Ηβ, έπληξαν το σκάφος βυθίζοντάς το. Όσοι διασώθηκαν βρέθηκαν να επιπλέουν στα σκοτεινά κρύα νερά του ποταμού Λουάρ.

Στα ανοικτά της Παλαιάς Εισόδου, τρία ταχύπλοα προσέβαλαν γερμανικά παράκτια πυροβολεία, ενώ περίμεναν την ολοκλήρωση της αποστολής των Κομμάντο: τα ML 160, ML 270 και ML 298.

To ML 160, βλέποντας το ML 447 να καίγεται στον Παλαιό Μώλο, πλησίασε και μάζεψε τους επιζώντες, ενώ επιστρέφοντας στην αρχική του θέση σταμάτησε για να περισυλλέξει και άλλους ναυαγούς.

Τότε μία ομοβροντία από τα πυροβόλα του ακρωτηρίου Ηβ προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο σκάφος, εξαναγκάζοντας τον κυβερνήτη του να αποχωρήσει για την Αγγλία.

Το ML 270, στη διάρκεια της ανταλλαγής πυρών με την παράκτια γερμανική άμυνα, είχε υποστεί σοβαρές ζημιές στο πηδάλιο και ο κυβερνήτης του απεφάσισε να αποσυρθεί προς την ανοικτή θάλασσα, χωρίς να έχει μαζέψει κανέναν από τους Κομμάντο.

Το ML 298, φλεγόμενο από εύστοχες γερμανικές βολές, διήλθε από τον Παλαιό Μώλο και την Παλαιά Είσοδο, χωρίς να βρει κανέναν Κομμάντο. Τελικά η πυρκαγιά επεκτάθηκε και ο κυβερνήτης του απεφάσισε να το εγκαταλείψει.

Ένα άλλο ταχύπλοο, το ML 262, το οποίο είχε περισυλλέξει την ομάδα του υπολοχαγού Σμάλεϋ, προσπάθησε να βοηθήσει το φλεγόμενο ML 457, αλλά σύντομα οι προβολείς εγκλώβισαν τα δύο πλοιάρια και τα γερμανικά πυρά τα έστειλαν στο βυθό του ποταμού. Οι λίγοι επιζώντες κατόρθωσαν να επιβιβασθούν στις μικρές λέμβους διάσωσης Carley.

Την ίδια τύχη είχε και το ML 177, το οποίο μετέφερε μακριά από το πεδίο της μάχης 50 περίπου Βρετανούς. Ένα βλήμα των 75 χλστ. από τα πυροβόλα του ακρωτηρίου Πουαντώ το έστειλε στο βυθό.

Τέσσερις ακόμη ακταιωροί, οι ML 307, ML 443, ML 306 και ML 446, περίμεναν να πλησιάσουν στο χώρο απαγκίστρωσης των Κομμάντο, αλλά η τύχη των προηγούμενων σκαφών έπεισε τους κυβερνήτες τους ότι ήταν άσκοπη θυσία η προσέγγιση στους προβλήτες.

Αυξάνοντας ταχύτητα κατευθύνθηκαν προς την ανοικτή θάλασσα και το σημείο συνάντησης με τα αντιτορπιλικά «Tynedale» και «Atherstone». Σε αυτά προστέθηκε και η κανονιοφόρος MGB 314, η οποία είχε περισυλλέξει τον κυβερνήτη του «Campbeltown» και αρκετούς από το πλήρωμα.

Στις 04.30 τα δύο αντιτορπιλικά συνάντησαν τα ML 156 και ML 446 των οποίων παρέλαβαν τα πληρώματα, ενώ τα σκάφη εγκαταλείφθηκαν. Όλα τα υπόλοιπα ταχύπλοα έφθασαν στην Αγγλία, εκτός του ML 306, το οποίο είχε την ατυχία να συναντηθεί με 5 γερμανικές τορπιλακάτους.

Μετά από μία άνιση μάχη, οι επιζώντες Βρετανοί παραδόθηκαν. Στη μάχη αυτή ο λοχίας Φρανκ Ντουράντ κέρδισε τον Σταυρό της Βικτωρίας, καθώς, ενώ ήταν τραυματισμένος στα δύο πόδια, στα δύο χέρια και σε άλλα σημεία του σώματός του, συνέχισε να μάχεται έως ότου τελικά σκοτώθηκε.

Το εκπληκτικό ήταν ότι πρώτος για παράσημο τον επρότεινε ο Γερμανός κυβερνήτης της τορπιλακάτου «Jaguar», αντιπλοίαρχος Πωλ.

Κυνηγημένοι από τον εχθρό

Στο μικρό πρόχειρο αρχηγείο του αντισυνταγματάρχη Νιούμαν, κοντά στην Παλαιά Είσοδο, συνέρεαν πλέον οι σκόρπιες ομάδες του Κομμάντο που ολοκλήρωναν τις αποστολές τους. Όλοι σχεδόν ήταν τραυματισμένοι και αιμόφυρτοι.

Ο Νιούμαν και ο ταγματάρχης Κόπλαντ έκαναν μία μικρή σύσκεψη και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο να γίνει καμία εκκένωση από τη θάλασσα.

Ο Νιούμαν ρώτησε τον Κόπλαντ εάν θα έπρεπε να παραδοθούν και εκείνος απάντησε: «Ασφαλώς όχι. Θα πολεμήσουμε για να ξεφύγουμε».

Ο Νιούμαν δεν περίμενε άλλη απάντηση από τον υποδιοικητή του, του οποίου το επιθετικό και ακατάβλητο πνεύμα των Κομμάντο απηχούσε τα αισθήματα όλων των ανδρών του.

Η πλέον άμεση οδός διαφυγής περνούσε μέσα από την Παλαιά Πόλη και διαμέσου της ανασυρόμενης γέφυρας σχήματος D στη βόρεια άκρη του διαύλου της Νότιας Εισόδου. Οι Κομμάντο χωρίσθηκαν σε ομάδες των 20 ανδρών και ξεκίνησαν για την έξοδο από τον γερμανικό κλοιό.

Το πέρασμα μέσα από την Παλαιά Πόλη κόστισε μερικές απώλειες, καθώς τα πολυβολεία από την Βάση των Υποβρυχίων κατηύθυναν τα θεριστικά πυρά τους σε όποιους από τους Βρετανούς εκτίθεντο στην πλατεία της πόλης.

Το μεγάλο εμπόδιο ωστόσο ήταν η ανασυρόμενη σιδερένια γέφυρα σχήματος D. Εκεί το έδαφος ήταν τελείως ακάλυπτο και απέναντι ένα τσιμεντένιο πολυβολείο δέσποζε της περιοχής, ενώ αρκετοί Γερμανοί ναύτες είχαν λάβει θέσεις πίσω από τη γέφυρα.

Οι Κομμάντο σταμάτησαν προς στιγμήν απέναντι στο εμπόδιο αυτό, αλλά σύντομα ο Νιούμαν διέταξε να μαζευτούν μπροστά όσοι έφεραν υποπολυβόλα Thompson, καθώς και το μοναδικό πολυβόλο Bren που διέθεταν. Μετά, ο Νιούμαν φώναξε: «Εμπρός παιδιά!» και οι Κομμάντο όρμησαν προς τη γέφυρα.

Η ξαφνική έφοδος των Κομμάντο αιφνιδίασε τους Γερμανούς, οι οποίοι είδαν ξαφνικά να πετάγονται από το σκοτάδι Βρετανοί που έτρεχαν καταπάνω τους, ενώ εκτόξευαν έναν καταιγισμό πυρών από τα αυτόματα όπλα τους.

Οι περισσότεροι υποχώρησαν πανικόβλητοι και οι Κομμάντο κατόρθωσαν να φθάσουν χωρίς απώλειες στη γέφυρα. Τότε το πολυβολείο άνοιξε πυρ. Δεκάδες βολίδες κτύπησαν τη γέφυρα εξοστρακιζόμενες στα σιδερένια δοκάρια της και στην άσφαλτο.

Αρκετές βρήκαν τα σώματα των Βρετανών στέλνοντας μερικούς από αυτούς στο έδαφος τραυματισμένους ή θανάσιμα κτυπημένους.

Ήδη όμως οι πρώτοι Κομμάντο περνούσαν τη γέφυρα και ευρίσκοντο ανάμεσα στον εχθρό. Ο πανικός κατέλαβε τους Γερμανούς, καθώς οι Κομμάντο τους πυροβολούσαν από πολύ κοντά με πιστόλια και υποπολυβόλα. Η έφοδος είχε σημειώσει επιτυχία και οι περισσότεροι Κομμάντο ήδη εχάνοντο στα στενά σοκάκια της πόλης του Σαιν Ναζαίρ.

Εκεί άρχισαν να χάνουν τη συνοχή τους καθώς, σε ομάδες των τριών έως τεσσάρων ανδρών, ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους που ήλπιζαν ότι θα τους οδηγούσαν στη γαλλική ύπαιθρο και από εκεί, μέσω αντιστασιακών οργανώσεων, στην Ισπανία και το Γιβραλτάρ.

Όμως η πόλη ήταν ήδη κυκλωμένη από το 679ο Σύνταγμα Πεζικού, της 333ης Μεραρχίας. Καθόλη τη διάρκεια της νύκτας οι Κομμάντο έπαιξαν το παιχνίδι του ποντικιού με τη γάτα, προσπαθώντας να αποφύγουν τα δεκάδες οδοφράγματα και τις γερμανικές περιπόλους.

Το πρωί, σχεδόν όλοι ήταν νεκροί ή αιχμάλωτοι. Την ίδια τύχη είχε και ο αντισυνταγματάρχης Νιούμαν και οι 15 άνδρες που τον περιστοίχιζαν, οι οποίοι συνελήφθησαν ενώ εκρύβοντο σε ένα κελάρι.

Μοναδική εξαίρεση απετέλεσαν 5 άνδρες: οι δεκανείς Ντάγκλας, Χόβαρθ, Χουΐλερ και Σιμς καθώς και ο στρατιώτης Χάρντιγκ, οι οποίοι ξέφυγαν και μετά από πολλές περιπέτειες επέστρεψαν στην Αγγλία.

Η ανατίναξη του «Campbeltown»

Το φως της ημέρας της 28ης Μαρτίου βρήκε το λιμάνι του Σαιν Ναζαίρ σε κακό χάλι. Στήλες καπνού υψώνοντο από παντού, φωτιές έκαιγαν, μπάζα από τσιμέντα, τούβλα και στρεβλωμένα σίδερα γέμιζαν τις προβλήτες, ενώ δεκάδες πτώματα Βρετανών και Γερμανών ήταν σκορπισμένα ολόγυρα.

Το πιο ενδιαφέρον αξιοθέατο ωστόσο ήταν το παλαιό αντιτορπιλικό «Campbeltown» που ευρίσκετο το μισό καθισμένο στον λασπώδη πυθμένα του ποταμού και το υπόλοιπο επάνω σχεδόν στην εξωτερική θύρα της δεξαμενής Normandie.

Οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν στο πλοίο διασκέδαζαν στη σκέψη ότι οι Βρετανοί είχαν πιστέψει ότι ένα τόσο ελαφρύ πλοίο θα μπορούσε να καταστρέψει με εμβολισμό τη σιδερένια θύρα.

Το τσιμέντο που βρήκαν στο αμπάρι, πίστεψαν ότι είχε τοποθετηθεί για να προσθέσει βάρος στο σκάφος για μεγαλύτερη ισχύ στην κρούση.

Απατώντο όμως, καθώς το τσιμέντο σκέπαζε 4,8 τόνους εκρηκτικών, τα οποία, χάρη στη σύνθλιψη της καρίνας στην πλώρη, ευρίσκοντο σε άμεση επαφή με το τοίχωμα της θύρας της δεξαμενής. Το πλοίο σύντομα έγινε τόπος επίσκεψης από περίεργους Γερμανούς και Γάλλους.

Τα εκρηκτικά υποτίθεται ότι έπρεπε να εκραγούν στις 09.00, αλλά ήταν ήδη 10.00 και τίποτα δεν είχε συμβεί, καθώς οι πυροκροτητές-«στυλό» ήταν ανακριβείς μηχανισμοί και το οξύ που διάβρωνε την πλάκα που συγκρατούσε τον επικρουστήρα τους είχε μεγάλες διακυμάνσεις χρονικής δράσης.

Τριανταπέντε λεπτά αργότερα, το λιμάνι του Σαιν Ναζαίρ συγκλονίστηκε συθέμελα από μία κολοσσιαία έκρηξη, η οποία διέλυσε την εξωτερική θύρα της δεξαμενής και εξαφάνισε το μισό «Campbeltown».

Το υπόλοιπο μισό του πλοίου παρασύρθηκε από τα νερά του ποταμού, που όρμησαν στη δεξαμενή, και σφηνώθηκε στο πλάι του πρώτου από τα δύο φορτηγά πλοία που ευρίσκοντο για επισκευές στη δεξαμενή.

Ολόκληρη η πόλη έπαθε ζημιές από το ωστικό κύμα της έκρηξης, ενώ δεκάδες Γερμανοί που ευρίσκοντο στο πλοίο και τις διπλανούς προβλήτες εξαϋλώθηκαν.

Ο ήχος της έκρηξης, ωστόσο, για τους αιχμαλώτους Βρετανούς Κομμάντο ήταν η δικαίωση των φρικτών απωλειών που είχαν υποστεί την περασμένη νύκτα.

Η Επιχείρηση «Chariot» είχε πετύχει τον κύριο αντικειμενικό της σκοπό: την εξουδετέρωση της δεξαμενής του Σαιν Ναζαίρ. Δύο ημέρες αργότερα, οι βραδυφλεγείς τορπίλες που ανεπαύοντο στον πυθμένα της Νότιας Εισόδου και εμπρός από την εξωτερική θύρα του διαύλου που οδηγούσε στη Βάση των Υποβρυχίων, εξερράγησαν, δημιουργώντας την εντύπωση στους Γερμανούς ότι η γαλλική αντίσταση συνέβαλε στην αγγλική επιδρομή με παράλληλα σαμποτάζ.

Οι φρικτές απώλειες των Γερμανών από την έκρηξη του «Campbeltown» και το ψυχολογικό σοκ που είχαν υποστεί, προκάλεσαν τις επόμενες ημέρες ένταση στην πόλη, με συνέπεια τη διεξαγωγή δεκάδων φανταστικών αψιμαχιών με Γάλλους αντιστασιακούς και Βρετανούς πράκτορες.

Αρκετές φορές οι γερμανικές περίπολοι αντήλλασσαν πυρά μεταξύ τους, ενώ συχνά συνελάμβαναν ή σκότωναν αθώους Γάλλους, επειδή τους εκλάμβαναν ως σαμποτέρ.

Η Επιχείρηση «Chariot», όπως απέδειξε τις επόμενες ημέρες η αεροφωτογράφηση από την RAF, είχε επιτύχει πλήρως. Η εξωτερική θύρα της Normandie είχε εξαφανισθεί, η εσωτερική είχε διαρροές, ενώ το αντλιοστάσιο και οι μηχανισμοί κίνησης των θυρών είχαν καταστραφεί ολοσχερώς.

Το «Tirpitz» πλέον δεν είχε καταφύγιο στον Ατλαντικό. Δύο έτη μετά το τέλος του πολέμου, το 1947, η δεξαμενή Normandie θα επαναλειτουργούσε.Οι απώλειες όμως σε ανθρώπινες ζωές ήταν μεγάλες.

Από τους 611 Βρετανούς που συμμετείχαν στην επιδρομή, 34 αξιωματικοί και 151 άνδρες του Βασιλικού Ναυτικού φονεύθηκαν, όπως επίσης και 34 αξιωματικοί και 171 άνδρες των Κομμάντο.

Άλλοι 200 τουλάχιστον από τους τελευταίους είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι. Από τους Γερμανούς, επάνω στο «Campbeltown» σκοτώθηκαν 60 αξιωματικοί και 320 στρατιώτες, ενώ οι απώλειές τους κατά την επιδρομή δεν αποσαφηνίσθηκαν.