Η «Ανακωχή του Μούδρου», που υπεγράφη επί του αγγλικού θωρηκτού «Αγαμέμνων» στις 30 Οκτωβρίου 1918, υποχρέωνε την Οθωμανική Αυτοκρατορία να ανοίξει τα Στενά των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου, να παραδώσει στους Συμμάχους ορισμένα φρούρια και να εκκενώσει την Υπερκαυκασία.

Οι όροι της ανακωχής έγιναν γνωστοί στη Σμύρνη την επόμενη ημέρα της υπογραφής. Αρχικά, οι κάτοικοι παρέμειναν επιφυλακτικοί αναμένοντας τις εξελίξεις. Αιφνιδίως όμως, στις 7 Νοεμβρίου 1919, εξεδήλωσαν έναν έξαλλο ενθουσιασμό έχοντας παρασυρθεί από αισθήματα πατριωτισμού.

Η αιτία για τις εκδηλώσεις αυτές ήταν η εμφάνιση στον ορίζοντα της Σμύρνης ενός αγγλικού πολεμικού πλοίου και στη συνέχεια της άφιξης του –επίσης αγγλικού–
HMS Monitor 29.

Η Σμύρνη από εκείνη τη στιγμή άλλαξε όψη, οι δε Έλληνες πανηγύριζαν έξαλλοι για την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό, αφού οι τουρκικές αρχές είχαν καταλυθεί σχεδόν. Οι καταπιεσμένοι Έλληνες της περιοχής δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν με τίποτε.

Ήδη από την προηγουμένη, η «Προκυμαία» της Σμύρνης είχε στολιστεί με την γαλανόλευκη που κυμάτιζε παντού, ενώ στον καθεδρικό ναό της Αγίας Φωτεινής είχε υψωθεί μια μεγάλη ελληνική σημαία. Εμπρός στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, ο βαλής της Σμύρνης Νουρεττίν πασάς ανακοίνωσε ότι η ανύψωση σημαιών επιτρέπεται μόνο τις επίσημες ημέρες και όχι κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Αμέσως μετά ο κυβερνήτης του Monitor 29, Α. Dixon, προέβη στην ακόλουθη προκήρυξη:

«Μολονότι οι διαδηλώσεις προς τιμήν των Συμμάχων εκτιμώνται πολύ, ο πληθυσμός δεν πρέπει να ξεχνά ότι η ειρήνη ακόμη δεν αποφασίστηκε και ότι ήλθαμε εδώ για να ανοίξουμε το λιμάνι και για να περιφρουρήσουμε τα συμφέροντα των Συμμάχων. Επομένως πρέπει να παύσουν όλες οι δημόσιες εκδηλώσεις.

Α. Dixon Πλοίαρχος του Β. Βρετανικού Ναυτικού

Γ. Διοικητής των Συμμαχικών Ναυτικών Δυνάμεων».

Μετά τον κατάπλου των αγγλικών και γαλλικών πλοίων, κατέφθασε στη Σμύρνη και το ιταλικό πολεμικό «Πιεμόντε». Όμως, σύντομα οι Σύμμαχοι έδωσαν την απαραίτητη συγκατάθεση και για την ελληνική παρουσία στη Σμύρνη κι έτσι το αντιτορπιλικό «Λέων», με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Ηλία Μαυρουδή, κατέπλευσε στο λιμάνι στις 24 Δεκεμβρίου 1918. Στο πλοίο επέβαινε και ο βουλευτής Κυκλάδων Δ. Ζαμάνος.

Ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Λέων» ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα ερχόμενος σε επαφή με τους αντιπροσώπους των Λεβαντίνων, ενώ προσπαθούσε να περιορίσει τον ενθουσιασμό των Ελλήνων, χάριν των συμφερόντων του έθνους. Ο δε βουλευτής Δ. Ζαμάνος ίδρυσε αμέσως τον σύλλογο των καθολικών, επειδή στη Σμύρνη είχαν συγκεντρωθεί πολλοί καθολικοί προερχόμενοι από τις Κυκλάδες. Ο βουλευτής, με εύστοχες ενέργειες, προσπάθησε να τους συσπειρώσει, προκειμένου να εξυπηρετηθούν και πάλι τα συμφέροντα του έθνους. Η προσπάθεια αυτή εντατικοποιήθηκε αργότερα από τον εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών Π. Σκέφερη.

Στις 2 Ιανουαρίου 1919 επανήλθε στη Σμύρνη και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, ο οποίος είχε εκδιωχθεί από την έδρα του από τον Τούρκο νομάρχη Ραχμί, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όταν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος έφθασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σμύρνης Μπασμαχανέ, έγινε δεκτός με ζητωκραυγές από τους Έλληνες, οι οποίοι τον μετέφεραν στα χέρια τους έως τον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Φωτεινής.

Η αποστολή κλιμακίου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού

H Ελλάς προσχώρησε στη Σύμβαση της Γενεύης για τον Ερυθρό Σταυρό το 1865, ενώ το 1877 ιδρύθηκε ο σύλλογος του Ερυθρού Σταυρού, με πρόεδρο τον Μ. Ρενιέρη.

Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ) ήλθε επίκουρος της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ) σε όλους τους πολέμους, οι δε γιατροί και οι αδελφές νοσοκόμες έδειξαν πραγματική αφοσίωση και αυτοθυσία. Στα μέσα του 1918 η ελληνική κυβέρνηση διαπίστωσε τη δεινή θέση –από άποψη υγιεινής– των ελληνικών πληθυσμών της Θράκης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν εκτοπισθεί από τις εστίες τους. Αυτοί, έχοντας απωλέσει τα πάντα, ήταν πάμπτωχοι. Επιπλέον εμαστίζοντο από λοιμώδεις νόσους, ειδικά δε υπέφεραν από γρίπη.

Η κυβέρνηση απετάνθη στον Ερυθρό Σταυρό προκειμένου να αποσταλούν ομάδες για την περίθαλψη των ντόπιων πληθυσμών, καθώς και των προσφύγων στις περιοχές αυτές. Ο ΕΕΣ, αποδεχόμενος την εντολή, οργάνωσε την πρώτη αποστολή στην Κωνσταντινούπολη και το Νοέμβριο του 1918 ίδρυσε εκεί νοσοκομεία και ιατρεία. Ιατρεία εγκαταστάθηκαν και στις πόλεις της Θράκης και του Πόντου.

Στις αρχές του 1919 η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την πραγματοποίηση νέας αποστολής στη Σμύρνη. Στις 20 Ιανουαρίου κατέπλευσε στη Σμύρνη το πλωτό νοσοκομείο «Αμφιτρίτη», στο οποίο επέβαινε η αποστολή του ΕΕΣ υπό τον αρχίατρο Β. Τσουνούκα.

Η αποστολή διέθετε ιατρικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και τα απαραίτητα εφόδια για την εγκατάσταση ιατρείων και νοσοκομείων. Με την άφιξή της στη Σμύρνη, η επιτροπή μετέβη πρώτα στην Αγία Φωτεινή όπου και επισκέφτηκε τον μητροπολίτη Χρυσόστομο.

Στη συνέχεια μετέβη στο ελληνικό νοσοκομείο όπου, παρουσία του πλοιάρχου Μαυρουδή, υψώθηκε η ελληνική σημαία. Στις επόμενες ημέρες, ο Ερυθρός Σταυρός προέβη στην ίδρυση ενός παραρτήματος στην κοινότητα του Αγίου Ιωάννη και στις 14 Φεβρουαρίου ίδρυσε ένα βακτηριολογικό εργαστήριο και ένα χημείο.

Οι εγκαταστάσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν παρά τις απειλές των τουρκικών Αρχών. Το «Αμφιτρίτη», στις 18 Φεβρουαρίου έφθασε στο λιμάνι της Σμύρνης, όπου εκφόρτωσε προσωπικό και υγειονομικό υλικό. Όμως οι Τούρκοι, παρακινούμενοι από φθόνο, ισχυρίστηκαν ότι οι Έλληνες μαζί με τα φάρμακα μετέφεραν όπλα που ξεφορτώθηκαν στο λιμάνι της Σμύρνης.

Ο ΕΕΣ παρείχε αρωγή σε κάθε προσερχόμενο, ανεξάρτητα εθνικότητας και θρησκεύματος, περιθάλποντας τους άπορους Έλληνες, Τούρκους, Αρμένιους και Εβραίους. Όταν κόπασε η αντίδραση που παρατηρήθηκε αρχικά, η αποστολή εγκατέστησε ιατρείο με φαρμακείο στα Βρύουλα, δύο ιατρεία στο Αϊδίνιο και στο Μπαχρί Μπαμπά, επίσης νοσοκομεία και ιατρείο στη Μαγνησία και στο χωριό Χορόζκιοϊ, όπου συγκεντρώνονταν οι πρόσφυγες.

Τον Φεβρουάριο απεστάλη και άλλη ομάδα στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) για την ίδρυση νοσοκομείου και ιατρείου. Επίσης ιδρύθηκαν ιατρεία στα Μοσχονήσια, στο Γενητσαροχώριο, στο Αγιασμάτιο και στην Πέργαμο.

Τον Μάρτιο εγκαταστάθηκαν ιατρεία στη Μάκρη και στην Αλικαρνασσό.

Το έργο του Ερυθρού Σταυρού –όπως προκύπτει από τα αρχεία του– υπήρξε σημαντικό.

Από τις 3 Φεβρουαρίου 1919 έως τις 13 Φεβρουαριου 1921 έγιναν δεκτοί για περίθαλψη 224.750 Έλληνες, 47.425 Τούρκοι, 18.228 Εβραίοι, 7.905 Αρμένιοι και 3.369 καθολικοί.

Παρασχέθηκαν δωρεάν φάρμακα για 329.067 συνταγές και εκτελέστηκαν δωρεάν 4.015 μικροβιολογικές αναλύσεις και 3.133 χειρουργικές επεμβάσεις. Τον Απρίλιο του 1921 εγκαταστάθηκε στην Προύσα νοσοκομείο 250 κλινών καθώς και τρία ιατρεία, ενώ τον Ιούνιο εγκαταστάθηκε ακόμη ένα νοσοκομείο στο Κορδελιό της Σμύρνης.

Την ημέρα που ο Ερυθρός Σταυρός έφθασε στη Σμύρνη, ο Νουρεττίν πασάς διορίστηκε βαλής στο βιλαέτιο του Αϊδινίου. Ο βαλής, στις 21 Φεβρουαρίου 1919, κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην πόλη της Σμύρνης, σε μια προσπάθεια να επιδείξει σκληρότητα και αυταρχικότητα. Επιπλέον ίδρυσε στη Σμύρνη τον Σύνδεσμο Εφέδρων Αξιωματικών και μυστικές οργανώσεις στο υπόλοιπο του νομού.

Στις αρχές Μαρτίου περιήλθαν στα χέρια του πλοιάρχου Μαυρουδή δύο έγγραφα του Νουρεττίν προς την Χωροφυλακή Αϊδινίου, με τα οποία αυτός διέταζε τη σφαγή των Ελλήνων. Η γνησιότητα των εγγράφων αυτών επιβεβαιώθηκε τότε από τους εκπροσώπους της Αγγλίας και της Γαλλίας στη Σμύρνη. Εμπρός στις κατηγορίες αυτές, η οθωμανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τον Νουρεττίν με τον Ιζζέτ.

Αποστολή του «Πατριωτικού Ιδρύματος»

Μετά τον ΕΕΣ ακολούθησε το «Πατριωτικό Ίδρυμα», υπό τον Π. Μαζαράκη, το οποίο έφθασε στη Σμύρνη στις 15 Απριλίου 1919. Τον Μαζαράκη συνόδευαν ο γιατρός Ε. Λαμπαδάριος, η Ρ. Κυριακίδου και η Λ. Καμάρα. Το Ίδρυμα είχε ως αποστολή τη διανομή ενδυμάτων στους πτωχούς και την περίθαλψη των ορφανών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το «Πατριωτικό Ίδρυμα» προσέφερε στους πτωχούς και στους δεινοπαθούντες ιματισμό, υποδήματα, γάλα για τα μικρά παιδιά και συγκρότησε ειδικά παιδικά ιατρεία.

Στα ιατρεία αυτά έγιναν δεκτά όλα τα άρρωστα παιδιά, ανεξάρτητα από την εθνότητα και το θρήσκευμά τους. Τα μέλη του Ιδρύματος έκαναν συχνές περιοδείες στο εσωτερικό της χώρας και προσέφεραν βοήθεια στους φτωχούς των περιοχών του Αϊδινίου, της Μαγνησίας, των Βρυούλων, της Περγάμου και των Κυδωνιών.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δημιούργησε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εκατομμύρια δυστυχισμένων ανθρώπων ανάμεσα στο ελληνικό, στο τουρκικό και στο αρμενικό στοιχείο. Όσοι είχαν επιστρατευθεί και δεν είχαν πεθάνει στο μέτωπο, γύρισαν χλωμοί και ημιθανείς, ανίκανοι να εργασθούν για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Η αυτοκρατορία δεν είχε την απαραίτητη ευαισθησία αλλά και τα μέσα ώστε να προσφέρει κάποια βοήθεια στους υπηκόους της, οι οποίοι μοιραία αργοπέθαιναν.

Η επιστράτευση των χριστιανών γιατρών και η αποστολή τους στα μέτωπα, όπου πολεμούσε ο τουρκικός Στρατός, είχε ως αποτέλεσμα την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους λίγους γιατρούς που υπήρχαν – Έλληνες στην πλειονότητά τους.

Ενώ η παρουσία του Ερυθρού Σταυρού στη Σμύρνη ήταν ένα θεόπεμπτο δώρο για όλους τους κατοίκους οι οποίοι εμαστίζοντο από επιδημίες, οι τουρκικές εφημερίδες της Σμύρνης έγραφαν κατά του ΕΕΣ, διαδίδοντας ψευδείς ειδήσεις ότι δήθεν στα κιβώτια του ΕΕΣ αντί φαρμάκων μετεφέροντο όπλα και χειροβομβίδες. Την ίδια εποχή στο ελληνικό νοσοκομείο «Άγιος Χαράλαμπος» εσυνωστίζοντο οι Τουρκάλες με τα παιδιά τους για θεραπεία.

Ενώ η παρουσία του ΕΕΣ ήταν θετική, απαιτούσε ωστόσο κόπους και αυτοθυσία, ενώ οι συκοφαντίες εναντίον του έργου των Ελλήνων γιατρών συνεχώς μεγάλωναν. Τότε, ο αρχίατρος Τσουνούκας, για να δώσει ένα τέλος στις συκοφαντίες, κάλεσε τους αντιπροσώπους των Άγγλων, των Γάλλων και των Αμερικανών στο νοσοκομείο ώστε να διαπιστώσουν μόνοι τους ότι στους θαλάμους του ευρίσκοντο για θεραπεία όλοι οι αναξιοπαθούντες Έλληνες και Τούρκοι, άνευ διακρίσεως.

Ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη

Στις αρχές Μαΐου του 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων στο Παρίσι αποφάσισε να αναθέσει στον ΕΣ την κατάληψη της Σμύρνης. Οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη στις 15 Μαΐου 1919, ενώ είχε επιτραπεί από τους Συμμάχους η παραμονή του τουρκικού Στρατού στην πόλη, όπου διέμενε στους στρατώνες του οπλισμένος.

Η παραβίαση των εντολών του συνταγματάρχη Ν. Ζαφειρίου ως προς το σημείο αποβίβασης των ανδρών που επέβαιναν στο «Ατρόμητος» και η πορεία του ΙΙ/38 Τάγματος Ευζώνων προς την Καραντίνα διαμέσου της παραλιακής οδού, έδωσε στους Τούρκους την ευκαιρία που ζητούσαν για να δημιουργήσουν τα πρώτα επεισόδια κατά του ΕΣ. Στους Τούρκους συμπαραστάθηκαν απροκάλυπτα οι Ιταλοί.

Μετά τα γεγονότα, ο Αρχηγός στρατού κατοχής συνταγματάρχης Ζαφειρίου προέβη αμέσως στις ενέργειες που απαιτούντο για την εμπέδωση της τάξεως. Ο νομάρχης Ιζζέτ μπέης επανατοποθετήθηκε στη θέση του και οι Τούρκοι πολιτικοί υπάλληλοι επέστρεψαν στις εργασίες τους.

Μία από τις πρώτες μέριμνες που ελήφθησαν ήταν η επανέκδοση των τουρκικών εφημερίδων, ενώ το ελληνικό γραφείο λογοκρισίας εγκαταστάθηκε στη Λέσχη των Κυνηγών, όπου έδρευε και η Διοίκηση της Μεραρχίας.

Η αποχή της τοπικής Αστυνομίας από τα καθήκοντά της είχε δώσει στους κακοποιούς τη δυνατότητα, κατά την απόβαση, να δράσουν ανεξέλεγκτα στην πόλη προβαίνοντας σε φόνους και λεηλασίες. Τότε οι ανταποκριτές του ιταλικού Τύπου και οι Λεβαντίνοι άδραξαν την ευκαιρία, αποστέλλοντας συνεχώς τηλεγραφήματα πλήρη μίσους κατά των Ελλήνων.

Στο μεταξύ, επειδή ο στρατός κατοχής δεν είχε την απαιτούμενη δύναμη, διετάχθησαν το Α’ Σώμα Στρατού που βρισκόταν στη Ρωσία και το 6ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους που βρισκόταν στη Μυτιλήνη, να τον ενισχύσουν. Επίσης απεστάλη στη Σμύρνη ένα Σύνταγμα Κρητών και ένα Τάγμα Χωροφυλακής (1.000 ανδρών) υπό τον συνταγματάρχη Χωροφυλακής Χατζηιωάννου. Μετά τα θλιβερά γεγονότα κατά την απόβαση του ΕΣ στη Σμύρνη, ο συνταγματάρχης Ζαφειρίου προέβη στη σύσταση Στρατοδικείου Εκστρατείας, το οποίο άρχισε τις εργασίες του στην αίθουσα του ελληνικού προξενείου.

Ως πρόεδρος του στρατοδικείου τοποθετήθηκε ο ταγματάρχης Πυροβολικού Άγγελος Τραυλός και ως επίτροπος ο ταγματάρχης της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Μαλασπίνας. Συγχρόνως δε ο Ζαφειρίου εξέδωσε την παρακάτω διαταγή:

«Πανταχόθεν λαμβάνω πληροφορίας περί επιθέσεων ενόπλως κατά των τουρκικών πληθυσμών και των κτημάτων των. Η συμπεριφορά αυτή υιοθετούμενη ουχί βεβαίως παρ’ όλου του Ελληνικού Πληθυσμού, αλλά μόνον παρ’ ενίων κακοποιών στοιχείων, είναι εντελώς αντίθετος ου μόνον προς τας Ελληνικάς παραδόσεις αλλά και προς τας προθέσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως, τας διαταγάς της, την πρόθεσίν μου και την απόφασίν μου να επιβάλω δια πάσης θυσίας και παντός μέσου την τάξιν και εν τη υπαίθρω και μη εισέτι καταληφθείση υπό στρατευμάτων χώρα. Θέλω επιδειχθεί αυστηρότατος εις την επαναφοράν της τάξεως. Το συγκροτηθέν στρατοδικείον ήρξατο τας εργασίας του, αίτινες φαίνεται ότι θα πληθυνθώσιν υπερμέτρως δια σοβαρών ποινικών υποθέσεων εναντίον των ως άνω κακοποιών.

Η συμπεριφορά αύτη του Ελληνικού πληθυσμού εν τη υπαίθρω χώρα φέρει τον κίνδυνον της διακοπής της λειτουργίας του σιδηροδρόμου, ήτις είναι η ζωή της πρωτευούσης του νομού της Σμύρνης. Απευθύνω υμίν την εξής νουθεσίαν: Επανέλθετε εις τα ειρηνικά υμών έργα. Μείνατε ήσυχοι εις τας οικίας σας, χωρία, κωμοπόλεις και πόλεις. Σεβασθήτε τον Νόμον, το Δίκαιον και τας υπαρχούσας πολιτικάς και στρατιωτικάς αρχάς. Σεβασθήτε την ατομικήν ελευθερίαν και τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις των αλλοθρήσκων συμπατριωτών σας και των αδελφών σας.

Το φέσιον των Μουσουλμάνων έχει την αυτήν αξίαν με το φέσιον του Ευζώνου, το στρατιωτικόν πηλήκιον και το ευρωπαϊκόν κάλυμμα. Πάσαι αι θρησκείαι, έχουσαι τον αυτόν εκπολιτιστικόν προορισμόν, είναι απολύτως σεβασταί. Δεν θέλω επανέλθει εις λόγους, αντ’ εμού δε του λοιπού, το Στρατοδικείον θέλει λάβει τον λόγον δια πάντα της παρούσης παραβάτην.

Σμύρνη τη 5 Μαΐου 1919 Συνταγματάρχης Ν. Ζαφειρίου

(18.5.1919) Αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Κατοχής».

Το έκτακτο στρατοδικείο άρχισε τις εργασίες του αμέσως και με διάφορες καταδικαστικές αποφάσεις συνετέλεσε στον κατευνασμό των οξυμένων πνευμάτων και στην εμπέδωση της τάξης. Ήδη στις 18 Μαΐου 1919 είχαν καταδικασθεί σε θάνατο ένας εύζωνας και ένας πολίτης, οι δε ποινές εκτελέστηκαν αυθημερόν.

Παρ’ όλο που ο μητροπολίτης Χρυσόστομος περιήλθε όλες τις αποθήκες και τα αστυνομικά τμήματα και πέτυχε την απόλυση πολλών Τούρκων οι οποίοι είχαν συλληφθεί τις πρώτες ημέρες της κατοχής, εντούτοις ο βαλής της Σμύρνης Ιζζέτ, όταν το στρατοδικείο καταδίκαζε έναν Τούρκο κατηγορούμενο, εκμεταλλευόταν την ευκαιρία για να διαμαρτυρηθεί κατά των ελληνικών Αρχών.

Στο μεταξύ, έφθασε στη Σμύρνη και ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης Ε. Ρέπουλης με το πλοίο «Νέα Γενεά». Ο Ρέπουλης δήλωσε αμέσως: «Η Ελληνική Κυβέρνησις καίτοι ουδεμίαν ευθύνην δύναται να φέρη δια τα γεγονότα της 15 Μαΐου και τας αταξίας εις διάφορα καταστήματα και τας αποθήκας, καθόσον απεδείχθη ότι την ευθύνην ολόκληρον υπέχουν οι Τούρκοι, πρώτοι πυροβολήσαντες κατά του στρατού και απελευθερώσαντες κακοποιά στοιχεία την παραμονήν της κατοχής, εν τούτοις εις πιστοποίησιν των καλλιτέρων διαθέσεών της απέναντι των παθόντων αποδέχεται όπως αποζημιωθούν επί τη βάσει των εκτιμήσεων τας οποίας θα ενεργήσει ο εν Σμύρνη αντιπρόσωπος της Ελλάδος…».

Η μεικτή ανακριτική επιτροπή που καταρτίστηκε είχε ως μέλη τον εισαγγελέα Εφετών Ν. Γιαμαλάκη, τον πρόεδρο των Πρωτοδικών Τσιριμωνάκη, τον νομάρχη Πρέβεζας Κρυωνά, τους αντιπροσώπους της Αγγλίας Πίτερσον, της Ιταλίας Ρίκι, του υποπροξένου της Γαλλίας στις Κυδωνίες Σαπουντζόγλου κι έναν Οθωμανό.

Μετά την υποβολή αιτήσεως εκείνων που υπέστησαν ζημιές και την κλήση μαρτύρων, η επιτροπή περάτωσε το έργο της σε 4 μήνες και αποφάσισε την καταβολή αποζημιώσεων στους πραγματικά παθόντες.

Η ελληνική Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης

Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1919-1922, η διακυβέρνηση του συνόλου των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ήταν υπό ελληνική κατοχή, ανατέθηκε στους ύπατους αρμοστές της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και των ΗΠΑ, οι οποίοι έδρευαν στην Κωνσταντινούπολη.

Όσον αφορά στις τουρκικές Αρχές, μετά το Εθνικό Συνέδριο της Σεβάστειας στις 4 Σεπτεμβρίου 1919 (στο οποίο ο Μουσταφά Κεμάλ εξελέγη πρόεδρος), οι αντικαθεστωτικοί αποφάσισαν την ίδρυση νέου τουρκικού κράτους και την εγκαθίδρυση προσωρινής κυβέρνησης, η οποία είχε υπό τον έλεγχό της την κεντρική Ανατολία, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρισκόταν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης του Σουλτάνου.

Αμέσως μετά την απόβαση του ΕΣ, επειδή οι πολιτικές και διπλωματικές υποχρεώσεις της Ελλάδος απαιτούσαν την παρουσία πολιτικού αντιπροσώπου στη Σμύρνη, «παρακλήθηκε» από τον πρωθυπουργό Ε. Βενιζέλο ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου Αριστείδης Στεργιάδης να δεχθεί τη θέση του υπάτου αρμοστή Σμύρνης. Ο Στεργιάδης έφθασε στη Σμύρνη με το αντιτορπιλικό «Λέων» στις 20 Μαΐου 1919.

Μετά τα γεγονότα της 19ης Μαΐου, οι πρόξενοι που ευρίσκοντο στη Σμύρνη απέστειλαν έκθεση στην Ύπατη Αρμοστεία της Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία εξέθεταν ποικίλα παράπονα κατά των ελληνικών Αρχών της Σμύρνης.

Η Ύπατη Αρμοστεία με τη σειρά της, είχε επιδώσει διακοίνωση στον εκπρόσωπο της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, Κανελλόπουλο, με την οποία ζητούσαν εξηγήσεις για τις καταγγελλόμενες «υπερβασίες» των ελληνικών Αρχών Σμύρνης. Η διακοίνωση απεστάλη στην Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης, η οποία συνέταξε έκθεση που απέκρουε τους ισχυρισμούς των προξένων. Τα κύρια σημεία της έκθεσης, που συντάχθηκε από τον Στεργιάδη και απεστάλη στην Ύπατη Αρμοστεία της Κωνσταντινουπόλεως, έχουν ως εξής:

Η Χωροφυλακή

Η Ύπατη Αρμοστεία αναγκάστηκε να περιορίσει τις αρμοδιότητες της τουρκικής Χωροφυλακής στην περιοχή που βρισκόταν υπό ελληνική κατοχή, για λόγους ασφαλείας του στρατού κατοχής και για να επιτευχθεί η ειρηνική συμβίωση των Ελλήνων και των μουσουλμάνων.

Ο περιορισμός επεβλήθη επειδή η τουρκική χωροφυλακή δεν δίσταζε να προβαίνει στη δίωξη μουσουλμάνων, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην ελληνική Αστυνομία ή διότι είχαν συναλλαγές με Έλληνες, αλλά και επειδή αυτή διέδιδε ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την ελληνική κατοχή και δεν παρέλειπε να ενεργεί κατασκοπεία κατά των ελληνικών δυνάμεων και υπέρ των Τούρκων ανταρτών.

Οι διομολογήσεις

Σχετικά με τα προνόμια των ξένων υπηκόων που απέρρεαν από τις διομολογήσεις, η ελληνική Ύπατη Αρμοστεία είχε τη γνώμη ότι τα προνόμια αυτά που είχαν αποκλειστικό λόγο τη δυσπιστία των Ευρωπαίων προς την τουρκική Δικαιοσύνη, δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστούν με το νέο καθεστώς και να προβάλλονται ως λόγοι απαλλαγής των ξένων ενώπιον της ελληνικής Δικαιοσύνης, η οποία έχαιρε του σεβασμού των Ευρωπαίων.

Η δημόσια υγεία

Η Υγειονομική Υπηρεσία της Ύπατης Αρμοστείας είχε οργανωθεί αμέσως μετά την απόβαση του ΕΣ, τέσσερις μήνες πριν από τη σύσταση της Διεθνούς Υγειονομικής Επιτροπής. Αρχικά δε περιορίστηκε στην προφύλαξη των ελληνικών στρατευμάτων από τις μολυσματικές ασθένειες, ενώ η δημόσια υγεία αφέθηκε στα χέρια των υφιστάμενων οθωμανικών Αρχών.

Όμως, σύντομα διαπιστώθηκε ότι η οθωμανική Υγειονομική Υπηρεσία, στερούμενη ιατρών και νοσοκόμων, φαρμάκων, υγειονομικών μέτρων αλλά και ενδιαφέροντος για τη βελτίωση της υγείας των κατοίκων της κατεχόμενης ζώνης, ήταν ακόμη και η ίδια επικίνδυνη, επειδή δεν επιτρεπόταν η ανάμειξη άλλης υγειονομικής υπηρεσίας στις αρμοδιότητές της. Ως εκ τούτου, τα μέτρα που ελάμβανε η ελληνική Υγειονομική Υπηρεσία για τον ΕΣ δεν θα ήταν δυνατό να αποδώσουν, εάν δεν ελαμβάνοντο συγχρόνως και μέτρα για τη δημόσια υγεία.

Ήδη, στην περιοχή είχαν εκδηλωθεί κρούσματα πανώλης, εξανθηματικού τύφου, ευλογιάς, μηνιγγίτιδας και άλλων επιδημικών ασθενειών.

Για τους ανωτέρω λόγους, η ελληνική Υγειονομική Υπηρεσία αναγκάστηκε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της και στο πεδίο δράσεως της αντίστοιχης τουρκικής υπηρεσίας. Τα αποτελέσματα αυτής της πρωτοβουλίας έγιναν αμέσως αισθητά, αφού σύντομα επετεύχθη η καταστολή των μολυσματικών νόσων.

Οι ενέργειες αυτές συνεχίστηκαν έως τον Σεπτέμβριο του 1919, οπότε και συνεστήθη η Διεθνής Υγειονομική Επιτροπή, υπό τον έλεγχο της οποίας υπήχθη η δημόσια υγεία. Επειδή όμως αυτή η επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί τα όργανα και τα μέσα της οθωμανικής υπηρεσίας, τα οποία ήταν άκρως ανεπαρκή, δεν επήλθε έκτοτε καμία βελτίωση στον τομέα της δημόσιας υγείας.

Συχνά δε οι εκπρόσωποι των Συμμάχων κατέφευγαν στην ελληνική Υγειονομική Υπηρεσία για την προμήθεια εμβολίων, ορών και μικροβιολογικών εξετάσεων, επίσης και για τη διενέργεια απολυμάνσεων των συμμαχικών ιδρυμάτων της πόλεως καθώς και των πολεμικών πλοίων. Αργότερα, στη συνταχθείσα έκθεση τονιζόταν ότι η ελληνική Υγειονομική Υπηρεσία περιοριζόμενη στις αρμοδιότητές της δεν προέβη στον έλεγχο των ξενοδοχείων, πανδοχείων και δεν ασχολήθηκε αποτελεσματικά με την υγεία των «κοινών» γυναικών.

Οι φυλακές

Τα μέτρα που ελήφθησαν για τις φυλακές είχαν ως γνώμονα τη βελτίωση της δημόσιας ασφάλειας. Είχε αναγνωρισθεί και από τη Διεθνή Επιτροπή, η οποία εξέτασε τα γεγονότα της ημέρας της απόβασης στη Σμύρνη, ότι λίγες ώρες προ της αποβάσεως εκατοντάδες φυλακισμένων είχαν αποδράσει από τις φυλακές και παραβιάζοντας τις αποθήκες του τουρκικού Στρατού είχαν εξοπλισθεί. Η επιτροπή είχε επίσης διαπιστώσει ότι οι τουρκικές Αρχές δεν είχαν λάβει κανένα μέτρο για την παρεμπόδιση των αποδράσεων.

Μετά τα γεγονότα αυτά, η ελληνική Διοίκηση αναγκάστηκε να καταλάβει τις τουρκικές φυλακές για την εξασφάλιση της τάξεως. Ενώ δε υπήρχαν σοβαρές υπόνοιες ότι οι Τούρκοι υπάλληλοι είχαν διευκολύνει την απόδραση των κρατουμένων, εν τούτοις αυτοί δεν απολύθηκαν, αλλά μόνο ενισχύθηκαν με Έλληνες υπαλλήλους.

Επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι Τούρκοι υπάλληλοι είχαν ως μοναδική απασχόληση την διευκόλυνση των συνεννοήσεων των πολιτικών κρατουμένων με τους εκτός των φυλακών ευρισκομένους συνεργάτες τους. Τότε η ελληνική Διοίκηση αναγκάστηκε να προβεί στην προσωρινή απομάκρυνση όλων των Τούρκων υπαλλήλων, πλην όμως επανέφερε τον Τούρκο διευθυντή των φυλακών, ο οποίος έδειξε διάθεση συνεργασίας.

Οι ελληνικές Αρχές έλαβαν δραστικά μέτρα για τη βελτίωση της υγείας των 1.000 φυλακισμένων, στους οποίους δεν εμφανίστηκε έκτοτε καμιά μολυσματική νόσος.

Επίσης, η Ύπατη Αρμοστεία επιδιόρθωσε το κτίριο των φυλακών, χώρισε τους κατάδικους κατά ηλικίες/εθνικότητα και ανάλογα με τη βαρύτητα των ποινών τους. Ιδρύθηκαν δε στις φυλακές εργαστήρια για την απασχόληση των κρατουμένων. Το σιτηρέσιό τους αυξήθηκε σε 2,5 δραχμές ημερησίως και εγκαταστάθηκε στις φυλακές υγειονομική υπηρεσία. Για πρώτη φορά στις φυλακές της Σμύρνης η ελληνική διοίκηση ίδρυσε γυναικείο τμήμα με γυναίκες φύλακες.

Οργάνωση του λιμανιού, του τελωνείου και των εξαγωγών Στην αστυνομία του λιμανιού διορίστηκαν Έλληνες αξιωματικοί σε αντικατάσταση των Τούρκων που απομακρύνθηκαν. Στο τελωνείο της Σμύρνης παρέμειναν οι Τούρκοι υπάλληλοι συμπεριλαμβανομένων και των τελωνοφυλάκων της εσωτερικής υπηρεσίας. Στο τελωνείο τοποθετήθηκε Έλληνας αντιπρόσωπος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της απαγορεύσεως εξαγωγών, που είχε αποφασιστεί από τους ύπατους αρμοστές στην Κωνσταντινούπολη. Η απόφαση για την απαγόρευση των εξαγωγών από τη Σμύρνη είχε τηρηθεί με μεγάλη σχολαστικότητα. Για παράδειγμα, όταν το υπερωκεάνιο «Θεμιστοκλής» φόρτωσε για τις ανάγκες των επιβατών ποσότητα αυγών, η οποία ξεπερνούσε τον αριθμό των αυγών που είχε οριστεί από την Ύπατη Αρμοστεία, ο Στεργιάδης διέταξε τη φυλάκιση του πλοιάρχου και του ναυτιλιακού πράκτορα.

Η έκθεση του Στεργιάδη κατέληγε ως εξής:

«Θεωρώ αναγκαίον να τονίσω εν τέλει τα ακόλουθα γενικώς επί της ιδιαιτέρας φύσεως της Ελληνικής εν Μ. Ασία Κατοχής, καθόσον εξ αυτής δικαιολογούνται πλήρως αι παρατηρούμεναι εις τίνα σημεία διαφοραί της ημετέρας κατοχής από τον συνήθως περιγραφόμενον ταύτης τύπον. Ως επί το πλείστον η κατοχή εχθρικού εδάφους γίνεται προς επίτευξιν πολεμικού τίνος σκοπού.

Είναι επόμενον εν τοιαύτη περιπτώσει, ο κατέχων να λάβη εν τη περιοχή του μόνον τα μέτρα εκείνα, τα οποία απαιτούνται προς επιτυχίαν του πολεμικού του σκοπού, αδιαφορών δια την διοίκησιν και την εσωτερικήν εν γένει ζωήν της κατεχομένης εχθρικής περιοχής, εφ’ όσον δεν προσβάλλεται εξ αυτής ο πολεμικός σκοπός τον οποίον επιδιώκει. Όλος διάφορος υπήρξεν ο σκοπός της Ελληνικής Κατοχής.

Η Ελληνική Κατοχή δεν εγένετο απλώς χάριν πολεμικής τινός ενεργείας ούτε εν εχθρική πραγματικώς περιοχή. Η Ελληνική εν Μ. Ασία Κατοχή εγένετο προς επαναφοράν της τάξεως και ειρήνευσιν χώρας κατοικουμένης, κατά μέγιστον μέρος υπό Ελληνικού πληθυσμού. Ο πληθυσμός δε ούτος, ως αι διάφοραι ξέναι εδώ Χριστιανικαί εθνότητες υποστάσαι, ιδία κατά το διάστημα του τελευταίου πολέμου, παντός είδους καταδιώξεις και στερήσεις, ευλόγως είχον την αξίωσιν εκ μέρους των Ελληνικών Αρχών, όπως μη αδιαφορήσωσιν αύται εις τα πολλαπλά και δίκαια παράπονα, τα οποία υπέβαλον εις αυτάς καθ’ εκάστην δια τας γινομένας υπό των τουρκικών αρχών υπερβασίας ή δια την ανεπάρκειαν αυτών.

Διότι πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν και τούτο, προκειμένου όπως κριθή η δράσις της εν Μ. Ασία Ελληνικής Κατοχής, ότι δηλαδή η Ελληνική Κατοχή, έχουσα την ως ανωτέρω εξαιρετικήν αποστολήν και υπό τας προεκτεθείσας συνθήκας, έδει να δράση εις χώραν, της οποίας αι πολιτικαί και δικαστικαί μέθοδοι ενέπνευσαν πάντοτε εις όλα τα πεπολιτισμένα κράτη την μεγαλυτέραν δυσπιστίαν, ο δε κρατικός μηχανισμός εθεωρήθη ανέκαθεν υπό πάντων ανεπαρκέστατος και χρήζων ριζικών μεταρρυθμίσεων.

Πλην δε τούτου ότι η Ελληνική Κατοχή ευρήκεν εις τας εν τη περιοχή τουρκικάς υπηρεσίας πλείστα όργανα του νεοτουρκικού κομιτάτου, τα οποία όχι μόνον ουδεμίαν πλέον ενέπνεον εμπιστοσύνην εις το Ελληνικόν στοιχείον και τας άλλας εδώ εθνότητας, αλλά και επεβουλεύθησαν την ασφάλειαν της Κατοχής μας και προσεπάθησαν δια παντός τρόπου να ματαιώσωσι πάσαν προσπάθειαν ημών προς παγίωσιν της τάξεως και ειρήνευσιν του τόπου.

Ώστε, όχι μόνον ο σκοπός της Ελληνικής κατοχής ήτο διάφορος του συνηθισμένου σκοπού Κατοχής, όχι μόνον οι πληθυσμοί της κατεχομένης περιφερείας δεν ήσαν δι’ ημάς απλώς πληθυσμοί εχθρικής περιοχής, προεκάλουν δε υπέρ αυτών όλως εξαιρετικόν το ενδιαφέρον ημών, αλλά προς τούτοις πλείστα όργανα των δημοσίων τουρκικών υπηρεσιών εδικαιολόγουν δια της στάσεως των πάσαν εκ μέρους ημών προς αυτά δυσπιστίαν. Υπό τούτοις όροις οφείλουσαι αι Ελληνικαί Αρχαί να εκτελέσωσιν την ανατεθείσαν ημίν εντολήν και υποχρεωμέναι να αντιμετωπίσωσι τας διαφόρους ανάγκας, τας οποίας εδημιούργει η κακόβουλος αδράνεια ή η εχθρική αντίδρασις των Τουρκικών Αρχών, ήτο αδύνατον να περιορισθώσι πάντοτε εν τοις πράγμασιν εις την εφαρμογήν του συνήθους τύπου Κατοχής άνευ σοβαρού κινδύνου του σκοπού δια τον οποίον απεστάλημεν εις Μ. Ασίαν.

Σμύρνη, Ο Ύπατος Αρμοστής

Αριστείδης Στεργιάδης».

Αντίγραφο αυτής της έκθεσης απεστάλη στον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος έφερε το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου. Αυτό επείσθη ότι επρόκειτο για ασήμαντα επεισόδια και προέβη σε παρατηρήσεις κατά των αρμοστών της Κωνσταντινουπόλεως που είχαν διατυπώσει αόριστες κατηγορίες κατά των ελληνικών Αρχών της Σμύρνης.

Η επέκταση της ζώνης κατοχής και η Συνθήκη των Σεβρών

Στις αρχές του Ιουνίου του 1920 χορηγήθηκε η άδεια από τις συμμαχικές δυνάμεις για την προέλαση του ΕΣ στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η επιχείρηση άρχισε στις 22 Ιουνίου με την κατάληψη του Αξαρίου. Στη συνέχεια κατελήφθη το Σαλιχλί, το Ντερέκιοϊ και η Φιλαδέλφεια (Αλασεχίρ). Το Μπαλίκεσιρ κατελήφθη την 1η Ιουλίου και η Προύσα στις 8 Ιουλίου. Ενώ αργότερα κατελήφθησαν η Κίος και η Νικομήδεια.

Μετά το πέρας των επιχειρήσεων αυτών υπεγράφη η Συνθήκη των Σεβρών, στις 10 Αυγούστου 1920.

Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης, παρείχετο στην Ελλάδα η άδεια ασκήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων για μια πενταετία στην περιοχή της Σμύρνης. ,

Ο Έλληνας αρμοστής στη Σμύρνη, μόλις έλαβε το σχετικό τηλεγράφημα του Βενιζέλου, ειδοποίησε το νομάρχη Σμύρνης να μεταβιβάσει τη Διοίκηση της Νομαρχίας στον αντιπρόσωπο της Ελλάδος σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης. Το πρωί της 12ης Αυγούστου, παρουσία των Ελλήνων και των Τούρκων υπαλλήλων, υπεγράφη το σχετικό πρωτόκολλο:

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Σήμερα τη 30 Ιουλίου (12 Αυγούστου) 1920, εν τω καταστήματι του Διοικητηρίου Σμύρνης, ο υποφαινόμενος Πέτρος Γουναράκης, Γ. Γραμματεύς της Υπάτης Αρμοστείας της Ελλάδος εν Σμύρνη, συνοδευόμενος υπό του Νομάρχου Κοζάνης Αλή βεη Ναίπ Ζαδέ, ενεργών κατ’ εντολήν του Υπάτου Αρμοστού της Ελλάδος
κ. Αριστείδου Στεργιάδου, προσήλθον προς τον αναπληρωτήν του Βαλή Αϊδινίου, Αχμέτ Μπεσίμ βέην, εις όν ανεκοίνωσα, ότι συμφώνως προς την γενομένην προς την Υπάτην Αρμοστείαν της Ελλάδος ανακοίνωσιν εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως, υπογραφείσης της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας κατά την 28/10 τρέχοντος, μετεβιβάσθη συμφώνως τη συνθήκη αυτή, υπό της τουρκικής κυβερνήσεως εις την Ελληνικήν τοιαύτην η Κυβέρνησης και η Διοίκησης της πόλεως Σμύρνης και της περιφερείας αυτής της αναφερομένης εν τη ειρημένη Συνθήκη και κατά τους εν αυτή αναφερομένους όρους.

Ο Αναπληρωτής του βαλή Αϊδινίου απαντών εδήλωσεν, ότι ως ανακοινώθη αυτώ δια του από 28 Ιουλίου 1920 κρυπτογραφικού τηλεγραφήματος του Υπουργείου των Εσωτερικών της Κωνσταντινουπόλεως, η Υψηλή Πύλη απεδέξατο την Συνθήκην της Ειρήνης μετά της Ελλάδος και το δια ταύτης εν Σμύρνη και τη περιφερεία αυτής δημιουργούμενον Ελληνικόν καθεστώς.

Επίσης εδήλωσεν ότι, συμφώνως προς τας δια του αυτού τηλεγραφήματος διαβιβασθείσας εκ Κων/πόλεως οδηγίας, οι Τούρκοι υπάλληλοι θα εξακολουθήσουν εκτελούντες τα καθήκοντα αυτών υπό το νέον καθεστώς.

Ο κ. Γενικός Γραμματεύς της Υπάτης Αρμοστείας εδήλωσεν, ότι το καθεστώς τούτο επιφυλλάσει εαυτώ το δικαίωμα της διατηρήσεως ή μη των εν τη υπηρεσία των ήδη υπηρετούντων υπαλλήλων. Κατόπιν των ανωτέρω ο Αναπληρωτής του Βαλή Αχμέτ Μπεσίμ παραδίδει την Διοίκησιν και άπαντα τα Διοικητικά Καταστήματα εις τον Γενικό Γραμματέα της Υπάτης Αρμοστείας κ. Πέτρον Γουναράκην, ενεργούντα κατ’ εντολήν της Αυτού Εξοχότητος του Υπάτου Αρμοστού της Ελλάδος εν Σμύρνη κ. Αριστείδου Στεργιάδου.

Μετά την κατάλυση των τουρκικών Αρχών και σύμφωνα με το νόμο 2493/1920 «περί της Ελληνικής Διοικήσεως Σμύρνης», οι υπηρεσίες της Υπάτης Αρμοστείας αναδιοργανώθηκαν και δημιουργήθηκαν οι παρακάτω διευθύνσεις: Γενική Γραμματεία, Διεύθυνση Δικαιοσύνης, Διεύθυνση Εσωτερικών, Διεύθυνση Εκπαιδεύσεως, Διεύθυνση Οικονομικών, Διεύθυνση Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνση Δημοσίων Έργων, Διεύθυνση ΤΤΤ, Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και Αντιλήψεως, Διεύθυνση Μουσουλμανικών Υπηρεσιών.

Τα γεγονότα μετά την πτώση του Βενιζέλου

Μετά τις εκλογές της 14ης Νοεμβρίου 1920, που είχαν ως αποτέλεσμα την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου, στη Σμύρνη έγιναν διαδηλώσεις στρατιωτών με φωτογραφίες του Κωνσταντίνου. Στην Αθήνα σχηματίστηκε η κυβέρνηση Δ. Ράλλη, η οποία προήγαγε τον Α. Παπούλα σε αντιστράτηγο και τον διόρισε αρχιστράτηγο.

Μετά την εξέλιξη αυτή, ο στρατηγός Λ. Παρασκευόπουλος ζήτησε την άμεση άφιξη του Παπούλα στη Σμύρνη.

Παράλληλα δε κάλεσε όλους τους αξιωματικούς της φρουράς Σμύρνης και τους ζήτησε να ασκήσουν όλη τους την επιρροή, ώστε να μη διαταραχθεί η πειθαρχία στο Στρατό. Επίσης και ο Στεργιάδης υπέβαλε την παραίτησή του στον αντιβασιλέα ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, με την παρακάτω επιστολή:

«Αντιβασιλέα, Αθήνας,

Ευαρεστηθήτε να δεχθήτε μετά της άλλης Κυβερνήσεως την παραίτησίν μου ως υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου. Θεωρώ ύπατον καθήκον να διατηρήσω την θέσιν του Υπάτου Αρμοστού επί ολίγας ημέρας μέχρις ου η νέα κυβέρνησις αποστείλη τον διάδοχον. Το τελευταίον τούτο παρακαλώ ανακοινώσατε εις την νέαν κυβέρνησιν.      
        Α. Στεργιάδης».

Η απάντηση του Δ. Ράλλη προς τον Στεργιάδη ήταν η παρακάτω:

«Ύπατον Αρμοστήν, Σμύρνην

Επί του υμετέρου τηλεγραφήματος ευχαριστώ ημάς θερμώς και εξ ονόματος της Κυβερνήσεως, παρακαλώ δε υμάς θερμώς όπως, παραμένοντες εις την θέσιν σας κατά τας εκτάκτους αυτάς περιστάσεις μη στερήσητε το Έθνος των πολυτίμων υμών υπηρεσιών.

Ο Πρόεδρος του Υπουργικού
Συμβουλίου Δημ. Ράλλης».

Ο αρχιστράτηγος Παπούλας έφθασε στη Σμύρνη στις 22 Νοεμβρίου 1920. Την επομένη έστειλε στον Κωνσταντίνο που βρισκόταν στην Ελβετία το ακόλουθο τηλεγράφημα:

«Η Στρατιά Σμύρνης υπό την διοίκησίν μου, υποβάλλει ευλαβώς εις την Υμετέραν Εξοχότητα τα αισθήματα αφοσιώσεως και υποταγής, αναμένουσα όπως οδηγήσητε αυτήν εις νέας νίκας

Α. Παπούλας»

Από αυτή τη στιγμή, άρχισαν να συσσωρεύονται νέφη στις σχέσεις των στρατιωτικών Αρχών και των διπλωματικών αντιπροσωπειών των Συμμάχων στη Σμύρνη. Στη συνέχεια, η προκήρυξη δημοψηφίσματος με θέμα την επαναφορά του Κωνσταντίνου είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των σχέσεων της Ελλάδος με τους Συμμάχους. Στις 21 Νοεμβρίου 1920 οι πρέσβεις της Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας επέδωσαν την ακόλουθη διακοίνωση:

«Η Βρετανική, η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνησις επέδειξαν σταθερώς το ενδιαφέρον των προς τον Ελληνικόν Λαόν και ηυνόησαν την πραγματοποίησιν των προαιωνίων του πόθων. Διά τούτο εξεπλάγησαν θλιβερώτερον εκ των γεγονότων τα οποία επήλθον εν Ελλάδι. Δεν θέλουν να επέμβουν εις τα εσωτερικά πράγματα της Ελλάδος, αλλά είναι ηναγκασμέναι να δηλώσουν δημοσία, ότι η παλινόρθωσις επί του θρόνου της Ελλάδος ενός ηγεμόνος, του οποίου η όχι νομιμόφρων στάσις και διαγωγή απέναντι των Συμμάχων κατά την διάρκειαν του πολέμου εγένετο δι’ αυτούς πηγή δυσχερειών και απωλειών σοβαρών, δεν θα ηδύνατο να θεωρηθή παρ’ αυτών, ειμή ως κύρωσις παρά της Ελλάδος των εχθρικών πράξεων του βασιλέως Κωνσταντίνου. Το γεγονός τούτο θα εδημιούργει μιαν κατάστασιν δυσμενή εις τας σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και των Συμμάχων, και εις την περίστασιν αυτήν, αι τρεις Κυβερνήσεις δηλούν ότι επιφυλάσσουν δι’ αυτάς πλήρη ελευθερίαν δράσεως δια να κανονίσουν την κατάστασιν ταύτην.

Οι πρεσβευταί Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας Γκράνβιλ, Ντε-Μπιγύ, Μοντάνια».

Η δεύτερη διακοίνωση των Συμμάχων της 8ης Δεκεμβρίου 1920 είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική:

«Κύριε Πρόεδρε,

Συμφώνως προς τας οδηγίας των Κυβερνήσεών μας, λαμβάνομεν την τιμήν να φέρομεν εις γνώσιν της Υμετέρας Εξοχότητος ότι κατά την συνδιάσκεψιν των αντιπροσώπων της αγγλικής, γαλλικής και ιταλικής κυβερνήσεως, ήτις συνεκροτήθη εν Λονδίνω την 4ην Δεκεμβρίου αποφασίσθη όπως εις περίπτωσιν καθ’ ην ο βασιλεύς Κωνσταντίνος επανήρχετο επί του θρόνου της Ελλάδος, η Ελλάς ουδεμία λάβη οικονομικήν υποστήριξιν εκ μέρους των συμμάχων, αι δε οικονομικαί επιτροπαί λάβουν κατηγορηματικάς επί τους θέματος τούτου οδηγίας.

Δέξασθε κύριε πρόεδρε, την διαβεβαίωσιν της εξόχου υπολήψεώς μας».

Παρ’ όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος επανήλθε στο θρόνο στις 20 Δεκεμβρίου και τον Ιούνιο του 1921 έφθασε στη Σμύρνη για να παρακολουθήσει τις επιχειρήσεις του ΕΣ. Τότε οι Σύμμαχοι προσέφεραν τη μεσολάβησή τους δια την ειρήνευση της περιοχής. Όμως, αυτή η μεσολάβηση απερρίφθη ο δε πρωθυπουργός Γούναρης μετέβη στη Σμύρνη, προκειμένου να παρακολουθήσει τις επιχειρήσεις. Όμως αυτές δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Ο ΕΣ κατήγαγε μεγάλη νίκη εκτοπίζοντας τους Τούρκους από την Κιουτάχεια, το Εσκί Σεχίρ και to Αφιόν Καραχισάρ, όμως η συντριβή του αντιπάλου δεν επιτεύχθηκε. Ο τουρκικός Στρατός ούτε διαλύθηκε ούτε συνετρίβη, απλώς συσπειρώθηκε πλησίον της Άγκυρας.

Η επανάληψη των επιχειρήσεων προς τον Σαγγάριο ποταμό και την Άγκυρα και πάλι δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ο ΕΣ επανήλθε στο Εσκί Σεχίρ. Όμως η περιοχή που ήταν υπό ελληνική κατοχή δεν ήταν πλέον ασφαλής. Στις αρχές του 1922 ένοπλες Μονάδες ενεργούσαν επιθέσεις στα μετόπισθεν του ΕΣ και προέβαιναν σε ληστρικές ενέργειες.

Ενώ τα νέα από το μέτωπο και η κατάσταση στη Ζώνη Ανωτέρας Γενικής Στρατιωτικής Διοίκησης δεν ήταν ευχάριστα, τον Οκτώβριο του 1921 δημιουργήθηκε η ιδέα της Μικρασιατικής Άμυνας. Ανάμεσα στις πρώτες ενέργειες της Διοικούσας Επιτροπής ήταν και η αποστολή τηλεγραφημάτων προς την Αθήνα για την αποτροπή εκκένωσης της Μικράς Ασίας. Επίσης ο αρχιστράτηγος Παπούλας με σημείωμά του προς την κυβέρνηση, τόνιζε τα εξής:

«Κατόπιν των θυσιών εις τας οποίας υπεβλήθη το Ελληνικόν Κράτος εν Μικρά Ασία, δεν δυνάμεθα να εγκαταλείψωμεν την Μικράν Ασίαν. Εάν όμως η Κυβέρνησις είναι ηναγκασμένη λόγω του αδιεξόδου εις το οποίον ευρίσκεται το ζήτημα, να εγκαταλείψη και να εκκενώση την Μικράν Ασίαν, παρακαλώ να μου επιτρέψη να ανακηρύξω την αυτονομίαν της Μικράς Ασίας άλλως να με αντικαταστήση».

Τον Απρίλιο του 1922, η Διοικούσα Επιτροπή της Μικρασιατικής Άμυνας έγινε δεκτή από τον πρωθυπουργό Γούναρη και στη συνέχεια προσπάθησε να οργανώσει στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως η δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή της κυβέρνησης Γούναρη, την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Στράτο και στη συνέχεια από τον Πρωτοπαπαδάκη. Στις αρχές Ιουνίου 1922 παραιτήθηκε και ο αρχιστράτηγος Παπούλας και τη θέση του ανέλαβε ο αντιστράτηγος Γ. Χατζανέστης. Ο νέος αρχιστράτηγος προέβη στην αλλαγή της στρατιωτικής ηγεσίας, πρότεινε δε τη σύμπτυξη του μετώπου. Όμως ήταν ήδη αργά.

Οι τουρκικές συμμορίες, έχοντας και την αμέριστη συμπαράσταση των Τούρκων που ζούσαν στην ελληνική ζώνη κατοχής, δρούσαν πλέον ανενόχλητα στα μετόπισθεν του ΕΣ, ενεργώντας επιθέσεις εναντίον των εφοδιοπομπών και των αμάχων.

Τότε, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας σημαντικές δυνάμεις από τη Μικρά Ασία στην Ανατολική Θράκη. Οι σχετικές αποφάσεις είχαν ληφθεί μετά τη σύσκεψη που έγινε ανάμεσα στον πρωθυπουργό Γούναρη, τον υπουργό Εξωτερικών Ν. Θεοτόκη και τον αρχιστράτηγο Χατζανέστη.

Η επιδρομή προς την Κωνσταντινούπολη θα πραγματοποιείτο στις 29 Ιουλίου 1922. Όμως οι Σύμμαχοι δεν ενέκριναν την πρωτοβουλία αυτή, για την εκτέλεση της οποίας είχε ζητηθεί και η δική τους άδεια.

Το έργο της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης

Το έργο της Υπάτης Αρμοστείας Σμύρνης χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη (Μάιος 1919–Αύγουστος 1920) αφορά στο χρονικό διάστημα από την κατάληψη της Σμύρνης έως την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και η δεύτερη καλύπτει το διάστημα έως την καταστροφή. Κατά την πρώτη περίοδο, η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης είχε μόνο τον έλεγχο των τουρκικών Αρχών της περιοχής κατοχής, που διατηρήθηκαν ως είχαν προ της ελληνικής απόβασης.

Κατά τη δεύτερη περίοδο, η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης μετονομάστηκε σε Ελληνική Διοίκηση Σμύρνης (ΕΔΣ) και ανέλαβε εξ ολοκλήρου την ευθύνη διακυβέρνησης της ζώνης που απέδιδε στην Ελλάδα η Συνθήκη των Σεβρών, καθώς και τον έλεγχο των τουρκικών Αρχών στις περιοχές που είχε καταλάβει ο ΕΣ εκτός της ζώνης.

Παρά τις πολλές δυσκολίες που παρουσιάστηκαν, οι ελληνικές πολιτικές Αρχές κατόρθωσαν να δώσουν στη Σμύρνη και σε ένα μεγάλο τμήμα της κατεχόμενης περιοχής την πιο μεθοδική, την πιο πολιτισμένη και την πλέον προοδευτική Διοίκηση που γνώρισε ποτέ, από τότε που κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους. Ήδη από την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου, το ελληνικό κράτος είχε λάβει διάφορα μέτρα τα οποία συνέβαλαν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων.

Με την ισχύ των διομολογήσεων και τη λειτουργία προξενικών δικαστηρίων στη Σμύρνη, η ελληνική ζώνη λειτουργούσε ως αυτόνομο κράτος.

Η κυβέρνηση των Αθηνών εφάρμοζε κατά γράμμα στην ελληνική ζώνη το διεθνές δίκαιο. Η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης συγκέντρωνε τους φόρους και τους διαβίβαζε στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιούσε δε οθωμανικά χαρτόσημα ακόμη και για αιτήσεις Ελλήνων πολιτών, ενώ επέτρεπε τη μεταφορά εμπορευμάτων από και προς τη ζώνη που ήταν υπό τον έλεγχο του Μουσταφά Κεμάλ.

Μέσα σε αυτό το αλλοπρόσαλλο καθεστώς, το έργο της Υπάτης Αρμοστείας Σμύρνης αποτελεί ασφαλώς ένα μεγάλο θαύμα. Κατά τα τρία χρόνια της ελληνικής κατοχής, οι διοικητικές υπηρεσίες έφεραν σε πέρας ένα δύσκολο και μεγάλο έργο. Ανάμεσα στα έργα της Αρμοστείας συγκαταλέγεται η παλιννόστηση 250.000 προσφύγων, η δωρεάν περίθαλψη για όλες τις εθνότητες, οι αρχαιολογικές ανασκαφές και η ίδρυση του ιωνικού πανεπιστημίου.

Οι δραστηριότητες της Εθνικής Τράπεζας

Αμέσως μετά την κατάληψη της Σμύρνης, το ελληνικό κράτος έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, λαμβάνοντας υπόψη τα συστήματα στην Ευρώπη. Επειδή δε δεν υπήρχε στην περιοχή πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο θα μπορούσε να χορηγήσει δάνεια στους ενδιαφερομένους, τον Αύγουστο του 1919 η Εθνική Τράπεζα αποφάσισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.

Για τον σκοπό αυτό σχηματίστηκε μια επιτροπή οικονομικών μελετών, επικεφαλής της οποίας τοποθετήθηκε ο επιθεωρητής της Εθνικής Τράπεζας Α. Κορυζής.

Πρώτο μέλημα της επιτροπής ήταν η επιβολή της δραχμής στη Μικρά Ασία.

Οι μελέτες που εκπονήθηκαν έγιναν με τη βοήθεια Μικρασιατών επιστημόνων, οι οποίοι ήταν γνώστες των συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή τους. Επίσης, εκπονήθηκε μελέτη για την αξία του τροχαίου υλικού των σιδηροδρομικών εταιρειών Αϊδινίου και Κασαμπά.

Ο επιθεωρητής της ΕΤΕ δεν παρέλειψε να μεταβεί στην ενδοχώρα για να εξετάσει τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στις περιφέρειες, προκειμένου να ιδρύσει υποκαταστήματα στη Μαγνησία, στην Πέργαμο, στις Κυδωνιές, στο Οδεμίσιο, στα Βρύουλα και στη Φώκαια. Εάν δεν είχε επέλθει η καταστροφή, το υποκατάστημα των Κυδωνιών θα λειτουργούσε το φθινόπωρο του 1922.

Η Εθνική Τράπεζα, ως πρώτη βοήθεια στους Μικρασιάτες προσέφερε δάνεια στους πρόσφυγες που παλιννοστούσαν στα χωριά τους. Το 1919 προσέφερε δάνεια 20 εκατομμυρίων δραχμών, πληρωτέα σε τρεις δόσεις μέσα σε μια τριετία, με τόκο 6%.

Επίσης, το τμήμα παλιννοστήσεως της Αρμοστείας κατήρτισε σχέδιο εγκαταστάσεως προσφύγων των διωγμών προ του 1919. Μετά την παλιννόστηση των προσφύγων αυτών, η ΕΤΕ ήλθε συνεπίκουρος και στους πάσχοντας κατοίκους της περιφερείας Ερυθραίας, καθώς και άλλων περιφερειών.

Το κεντρικό κατάστημα της ΕΤΕ στη Σμύρνη άρχισε τις εργασίες του τον Ιανουάριο του 1920, με ύψος συναλλαγών άνω των 150.000 τουρκικών λιρών. Μέσα σε τέσσερις μήνες η ΕΤΕ Σμύρνης δάνεισε το γαλλικό «Κρεντί-Φονσιέ» 500.000 τουρκικές λίρες.

Οι οικονομολόγοι της Ελλάδος άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για τον πλούτο της περιοχής, ενώ για την οικονομική αναδιοργάνωση αναμενόταν η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών.

Το ιωνικό πανεπιστήμιο

Το ιωνικό πανεπιστήμιο απετέλεσε μία από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες της ΕΔΣ. Επρόκειτο για μία μεγαλοφυή ιδέα του Βενιζέλου.

Στόχος του πανεπιστημίου
ήταν η επίτευξη της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών μέσω της παιδείας. Ρητό του ιδρύματος ήταν το «Ex Oriente Lux»
(Εξ Ανατολών το φως).

Για την οργάνωση του πανεπιστημίου διορίστηκε ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής, καθηγητής Μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, αργότερα δε του Βερολίνου.

Ο καθηγητής είχε εκφράσει από παλιά την ιδέα για την ίδρυση ενός δεύτερου πανεπιστημιακού ιδρύματος στην Ελλάδα, με στόχο την κάλυψη των αναγκών σε επιστήμονες. Η επιστημονική αξία του καθηγητή και η πανευρωπαϊκή φήμη του αποτελούσαν την ασφαλέστερη εγγύηση για την άρτια λειτουργία του νέου ιωνικού πανεπιστημίου.

Ο Καραθεοδωρής, αμέσως μετά τον διορισμό του, προσέλαβε τον γνωστό μικροβιολόγο Χατζηβασιλείου, αριστούχο γερμανικού πανεπιστημίου, θεωρώντας τον κατάλληλο για την κατάρτιση του προγράμματος σπουδών του πανεπιστημίου.

Από τον Σεπτέμβριο του 1919, ο Καραθεοθωρής άρχισε να εργάζεται για την προετοιμασία του έργου. Μετά δε το πέρας του ακαδημαϊκού έτους, έφυγε από το Βερολίνο και αφιέρωσε όλο τον χρόνο του στο νέο πανεπιστήμιο, αναλαμβάνοντας παράλληλα και την εποπτεία του Γραφείου Οργανώσεως Πανεπιστημίου Σμύρνης, που είχε ιδρυθεί στην Ύπατη Αρμοστεία.

Ο ευφυής αυτός επιστήμων πίστευε ότι το ιωνικό πανεπιστήμιο έπρεπε να είναι ο αντίποδας του Καποδιστριακού πανεπιστημίου των Αθηνών, το οποίο ήταν στραμμένο προς την κλασική αρχαιότητα.  Για την εγκατάσταση των σχολών του πανεπιστημίου επελέγη ένα ημιτελές κτίριο, στα υψώματα του Μπαχρί Μπαμπά. Το οικόπεδο στο οποίο είχε αρχίσει η ανέγερση του κτιρίου αυτού ανήκε στην εβραϊκή κοινότητα, χρησίμευε δε ως νεκροταφείο.

Όμως κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο νομάρχης Ραχμή μπέης αποφάσισε να κτίσει εκεί ένα μεγάλο κτίριο το οποίο θα χρησίμευε για τη στέγαση μουσουλμανικής σχολής. Για τον σκοπό αυτό, ο νομάρχης χρησιμοποίησε ακόμη και τις μαρμάρινες πλάκες του εβραϊκού νεκροταφείου, ενώ από την αρχαία Έφεσο, μετέφερε στη Σμύρνη μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την αποπεράτωση της Σχολής.

Όταν η Σμύρνη παραδόθηκε στους Έλληνες, το κτίριο ήταν εξωτερικά σχεδόν έτοιμο, όμως οι εσωτερικές εργασίες δεν είχαν περατωθεί. Η ΕΔ προέβη αμέσως στη διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων, προκειμένου να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι ανάγκες του ιωνικού πανεπιστημίου και μέχρι το καλοκαίρι του 1922 είχαν ολοκληρωθεί οι κτιριακές εγκαταστάσεις.

Η εβραϊκή κοινότητα απαίτησε την επιστροφή του οικοπέδου, όμως ο ύπατος αρμοστής αρνήθηκε να συζητήσει το θέμα με την ορισθείσα εβραϊκή επιτροπή.

Οι Εβραίοι, προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους, δεν δίστασαν να ενεργοποιήσουν τις εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης και της Αμερικής, συκοφάντησαν δε τους Έλληνες, διαδίδοντας ότι χρησιμοποιούσαν τα ίδια μέσα με τους Τούρκους.

Οι Ιταλοί, εκμεταλλευόμενοι τις απαιτήσεις των Εβραίων, πέτυχαν να κλονίσουν τις σχέσεις τους με την ΕΔ. Ο ύπατος αρμοστής, μολονότι θα μπορούσε να εξαγοράσει τις απαιτήσεις των Εβραίων, παρέμεινε άκαμπτος, επειδή πίστευε ότι η εβραϊκή κοινότητα δεν είχε δικαίωμα να εισπράξει καμία αποζημίωση.

Όσον αφορά στο ιωνικό πανεπιστήμιο, η λειτουργία του είχε προγραμματιστεί για το ακαδημαϊκό έτος 1922-23.

Οι κτιριακές εγκαταστάσεις περιελάμβαναν 70 αίθουσες διδασκαλίας, αμφιθέατρο, εργαστήρια και βιβλιοθήκη, ενώ θα υπήρχαν τα εξής τμήματα: Τμήματα Φυσικών και Τεχνολογικών Επιστημών, Γεωργική Σχολή, Σχολή Ανατολικών Γλωσσών και Εθνολογίας, Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, Τμήμα προπαρασκευαστικών σπουδών, Ινστιτούτο Υγιεινής, Τμήμα Εμπορικών Σπουδών, Σχολή Εργολάβων Δημοσίων Έργων, Σχολή Ανωτάτης Μουσουλμανικής Εκπαίδευσης και Πειραματικό Αγρόκτημα.

Η οργάνωση του πανεπιστημίου θα ακολουθούσε αγγλοσαξωνικό και γερμανικό πρότυπο. Μετά τη διάλυση της ΕΔ, ο Κ. Καραθεοδωρής εγκατέλειψε τη Σμύρνη στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 με το «Νάξος». Μετέφερε μαζί του στην Ελλάδα το αρχείο του Πανεπιστημίου, μερικά από τα πολύτιμα εργαστηριακά όργανα και σημαντικό αριθμό βιβλίων που μπόρεσε να διασώσει.

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές

Μετά την κατοχή της Σμύρνης από τον ΕΣ, σε σύντομο χρονικό διάστημα κρίθηκε αναγκαία η διοργάνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, για τη φύλαξη και συντήρηση των μνημείων, τη ρύθμιση των εντός της ελληνικής ζώνης αρχαιολογικών συλλογών, την περισυλλογή των αρχαίων που ήταν διάσπαρτα στη χώρα και τη διενέργεια ανασκαφών.

Τη διεύθυνση αυτών των έργων την είχε έως τον Νοέμβριο του 1920 ο έφορος αρχαιοτήτων Γ. Οικονόμος και από τον Ιανουάριο του 1921 έως τον Σεπτέμβριο του 1922 ο Κ. Κουρουνιώτης.

Κατά τη διάρκεια του μεγάλου πολέμου, οι Τούρκοι είχαν αφήσει αφύλακτα τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Στην Έφεσο, οι αρχαιολογικές συλλογές των Αυστριακών λεηλατήθηκαν.

Επίσης, αρχιτεκτονικά στοιχεία μεταφέρθηκαν στη Σμύρνη για να χρησιμοποιηθούν στην ανέγερση της μουσουλμανικής σχολής. Στο χωριό Αγιάσουλουκ, κοντά στα αρχαία ερείπια της Εφέσου, καταρτίστηκε πρόχειρη αρχαιολογική συλλογή.

Ανάλογες εργασίες έγιναν και στην Πέργαμο, όπου κατά τη διάρκεια του πολέμου κίονες είχαν καταρριφθεί και είχαν σπάσει, ενώ μαρμάρινα μέλη αφαιρέθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή τουρκικού σχολείου. Στην Πέργαμο όπως και στην Έφεσο, διορίστηκαν δύο φύλακες. Στις Σάρδεις ο αρχαίος ναός δεν είχε υποστεί ζημιές, αλλά η συλλογή που είχε καταρτιστεί από τους Αμερικανούς αρχαιολόγους καταστράφηκε και λεηλατήθηκε. Στην Πριήνη δεν σημειώθηκαν ζημιές στα μνημεία, επειδή δεν υπήρχαν Τούρκοι στην περιοχή. Επίσης στην Πριήνη και στις Σάρδεις τοποθετήθηκε από ένας φύλακας, ενώ στη Σμύρνη διαρρυθμίστηκε η αρχαιολογική συλλογή που στεγαζόταν στην Ευαγγελική Σχολή.

Όταν οι διοικητές των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων ανέφεραν ότι σε πολλά χωριά υπήρχαν αρχαία, οι αρχαιολόγοι Κ. Κουρουνιώτης, Ν. Λάσκαρης και Σ. Παρασκευαΐδης επισκέφτηκαν όλα τα χωριά και απέστειλαν στη Σμύρνη τα αρχαία που βρήκαν. Οι αρχαιολογικοί χώροι υποδείχθηκαν στις ελληνικές στρατιωτικές.

Αρχές, οι οποίες ανέλαβαν τη φροντίδα της διαφύλαξης των αρχαίων ή την αποστολή των στη Σμύρνη. Ανασκαφές έγιναν στη Νύσα, επί του Μαιάνδρου, και στον βυζαντινό ναό του Ιωάννου του Θεολόγου στην Έφεσο. Ως εργάτες χρησιμοποιήθηκαν κατάδικοι από τις φυλακές Σμύρνης και Μαγνησίας, οι οποίοι δέχθηκαν να εργασθούν έναντι δωρεάν διατροφής και λογικού ημερομισθίου.

Το τέλος της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης

Τον Αύγουστο του 1922 στη Σμύρνη επικρατούσε χάος, οι δε συζητήσεις για το μέλλον της πόλης εσυνεχίζοντο ημέρα και νύκτα. Ενώ η γενική επίθεση των Τούρκων εξελισσόταν με γοργό ρυθμό, οι ελληνικές Αρχές δεν αποφάσιζαν την εκκένωση της πόλεως.

Όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να αναθέσει την αρχηγία του Στρατού στον στρατηγό Τρικούπη, αυτός είχε ήδη αιχμαλωτισθεί. Τότε διορίστηκε ως αντικαταστάτης του Χατζανέστη ο αντιστράτηγος Γ. Πολυμενάκος, ο οποίος μόλις έφθασε στη Σμύρνη με το αντιτορπιλικό «Βέλος», εξέδωσε την εξής ημερήσια διαταγή:

«Αναλαμβάνων την διοίκησιν της Στρατιάς, απευθύνω θερμόν χαιρετισμόν προς τους παλαιούς συμπολεμιστάς μου και συνιστώ αυτοίς πειθαρχίαν και μόνον πειθαρχίαν. Αυτή έσεται μόνη σωτηρία και των ατόμων και του στρατεύματος».

Ο νέος αρχιστράτηγος προσπάθησε αμέσως να λάβει διάφορα μέτρα ασφαλείας, προκειμένου να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος για την εκκένωση της Σμύρνης.

Όμως οι διαταγές του δεν κατέστη δυνατό να εκτελεσθούν, επειδή το ηθικό ήταν τόσο πεσμένο, που οι άνδρες δεν ήταν πλέον σε θέση να αναλάβουν καμία σοβαρή στρατιωτική ενέργεια. Εξάλλου, η πρόωρη σύμπτυξη της ελληνικής Μεραρχίας Ιππικού άφησε ελεύθερο το δρόμο προς τη Σμύρνη στην τουρκική 14η Μεραρχία Ιππικού, η οποία είχε καταλάβει τη στενωπό της Μενεμένης.

Τα γεγονότα στο μέτωπο δεν ήταν εν γνώσει του πληθυσμού της Σμύρνης. Ακόμη και η Ύπατη Αρμοστεία παρέμεινε απληροφόρητη από το Γενικό Στρατηγείο. Το πρωί της 1ης Σεπτεμβρίου άρχισε η συσκευασία των αρχείων της Στρατιάς και της Αρμοστείας.

Μετά από οδηγίες της κυβέρνησης, ο ύπατος αρμοστής διέταξε τους δημοσίους υπαλλήλους να είναι έτοιμοι προς αναχώρηση. Συγχρόνως, οι πληθυσμοί όλων των χριστιανικών δογμάτων, καταληφθέντες από πανικό, έσπευδαν στις ακτές κι εσυνωστίζοντο στους σιδηροδρομικούς σταθμούς.

Όσοι δεν κατόρθωναν να βρουν θέση στις αμαξοστοιχίες, επορεύοντο προς τη Σμύρνη.

Οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Βρετανίας συμβούλευσαν τους υπηκόους τους να αναχωρήσουν, ενώ ο Ιταλός πρόξενος συνέστησε στους Ιταλούς να παραμείνουν, επειδή γνώριζε ότι αυτοί δεν διέτρεχαν κίνδυνο.

Οι προνοητικότεροι των Ελλήνων έσπευδαν να αναχωρήσουν για τα νησιά του Αιγαίου και τον Πειραιά. Το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου, η Σμύρνη παρουσίαζε το θέαμα χιλιάδων περιφερόμενων κατοίκων, οι οποίοι επιζητούσαν να επιβιβαστούν σε πλοία για να επιτύχουν τη σωτηρία τους.

Το απόγευμα της 5ης Σεπτεμβρίου έφθασαν στο λιμάνι της Σμύρνης μεταγωγικά πλοία που μετέφεραν από τη Θράκη την Ι Μεραρχία. Οι στρατιώτες της, βλέποντας την κακή κατάσταση των ανδρών που έφθαναν από τα πεδία της μάχης, άρχισαν να δυσανασχετούν και εκδήλωσαν με εξέγερση την απαίτηση να επανέλθουν στη Θράκη.

Από την 7η Σεπτεμβρίου, η αναχώρηση των κατοίκων έλαβε χαρακτήρα αληθινής εξόδου, τα δε πλοία παρελάμβαναν τριπλάσιους επιβάτες από τον επιτρεπόμενο αριθμό.

Η προκυμαία ήταν γεμάτη ανθρώπους και αποσκευές. Όλοι οι τραυματίες στρατιώτες επιβιβάστηκαν στα πλοία με προορισμό τον Πειραιά.

Ο αρχιστράτηγος Πολυμενάκος μετέφερε το Στρατηγείο της Στρατιάς στα πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι, ενώ όλοι οι κατώτεροι υπάλληλοι αναχώρησαν με δύο ατμόπλοια.

Το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου όλοι οι ανώτεροι υπάλληλοι της ΕΔΣ επιβιβάστηκαν στα πλοία και η Σμύρνη αφέθηκε στην τύχη της, αφού και οι χωροφύλακες άρχισαν να συγκεντρώνονται στην αποβάθρα για να επιβιβαστούν. Συγχρόνως, αγήματα από τα συμμαχικά πλοία μετεφέροντο για να περιφρουρήσουν τα προξενεία των Μεγάλων Δυνάμεων.

Λίγο πριν τη δύση του ηλίου, άρχισε ο απόπλους των ελληνικών μεταγωγικών πλοίων και σύντομα ακολούθησε και ο απόπλους του ελληνικού Στόλου. Έτσι η Σμύρνη, δίχως διοικούσα αρχή, εγκαταλείφθηκε στη διάθεση του τουρκικού Στρατού.

Τη νύκτα της 8ης Σεπτεμβρίου, κατά μήκος της οδού Νυμφαίου–Σμύρνης–Βρυούλων, εκινούντο τα τελευταία τμήματα του ΕΣ, κατευθυνόμενα προς την παραλία της Ερυθραίας και στο λιμάνι του Τσεσμέ. Το πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου, η Σμύρνη παρουσίαζε την όψη απελπισμένης πολιτείας.

Στην προκυμαία περιεφέροντο με αγωνία Έλληνες πολίτες αλλά και στρατιωτικοί, που δεν είχαν κατορθώσει να επιβιβαστούν στα πλοία την προηγουμένη. Κατά τις 11.00 διαδόθηκε αστραπιαία ότι έρχεται ο τουρκικός Στρατός. Σε λίγο εμφανίστηκε μια δύναμη 400 ατάκτων ιππέων, η οποία έφθασε ταχύτερα από τον τακτικό στρατό.

Μετά το μεσημέρι, εισήλθε στην πόλη ισχυρή δύναμη του τουρκικού V Σώματος Ιππικού, του οποίου ο διοικητής κήρυξε αμέσως τον στρατιωτικό νόμο και ίδρυσε έκτακτο στρατοδικείο εκστρατείας.

Το απόγευμα έφθασε στη Σμύρνη από την οδό του Νυμφαίου, ισχυρό τμήμα τουρκικού πεζικού και κατευθύνθηκε στους στρατώνες. Στις 10 Σεπτεμβρίου κατέφθασαν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις πεζικού και πυροβολικού της 1ης Στρατιάς υπό τον Νουρεττίν πασά. Το αναπόφευκτο τέλος της Σμύρνης πραγματοποιήθηκε όταν η ελληνική και η αρμενική συνοικία παραδόθηκαν στις φλόγες, για να σβηστεί από τη μνήμη των Τούρκων ότι η Σμύρνη υπήρξε μια πόλη ελληνική.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!