Οι Βρετανοί άρχισαν να μεταναστεύουν στην Βόρειο Αμερική έναν αιώνα μετά την εξερεύνηση του ποταμού του Αγίου Λαυρεντίου και της Νέας Αγγλίας.

Η Βιρτζίνια αποικίστηκε το 1606, ενώ μια ομάδα Άγγλων πουριτανών έφθασε στην Αμερική με το πλοίο «Μεϋφλάουερ», το 1620, και εγκαταστάθηκε στο Πλίμουθ της Μασαχουσέτης. Εκεί άλλωστε κατέληξαν οι μισοί Βρετανοί άποικοι.

Οι Γάλλοι ίδρυσαν την πόλη του Κεμπέκ το 1608 και το Μόντρεαλ το 1620. Οι αποικίες αυτές θεωρήθηκαν από τις μητέρες πατρίδες ότι ήταν χώροι αποθέσεως, όπου μπορούσαν να στέλνουν όλους τους ανεπιθύμητους συμπατριώτες τους.

Από την αρχή, οι λόγοι για τον αποικισμό της Βορείου Αμερικής ήταν οικονομικοί και όχι θρησκευτικοί, όπως συνέβη στη Νότια Αμερική, όπου μετανάστευσαν Ισπανοί. Οι άποικοι, όταν έφθασαν στην Βόρειο Αμερική γνώρισαν βαρείς χειμώνες και ήλθαν σε επαφή με πολεμοχαρείς Ινδιάνους.

Επειδή  δεν υπήρχε χρυσός, όπως είχε αρχικά υποτεθεί, η διαμονή τους ήταν δυσχερής και όλοι αγωνίζοντο για να επιβιώσουν.

Το 1624, η κατάσταση άλλαξε χάρη στον Τζων Σμιθ. Αυτός, σύμφωνα με το θρύλο, αφού σώθηκε από την εκτέλεση με την μεσολάβηση της πριγκίπισσας Ποκαχόντας, παρότρυνε τους αποίκους να οργώσουν την πλούσια γη της χώρας για να επιβιώσουν.

Η ταυτόχρονη αποίκηση της Βορείου Αμερικής από τους Γάλλους και τους Βρετανούς είχε ως συνέπεια έναν μακροχρόνιο πόλεμο. Οι Βρετανοί είχαν ήδη θέσει στο περιθώριο τους Ολλανδούς, οι οποίοι είχαν ιδρύσει το Νέο Άμστερνταμ  το 1626, αλλά το έχασαν το 1664 από τον Γιορκ, που ονόμασε την πόλη Νέα Υόρκη.

Το 1757, η Βρετανία άρχισε έναν επιθετικό πόλεμο κατά της Γαλλίας, για τον οποίο δεν ήταν προετοιμασμένη. Τα κέντρα του γαλλικού Καναδά ήταν το Μόντρεαλ και το Κεμπέκ, που ευρίσκοντο στις όχθες του Αγίου Λαυρεντίου, ο οποίος συνέδεε την ενδοχώρα με τον Ατλαντικό.

Η φυσική σύνδεση των βρετανικών αποικιών με τον Καναδά ήταν δυνατή μόνο μέσω της λίμνης Σαμπλαίν και του ποταμού Ρισελιέ ή μέσω του Άνω Οχάιο, της λίμνης Οντάριο και του Άνω Αγίου Λαυρεντίου.

Για την άμυνα αυτών των προσβάσεων οι Γάλλοι είχαν προβεί στην ανέγερση ενός αριθμού φρουρίων. Ωστόσο, οι Βρετανοί το 1758 κατέλαβαν το Λούισμπουργκ και τα φρούρια Ντιουκέσν και Φροντνάκ, καθώς και το Κεμπέκ. Επίσης, το 1759 κατέλαβαν τη λίμνη Σαμπλαίν, νίκησαν δε τους Γάλλους στον κόλπο Κιμπερόν.

Το 1760, καταλαμβάνοντας και το Μόντρεαλ, εκδίωξαν τους Γάλλους από την περιοχή του σημερινού Καναδά.

Η εσωτερική κατάσταση των βρετανικών αποικιών που ιδρύθηκαν ήταν στενά συνδεδεμένη με το στέμμα και όχι με το βρετανικό κοινοβούλιο, οι δε αποικιακοί κυβερνήτες διορίζοντο άμεσα από τον βασιλέα.

Όταν ο έλεγχος του Βρετανού βασιλέα στις αποικίες έγινε ασφυκτικός, άρχισε και η αντίδραση των αποίκων ενάντια στην κεντρική εξουσία, και αναπτύχθηκε τάση για ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση.

Η επανάσταση των αποικιών κατά του βρετανικού στέμματος, θεωρείται σήμερα ότι δεν οφειλόταν σε οικονομικούς λόγους και δεν προέκυψε από τον γενικό ξεσηκωμό των μαζών, αλλά ήταν έργο μιας μικρής ηγετικής ομάδας, η οποία επεδίωκε την αυτοδιάθεση των αποικιών.     

Ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον

Ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον, όπως όλοι οι άποικοι, καταγόταν από μετανάστες. Ο προπάππος του Τζων Ουάσιγκτον, είχε φθάσει στην Βιρτζίνια το 1657. Όταν απεβίωσε, κατείχε ήδη μια έκταση 10.000 εκταρίων. Ο Τζωρτζ γεννήθηκε το 1732, στο Γουέικφιλντ της κομητείας Γουέστμουρλαντ, στην Βιρτζίνια.

Επειδή εκείνη την εποχή μόνον ο πρωτότοκος γιος κληρονομούσε τον πατέρα του, το μέλλον του Τζωρτζ ήταν αβέβαιο, αφού ήταν ο τρίτος γιος από τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα του.

Η οικογένειά του θεωρούσε ότι ίσως θα έπρεπε να στραφεί προς την θάλασσα και να γίνει ναυτικός. Το 1748, ο Ουάσιγκτον σε ηλικία 16 ετών μετέβη στην κοιλάδα Σεναντόουα, ως εμπειροτέχνης τοπογράφος, για λογαριασμό του λόρδου Τόμας Φέιρφαξ, ο οποίος κατείχε μια έκταση 5.200.000 εκταρίων. Στην περιοχή αυτή, προ του αποικισμού των λευκών, ζούσαν οι εμπορευόμενοι Ινδιάνοι Σώνι και οι πολεμοχαρείς Ιροκουόις ή Ιροκουά.

Ο Τζωρτζ ήλθε σε επαφή με τις αχανείς εκτάσεις των βρετανικών κτήσεων ως τοπογράφος. Οι περισσότερες τοπογραφικές εργασίες του Τζωρτζ, ήταν στην περιοχή της πλαγιάς Μπλου Ριτζ. Σε ηλικία 18 ετών αγόρασε πάμφθηνα 1.000 εκτάρια γης στη θέση Μπούλσκιν Ραν, ενώ αργότερα απέκτησε και άλλες εκτάσεις.

Για μια επιφάνεια 456 εκταρίων, κατέβαλε 122 στερλίνες, που ήταν λιγότερα από το μηνιαίο μισθό του. Αλλά και ο Λώρενς, ο μεγαλύτερος ετεροθαλής αδελφός του, ακολουθώντας το παράδειγμα του Τζωρτζ, αγόρασε και αυτός γειτονικές εκτάσεις και σε λίγα χρόνια οι Ουάσιγκτον κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γύρω από το Τσαρλστάουν.

Από τα παιδικά του χρόνια, ο Τζωρτζ θαύμαζε τον μεγαλύτερό του αδελφό Λώρενς, ο οποίος είχε συμμετάσχει σε μια αποστολή στην ισπανική Κολομβία. Ο Λώρενς υπηρέτησε επίσης ως υπασπιστής στην Βιρτζίνια, είχε δε δώσει στο κτήμα του, που βρισκόταν στις όχθες του Ποτόμακ το όνομα του Ναυάρχου Ε. Βέρνον.

Όταν ο Λώρενς απεβίωσε το 1752 από φυματίωση, ο Τζωρτζ κατατάχτηκε στην Εθνοφρουρά. Τον επόμενο χρόνο, σε ηλικία 22 ετών, ενοικίασε το κτήμα Μάουντ Βέρνον από την χήρα του αδελφού του. Το 1754, ο κυβερνήτης της Βιρτζίνια Ρόμπερτ Ντίνγουιντι απέστειλε τον Τζωρτζ Ουάσιγκτον, που είχε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, με 160 άνδρες στην κοιλάδα του Οχάιο. Η απειρία του Ουάσιγκτον, ήταν καταστροφική για την έκβαση της επιχείρησης.

Μολονότι δεν είχε κηρυχτεί πόλεμος, ο Τζωρτζ επετέθη εναντίον μιας κατασκήνωσης, στην οποία υπήρχαν 31 Γάλλοι και σκότωσε 10 από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου και του αρχηγού τους Σιέρ ντε Ζουμονβίλ. Οι Γάλλοι αμέσως εκμεταλλεύτηκαν την επίθεση του Ουάσιγκτον κατά της διπλωματικής αποστολής και με αφορμή αυτό το γεγονός, ξέσπασε σύντομα ένας πόλεμος που ονομάστηκε πόλεμος Γάλλων και Ινδιάνων.

Στη συνέχεια, ο νεαρός αξιωματικός Τζωρτζ Ουάσιγκτον ανέγειρε έναν οχυρωματικό φράκτη από πασάλους, κακοσχεδιασμένο, τον οποίο ονόμασε Φρούριο Νεσέσιτι. Οι Γάλλοι επιτέθηκαν εναντίον του φρουρίου, ξεκλήρισαν το ένα τέταρτο της φρουράς και ανάγκασαν τον Ουάσιγκτον σε παράδοση. Αυτός  υπέγραψε ένα κείμενο, με το οποίο παραδεχόταν τη δολοφονία του Ζουμονβίλ. Στον απόηχο της καταστροφής, ο Ουάσιγκτον, που έφερε όλο αντιρρήσεις και ενδιαφερόταν για την προαγωγή του κυρίως, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το αξίωμά του.   

Την άνοιξη του 1755, ο Υποστράτηγος Εδουάρδος Μπράντοκ έφθασε στην Αλεξάνδρεια, πόλη της αποικίας Βιρτζίνια, με δύο συντάγματα του τακτικού βρετανικού Στρατού. Αντικειμενικός σκοπός του ήταν η εκδίωξη των Γάλλων από την άνω κοιλάδα του Οχάιο. Εκεί, πληροφορήθηκε ότι ο νεαρός πρώην αξιωματικός της Βιρτζίνια, γνώριζε την περιοχή.

Όταν ο Μπράντοκ δεν μπόρεσε να προσφέρει στον Ουάσιγκτον κάποια αξιόλογη θέση, ο τελευταίος αποφάσισε να υπηρετήσει εθελοντικά. Καθώς η άνοιξη είχε φθάσει στο τέλος της, οι άνδρες του Μπράντοκ προχώρησαν μέσα στις ερημιές.

Στις 9 Ιουλίου 1755, 850 Γάλλοι και Ινδιάνοι έστησαν ενέδρα στους 1.500 άνδρες του Βρετανού υποστράτηγου. Οι τακτικοί στρατιώτες των Βρετανών, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ γνωρίσει εχθρούς που πυροβολούσαν εύστοχα, κρυμμένοι πίσω από δένδρα, πανικοβλήθηκαν. Ο Μπράντοκ σκοτώθηκε όπως και πολλοί από τους αξιωματικούς του.

Ο Ουάσιγκτον που επέζησε της συμπλοκής, στην αναφορά του προς τον κυβερνήτη Ντίνγουϊντι, ενώ εξυμνεί το θάρρος των ανδρών της Βιρτζίνια που είχαν λάβει μέρος στην επιχείρηση, για τους Βρετανούς έγραψε ότι «διαλύθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, όπως τα πρόβατα μπροστά σε σκύλους».

Μετά από τρία χρόνια υπηρεσίας ως «Γενικός Διοικητής όλων των Δυνάμεων της Βιρτζίνια», ο Τζωρτζ παραιτήθηκε από την Εθνοφρουρά για να ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης. Εργαζόμενος εντατικά, περιφερόταν συνεχώς έφιππος στο κτήμα του Μάουντ Βέρνον. Με τα κτήματά του ο Ουάσιγκτον ασχολήθηκε τα επόμενα 16 χρόνια.

Το 1759, ο Τζωρτζ παντρεύτηκε την πλούσια χήρα Μάρθα Ντάντριτζ Κάστις, η οποία είχε τέσσερα παιδιά από τον προηγούμενό της σύζυγο. Όμως με τον Τζωρτζ δεν απέκτησε παιδί. Το 1761, όταν απεβίωσε η χήρα του αδελφού του, ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον κληρονόμησε και το κτήμα του Μάουντ Βέρνον. Ήδη, στο κτήμα αυτό η οικογένειά του, οι σκλάβοι και οι υπηρέτες αριθμούσαν γύρω στα 300 άτομα.

Το 1760, όταν ο Ουάσιγκτον ήταν 28 ετών, ο φίλος του Τζωρτζ Μέρσερ τον περιέγραψε ως εξής: «Ευθύς, όπως οι Ινδιάνοι, με ύψος έξΙ ποδών και δύο ιντσών, και βάρος 175 λιβρών… ο σκελετός του καλύπτεται από καλά αναπτυγμένους μυς, που υποδηλώνουν μεγάλη μυϊκή δύναμη.

Τα οστά και οι κλειδώσεις του είναι μεγάλα όπως και τα χέρια του και τα πόδια του… έχει γκριζογάλανα μάτια και διεισδυτικό βλέμμα…

Έχει καθαρό και άχρωμο δέρμα, ηλιοκαμμένο και σκούρα καστανά μαλλιά που απολήγουν πίσω σε κοτσίδα.

Το στόμα του είναι μεγάλο και το κρατά συνέχεια κλειστό, όμως κάπου κάπου αποκαλύπτει τα χαλασμένα δόντια του». Στην πραγματικότητα, ο Ουάσιγκτον υπέφερε από τα δόντια του σε όλη του την ζωή. Στο σημειωματάριό του, αναφέρεται ότι είχε πονόδοντους και πρησμένα ούλα. Φαίνεται ότι, μετά από κάθε πονόδοντο ακολουθούσε μια εξαγωγή. Σύμφωνα δε με έναν ιστορικό, οι πονόδοντοι του Ουάσιγκτον καταπόνησαν τα νεύρα του.

Κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του ως καλλιεργητή, ο Ουάσιγκτον εκλέχτηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο της αποικίας Βιρτζίνια. Στη διάρκεια της θητείας του σε αυτό για 16 έτη, ο Ουάσιγκτον υπέβαλε λίγα νομοσχέδια προς ψήφιση. Ωστόσο, η εκτίμηση που απολάμβανε ήταν πολύ μεγάλη.

Ως καλλιεργητής, ο Ουάσιγκτον θεωρούσε ότι οι Βρετανοί έμποροι τον εκμεταλλεύονταν και ότι οι διαδικασίες και τα μέτρα που εφάρμοζε η βρετανική κυβέρνηση ήταν εξοντωτικά για τους αποίκους. Η πείρα που απέκτησε ως καλλιεργητής αλλά και ως διοικητής στρατιωτικών μονάδων, τον έπεισαν ότι η βρετανική διακυβέρνηση της χώρας ήταν απαράδεκτη.

Ο Ουάσιγκτον και οι κάτοικοι της Βιρτζίνια δεν μπορούσαν να παραμένουν αδιάφοροι, όταν οι Βρετανοί άρχισαν να περιορίζουν την ανεξαρτησία των αποίκων. Όταν ήταν πλέον φανερό ότι οι καταχρήσεις και οι παρεξηγήσεις θα οδηγούσαν σε έναν αιματηρό πόλεμο, το 1774, συνήλθε το Πρώτο Ηπειρωτικό Συνέδριο στη Φιλαδέλφεια. Στο συνέδριο αυτό, ο Ουάσιγκτον εκλέχθηκε εκπρόσωπος της αποικίας της Βιρτζίνια.

Ήδη, από το 1769, διακατεχόταν από επαναστατικές ιδέες. Σε μια επιστολή του προς τον Τζωρτζ Μέιζον, ανέφερε: «Όταν τα αγέρωχα αφεντικά μας στην Μεγάλη Βρετανία ικανοποιηθούν μετά την αφαίρεση της αμερικάνικης ελευθερίας, τότε μόνον θα φανεί απαραίτητο ότι κάτι πρέπει να γίνει… για να διατηρηθεί η ανεξαρτησία, την οποία εμείς αποκτήσαμε από τους προγόνους μας…».

Οι εκπρόσωποι των αποικιών, στο Πρώτο Ηπειρωτικό Συνέδριο, διακήρυξαν την απόφασή τους να συμβάλουν στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων και περιουσιών των αποίκων. Ανάμεσα στα μέτρα που έλαβαν ήταν και η συγκρότηση και η εκπαίδευση της Εθνοφυλακής, καθώς και η δημιουργία δυνάμεων ταχείας επέμβασης. Τον ίδιο χρόνο, οι Βρετανοί συγκέντρωσαν στην Βοστώνη δέκα συντάγματα πεζικού και δύο τάγματα με πεζοναύτες, για να καταστείλουν τις επικείμενες εξεγέρσεις των Αμερικανών.   

Το Δεύτερο Ηπειρωτικό Συνέδριο, το οποίο συνήλθε το Μάιο του 1775 στην Φιλαδέλφεια, είχε ως θέμα την πολιτική που έπρεπε να εφαρμόσουν οι αποικίες για να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα των Βρετανών. Ήδη, οι άνδρες της Νέας Αγγλίας είχαν αντιμετωπίσει με όπλα τις βρετανικές δυνάμεις που είχαν αποσταλεί από την Βοστώνη, στο Λέξινγκτον και στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης.

Όταν οι επαναστάτες πέρασαν από την άμυνα στην επίθεση, προσδιόρισαν ως πρώτο στόχο τους το φρούριο Ταϊκοντέρογκα, που βρισκόταν στην συμβολή των λιμνών Σαμπλαίν και Τζωρτζ. Οι Βρετανοί, είχαν μετονομάσει το γαλλικό φρούριο Καριλόν σε Ταϊκοντέρογκα, που στην γλώσσα των Ινδιάνων σημαίνει «στην συμβολή των δύο νερών», και το είχαν επισκευάσει. Στο φρούριο είχαν τοποθετηθεί πολλά κανόνια, όμως υπήρχε πλημμελής φρούρηση.

Οι επαναστάτες είχαν αναθέσει την επίθεση κατά του φρουρίου στον Συνταγματάρχη Μπένεντικτ Άρνολντ. Όμως ο Ήθαν Άλλεν με τα «παιδιά του πράσινου βουνού», ξεκινώντας ανεξάρτητα από τον Άρνολντ, είχε αποφασίσει να  καταλάβει και αυτός το φρούριο.

Οι δύο οπλαρχηγοί, Άρνολντ και Άλλεν, μαζί με τους άνδρες τους συναντήθηκαν συμπτωματικά στο Χαντς Κοβ, μετά δε από αντιπαραθέσεις αποφάσισαν να καταλάβουν το φρούριο από κοινού. Το φρούριο κατελήφθη, στις 10 Μαΐου 1775, δίχως την παραμικρή αντίσταση. Ανάμεσα στα λάφυρα ήταν και 100 κανόνια.

Ο Ουάσιγκτον αρχιστράτηγος

Κατά τη διάρκεια των εργασιών του Δεύτερου Ηπειρωτικού Συνεδρίου, ο Τζων Άνταμς της Μασαχουσέτης στην ομιλία του, της 14ης Ιουνίου 1775, είχε προτείνει τη συγκρότηση ενός μεγάλου αμερικανικού στρατού, που δεν θα ήταν πιστός μόνο σε μια αποικία αλλά θα ήταν επιφορτισμένος με την προστασία όλων των αποίκων.

Για δε τη διοίκηση του στρατού προσδιόρισε τα προσόντα του ατόμου που θεωρούσε κατάλληλο ως εξής: «Έναν κύριο, του οποίου η ικανότητα και η πείρα ως αξιωματικού, η ανεξάρτητη οικονομική επιφάνεια, τα μεγάλα του προσόντα και ο εξαίρετος χαρακτήρας του, θα ετύγχαναν της εγκρίσεως ολόκληρης της Αμερικής, και θα ένωναν τις θερμές προσπάθειες όλων των αποικιών», υπονοώντας τον Τζωρτζ Ουάσιγκτον, τον οποίον το Συνέδριο εξέλεξε παμψηφεί, στις 15 Ιουνίου 1775, για τη θέση αυτήν.

Ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον, ο οποίος συμμετείχε στο συνέδριο, ως διοικητής των Εθνοφρουρών της Βιρτζίνια, φορώντας την μπλε στρατιωτική στολή και έχοντας αγέρωχη εμφάνιση, φαίνεται ότι ήταν ο πιο εντυπωσιακός από όλους τους συνέδρους.

Στο συνέδριο αυτό, μαζί με αυτόν εξελέγησαν 4 υποστράτηγοι, οι Αρτέμας Ουόρντ, Τσαρλς Λη, Οράτιος Γκέιτς και Φιλίπ Σούλερ, καθώς και οκτώ ταξίαρχοι. Από αυτούς, ο Λη και ο Γκέιτς, όντες πρώην Βρετανοί αξιωματικοί, δεν έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τον αρχιστράτηγό τους, θεωρώντας τον αναποφάσιστο και ερασιτέχνη.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη στρατιωτική πείρα τους, τόσο είχε εντυπωσιάσει τον Ουάσιγκτον, που τους φέρθηκε με σεβασμό, ίσως μεγαλύτερο από αυτόν που τους άξιζε.

Από την πλευρά του, ο Ουάσιγκτον όχι μόνο δεν επιθυμούσε να διοριστεί αρχιστράτηγος, αλλά προσπάθησε και να αποτρέψει τον διορισμό, επειδή γνώριζε ότι η θέση αυτή θα είχε ως συνέπεια, να βρεθεί μακριά από τη σύζυγο και την οικογένειά του. Αποδέχθηκε ωστόσο το διορισμό του αρχιστρατήγου με τα εξής λόγια: «Μολονότι, είμαι πολύ συγκινημένος για τη μεγάλη τιμή, που μου δίδεται με το διορισμό αυτόν, διακατέχομαι από μεγάλη λύπη, επειδή γνωρίζω ότι οι ικανότητές μου και η στρατιωτική μου πείρα πιθανόν να μην είναι αντάξιες της μεγάλης και σημαντικής εμπιστοσύνης σας…».                

Ο Ουάσιγκτον ως αρχιστράτηγος των Αμερικανών, εκτός από τον υπό συγκρότηση στρατό, ανέλαβε και την διοίκηση των Μινιούτμαν (δύναμη ταχείας επέμβασης), οι οποίοι θεωρητικά μπορούσαν να προετοιμαστούν σε ένα λεπτό. Ο αρχιστράτηγος, μετά το διορισμό του, αναχώρησε από την Φιλαδέλφεια με προορισμό την Μασαχουσέτη.

Όταν έφθασε στη Νέα Υόρκη, πληροφορήθηκε ότι ο κύβος είχε ήδη ριφθεί. Οι Βρετανοί μετά την απώλεια του φρουρίου Ταϊκοντέρογκα, είχαν συγκεντρωθεί στην Βοστώνη, όπου επολιορκούντο από τους επαναστάτες, οι οποίοι, διαβλέποντας, ότι οι Βρετανοί θα προσπαθούσαν να καταλάβουν τα υψώματα Μπρηντ, Μόρτεν και Μπάνκερ, στις 16 Ιουνίου 1775, ανέθεσαν σε 1.800 εθνοφρουρούς, την κατάληψη του υψώματος Μπρηντ.

Το πρωί της 17ης Ιουνίου, ενώ τα βρετανικά πλοία άρχισαν να βομβαρδίζουν τα οχυρωματικά έργα που είχαν κατασκευαστεί σε μια νύκτα, ο Βρετανός υποστράτηγος Σερ Γουίλιαμ Χάου διατάχτηκε να καταλάβει το προαναφερθέν ύψωμα. Η κατάληψη του υψώματος αυτού στοίχισε στους Βρετανούς 226 στρατιώτες νεκρούς και 828 πληγωμένους.

Όταν ο Ουάσιγκτον έφθασε στο στρατόπεδο των Αμερικανών στο Καίμπριτζ της Μασαχουσέτης στις 2 Ιουλίου, αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες. Αυτός είχε αναλάβει την υποχρέωση να συγκροτήσει έναν στρατό από άνδρες που είχαν συγκεντρωθεί άτακτα από 4 πολιτείες της Νέας Αγγλίας: της Μασαχουσέτης, του Κονέτικατ, του Νιου Χάμσαϊρ και του Ροντ Αϊλαντ. Αυτοί οι «Γιάνκηδες» προσήλθαν ως εθελοντές και ήταν ατομιστές, απειθάρχητοι και άσχετοι με τον στρατό.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Δεν ήταν καν εφοδιασμένοι με ρούχα, όπλα, πυρομαχικά και τα άλλα απαραίτητα εφόδια για να πολεμήσουν μακροχρόνια. Επιπλέον, αντιστέκονταν σε κάθε προσπάθεια επιβολής πειθαρχίας, είχαν εκλέξει δικούς τους αξιωματικούς, και δήλωναν πίστη μόνο στην αποικία της καταγωγής τους. Ευρίσκοντο εκεί επί θητεία, η οποία θα έληγε τα Χριστούγεννα. Επειδή ο Ουάσιγκτον δεν διέθετε επιτελείο και αδυνατούσε να επιβάλει τη στρατιωτική πειθαρχία, πολλοί από τους άνδρες επέστρεψαν στα σπίτια τους, παίρνοντας μαζί τους όπλα και μπαρούτι.

Ο Ουάσιγκτον, σε μια επιστολή προς τον αδελφό του, με την οποία  παραπονιόταν ότι οι αξιωματικοί του ήταν αδιάφοροι, έγραψε τα εξής: «Η κατάσταση είναι απελπιστική, όταν βλέπω τον χειμώνα να έρχεται και οι άνδρες μου να είναι γυμνοί. Σε λίγες εβδομάδες φθάνει το τέλος της θητείας τους, και δεν γνωρίζω τι θα επακολουθήσει.

Ο ταμίας δεν έχει ούτε ένα δολλάριο στα χέρια του και οι άνδρες βρίσκονται σχεδόν σε κατάσταση ανταρσίας. Δεν γνωρίζω ποιός φταίει, όμως εάν η κατάσταση δεν διορθωθεί, ο στρατός θα διαλυθεί». Όταν στο στρατόπεδο του Καίμπριτζ, έφθασαν και οι εθνοφρουροί από την Πενσυλβάνια, το Μαίριλαντ και την Βιρτζίνια, τα προβλήματα του αρχιστρατήγου άρχισαν να μεγεθύνονται.

Οι επαναστάτες, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Βοστώνης, διατηρούσαν συστηματικά τον μύθο ότι δεν είχαν εξεγερθεί κατά του ηγεμόνα τους Γεωργίου Γ’, αλλά κατά των υπουργών του και του τυραννικού Κοινοβουλίου. Η βρετανική δύναμη στα έγγραφα των Αμερικανών συχνά αναφερόταν ως ο «Υπουργικός Στρατός».

Η σημαία των Αμερικανών επαναστατών έφερε 13 κόκκινες και λευκές ραβδώσεις, στη δε θέση των αστεριών, υπήρχε η βρετανική σημαία, γνωστή ως “Union Jack”. Επίσης, ο Ουάσιγκτον και οι επιτελείς του κάθε βράδυ έκαμαν μια πρόποση, στην υγεία του βασιλέα της Βρετανίας.

Ο Ουάσιγκτον εδραίωσε την εξουσία και το κύρος του, ως επί το πλείστον, με τη βοήθεια της προσωπικότητάς του, επειδή σχεδόν όλοι τον εύρισκαν γοητευτικό, αξιοπρεπή και ελκυστικό. Η Άμπιγκεϊλ Άνταμς, γράφοντας στον σύζυγό της Τζων Άνταμς σημείωνε τα εξής: «Με είχες προετοιμάσει να σχηματίσω μια ευνοϊκή εικόνα γι’ αυτόν. Όμως νομίζω, ότι δεν μου είπες ούτε τα μισά.

Η φυσική μεγαλοπρέπεια και η μακαριότητα, ο τζέντλεμαν και ο στρατιώτης συνδυάζονται στο πρόσωπο του Ουάσιγκτον με φυσικότητα. Η δε σεμνότητά του, προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του».

Η εκκένωση της Βοστώνης από τους Βρετανούς

Στις αρχές του 1776, ο στρατηγός των επαναστατών Χένρι Νοξ, κατόρθωσε με μια μικρή δύναμη να μεταφέρει 59 αγγλικά πυροβόλα που είχαν καταληφθεί στο φρούριο Ταϊκοντέρογκα, πάνω από τα βουνά της Νέας Αγγλίας και να τα τοποθετήσει στην κορυφή των υψωμάτων Ντόρτσεστερ, της Βοστώνης.

Όταν ξημέρωσε, οι Βρετανοί με έκπληξη αντίκρισαν τις κάννες των κανονιών, στραμμένες εναντίον των θέσεών τους. Τότε, ο Βρετανός Στρατηγός Ουίλιαμ Χάου, αντιλαμβανόμενος ότι είχε υπερκεραστεί, αποφάσισε να επιβιβάσει τις δυνάμεις του στα πλοία του βρετανικού στόλου που τον ανέμεναν, και να τα μεταφέρει στο Χάλιφαξ της Νέας Σκωτίας.

Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Ουάσιγκτον, πιστεύοντας ότι οι Βρετανοί θα εμφανίζονταν στη Νέα Υόρκη, έσπευσε προς τα εκεί. Στο μεταξύ, οι Βρετανοί είχαν αποστείλει μια ναυτική Μοίρα στο Τσάρλστον της Νότιας Καρολίνας, για να βοηθήσουν τις δυνάμεις των βασιλοφρόνων Τόρις. Όταν έφθασαν εκεί, προσπάθησαν στις 28 Ιουνίου 1776 να καταλάβουν το οχυρό Μούλτρι, αλλά απέτυχαν.

Όταν τα ιστία του βρετανικού στόλου ο οποίος μετέφερε τις δυνάμεις του Στρατηγού Χάου, άρχισαν να φαίνονται στον ορίζοντα της Νέας Υόρκης, έφθασε και η είδηση για τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας των αποικιών (4 Ιουλίου 1776).

Ο Ουάσιγκτον, παρά το μεγάλο πρόβλημα της στρατολόγησης νέων ανδρών, είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει στη Νέα Υόρκη 8.300 άνδρες. Τότε, οι βασιλόφρονες Τόρις, που ευρίσκοντο στη Νέα Υόρκη, κατηγορήθηκαν ότι σχεδίαζαν τη δολοφονία του Ουάσιγκτον, ως επακόλουθο δε έγιναν συλλήψεις και ο Tόμας ΧάΙκυ, που ανήκε στην προσωπική φρουρά του, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα καράβια, που έφεραν Βρετανούς στρατιώτες στην Νέα Υόρκη, υπήρχαν και πολυάριθμοι Γερμανοί μισθοφόροι, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί από τον βασιλέα Γεώργιο Γ’. Έτσι, το σύνολο των βρετανικών δυνάμεων ανερχόταν σε 25.000 άνδρες.      

Οι μισθοφόροι

Στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας των Αμερικανών, εκτός από τους Γάλλους και τους Βρετανούς, συμμετείχαν Ευρωπαίοι μισθοφόροι, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν Γερμανοί.

Η λήξη του τρίτου πολέμου για την Σιλεσία, το 1763, ανάμεσα στον Φρειδερίκο Β’ της Πρωσίας από την μια πλευρά και τις Ρωσία, Γαλλία και Αυστρία από την άλλη, είχε ως αποτέλεσμα την απραξία πολλών στρατιωτών και αξιωματικών, οι οποίοι βρέθηκαν άνεργοι.

Η Πρωσία, καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου παρέμεινε ουδέτερη, αποφεύγοντας να έλθει σε ρήξη με την Αγγλία, της οποίας ο βασιλέας ήταν και ηγεμόνας του κρατιδίου του Ανοβέρου.

Τότε, Γερμανοί μισθοφόροι, ιδιαίτερα από το κρατίδιο της Έσσης, που υπολογίζονται σε 30.000 άνδρες, μεταφέρθηκαν στην Αμερική για να πολεμήσουν στο πλευρό των Βρετανών.

Όταν όμως οι σχέσεις Πρωσίας-Βρετανίας άρχισαν να ψυχραίνονται, τότε η πρώτη άρχισε να βλέπει με συμπάθεια τους Αμερικανούς.

Είναι αξιοσημείωτο δε ότι οι ΗΠΑ μετά την ανεξαρτησία τους υπέγραψαν την πρώτη τους εμπορική και φιλική συμφωνία με την Πρωσία. Αλλά και η Γαλλία για δικούς της λόγους τάχτηκε με το μέρος των Αμερικανών.

Εκτός από τους αριστοκράτες, οι οποίοι συμμετείχαν στον αμερικανικό στρατό, ο βασιλέας της Γαλλίας, Λουδοβίκος ΙΣΤ’, έστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Αμερική και πολεμικό στόλο για να βοηθήσει ενεργά τους αποίκους.         

Ο Ουάσιγκτον στη Νέα Υόρκη

Οι Βρετανοί, τον Αύγουστο του 1776, αποβίβασαν στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης 21.000 Βρετανούς και Γερμανούς στρατιώτες, δίχως να συναντήσουν αντίσταση. Ενώ ο Ουάσιγκτον βρισκόταν στα υψώματα του Μπρούκλιν για να επιβλέπει την άμυνα των Αμερικανών, οι Βρετανοί υπό την ηγεσία του Στρατηγού Χάου, επιτέθηκαν συγχρόνως σε τρία σημεία. Σύντομα δε οι Βρετανοί και οι Γερμανοί σύμμαχοί τους υπερίσχυσαν και οι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να  εγκαταλείψουν  το Λόνγκ Άιλαντ. Ο Στρατηγός Χάου, με την αναποφασιστικότητα που τον διέκρινε, επέτρεψε στον Ουάσιγκτον να απαγκιστρώσει από το πεδίο της μάχης 9.500 άνδρες και να αποσυρθεί στα υψώματα του Χάρλεμ. Τότε, η Νέα Υόρκη εγκαταλείφθηκε από τους 22.000 κατοίκους της και οι Βρετανοί κατέλαβαν, στις 16 Σεπτεμβρίου, μια έρημη πόλη, η οποία μετά μια εβδομάδα καταστράφηκε από πυρκαγιά.

Όταν ο Χάου ξανάρχισε τις  επιθέσεις, στις 12 Οκτωβρίου, ο Ουάσιγκτον μετέφερε τις δυνάμεις του στην απέναντι όχθη του ποταμού Χάντσον, στο Νιου Τζέρσεϋ. Ο Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια των μαχών στη Νέα Υόρκη έχασε γύρω στους 600 άνδρες, ενώ 329 αξιωματικοί και 4.000 στρατιώτες του αιχμαλωτίστηκαν.

Η συνεχής υποχώρηση των Αμερικανών, όπως ήταν φυσικό, είχε αποκαρδιώσει αφάνταστα τον αρχιστράτηγο Ουάσιγκτον, ο οποίος, σε μια επιστολή του προς έναν εξάδελφό του τόνιζε τα εξής: «Βασιζόμαστε τώρα μόνο στην ταχεία επιστράτευση του νέου στρατού. Εάν αποτύχει αυτό, τότε νομίζω ότι ο αγώνας θα έχει χαθεί». Ήδη, ο στρατός του από 30.000 άνδρες είχε μειωθεί στους 3.400. Πολλοί από αυτούς ήταν σχεδόν γυμνοί, ενώ άλλοι ήταν τόσο ελαφρά ντυμένοι, που ήταν ακατάλληλοι για να υπηρετήσουν στο στράτευμα.

Απελπισία πλημμύρησε και κάλυψε όλες τις αποικίες, όταν δε ο ρακένδυτος στρατός του Ουάσιγκτον έφθασε στο Νιου Τζέρσεϋ, οι κάτοικοι της αποικίας έσπευσαν να δηλώσουν πίστη στο στέμμα της Βρετανίας, κατά χιλιάδες. Ωστόσο, οι ενισχύσεις άρχισαν να καταφθάνουν, έστω και με το σταγονόμετρο.

Από το ναδίρ, το οποίο δεν γνώρισε κανένας άλλος Αμερικανός διοικητής στην Ιστορία, ο Ουάσιγκτον άρχισε να στρατολογεί νέους και να τους ντύνει με τα παλιά ρούχα, που του δώριζαν άποικοι. Φαίνεται ότι ο Ουάσιγκτον ήταν στο στοιχείο του, όταν ο πήχης βρισκόταν υψηλά και έπρεπε να ρισκάρει τα πάντα.

Οι μάχες στο Τρέντον και στο Πρίνστον

Ο στρατός του Ουάσιγκτον, λίγο πριν τη λήξη του 1776, αριθμούσε θεωρητικά  7.500 άνδρες, από τους οποίους μόνο οι 4.700 ήταν ετοιμοπόλεμοι. Επειδή η  θητεία των στρατευμένων έληγε στις 31 Δεκεμβρίου, ο Ουάσιγκτον αποφάσισε να επιτεθεί πριν το τέλος του έτους κατά των Γερμανών μισθοφόρων, τους οποίους διοικούσε ο Συνταγματάρχης Ραλλ και ο Ταγματάρχης φον Ντέχοφ.

Στις 25 Δεκεμβρίου, ανήμερα των Χριστουγέννων, οι Γερμανοί στρατιώτες γιόρταζαν μέσα στους στρατώνες, ενώ ο Συνταγματάρχης Ραλλ έπαιζε χαρτιά και έπινε όλη τη νύκτα. Εκείνο το βράδυ, ο Ουάσιγκτον και οι άνδρες του πέρασαν τον ποταμό Ντέλαγουερ με μπάρτζες για κάρβουνα και προχώρησαν ήσυχα προς το στρατόπεδο. Το πρωί της 26ης, ένας Γερμανός φρουρός σήμανε συναγερμό, όμως οι Αμερικανοί επιτέθηκαν αμέσως.

Κατά την επίθεση, ο Συνταγματάρχης Ραλλ πληγώθηκε θανάσιμα, 900 Γερμανοί μισθοφόροι αιχμαλωτίστηκαν, 106 σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι κατέφυγαν στο γειτονικό δάσος για να σωθούν. Στα χέρια των επαναστατών περιήλθαν μεγάλες ποσότητες όπλων και εφοδίων, καθώς και ρούμι, το οποίον καταναλώθηκε αμέσως και ζέστανε τους Αμερικανούς που είχαν ξεπαγιάσει.

Φαίνεται ότι το ρούμι ήταν απαραίτητο, προκειμένου να πεισθούν οι στρατιώτες να πολεμήσουν. Η νίκη αυτή του Ουάσιγκτον χαροποίησε τους  αποίκους, αναπτέρωσε το ηθικό τους, οι δε ξένοι φίλοι της επανάστασης, άρχισαν να βλέπουν την υπόθεση των επαναστατών με συμπάθεια.

Ο Ουάσιγκτον, μετά το Τρέντον, κινήθηκε εναντίον των Βρετανών, στις 3 Ιανουαρίου 1777, που ευρίσκοντο στο Πρίνστον. Οι Βρετανοί αρχικά κατέφυγαν στο κολέγιο του Πρίνστον, όμως λίγο αργότερα παραδόθηκαν.

Μετά τη μάχη, ενώ ο Ουάσιγκτον κινήθηκε προς το Μόρισταουν, οι βρετανικές ενισχύσεις που έφθασαν μετά την αποχώρηση των Αμερικανών, κινήθηκαν λανθασμένα προς το Μπράνσγουϊκ, επιτρέποντας στον Ουάσιγκτον να ξεφύγει. Σύντομα, ο Στρατηγός Χάου αποφάσισε να επιστρέψει μαζί με τους άνδρες του στην Νέα Υόρκη, για να επιδοθεί ο ίδιος σε διασκεδάσεις με την μαιτρέσσα του.   

Το 1777, πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματικοί κατατάχτηκαν στον αμερικανικό στρατό. Μεταξύ αυτών ήταν ο Λουί Ντουπορτέλ, ένας μεγαλοφυής σχεδιαστής οχυρών, που κατέλαβε τη θέση του αρχιμηχανικού στον Ηπειρωτικό Στρατό. O Πολωνός Ταντέους Κοσιούσκο, σχεδίασε τα οχυρά της Σαρατόγκα. Ο Βαυαρός Γιόχαν Καλμπ, πολέμησε και έπεσε στο Κάμντεν.

Όμως, ανάμεσα στους ξένους αξιωματικούς του Ουάσιγκτον, ξεχωριστή θέση κατέχουν ο Βαρόνος φον Στόιμπεν και ο Γάλλος κόμης ντε Λαφαγιέτ.

Οι Βρετανοί στη Φιλαδέλφεια

Μετά τον βαρύ χειμώνα των ετών 1776-77, ο Στρατηγός Χάου αποφάσισε μαζί με τους 15.000 άνδρες του να αποπλεύσει με μια Μοίρα από τη Νέα Υόρκη, με προορισμό τον κόλπο του Ντέλαγουερ, όπου και έφθασε μετά 4 εβδομάδες.

Από την πλευρά του ο Ουάσιγκτον, αντιλαμβανόμενος ότι ο αντικειμενικός σκοπός του Βρετανού στρατηγού ήταν η κατάληψη της πρωτεύουσας των επαναστατών Φιλαδέλφειας, κινήθηκε για να την υπερασπιστεί. Εκεί, συναντήθηκε με τον Γάλλο μαρκήσιο ντε Λαφαγιέτ, που ήταν τότε μόλις 19 ετών.

Όταν ο Χάου, ακολουθώντας τις όχθες του ποταμού Ντέλαγουερ έφθασε στο Μπράντυγουάιν, συνάντησε τις δυνάμεις του Ουάσιγκτον, οι οποίες ανήρχοντο σε 12.000 άνδρες. Η ομώνυμη μάχη κρίθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1777, όταν το δεξιό κέρας των Αμερικανών τράπηκε σε φυγή και ακολούθησε η διάλυση του κέντρου.

Ο νικητής Στρατηγός Χάου κατέλαβε την Φιλαδέλφεια, ενώ ο Ουάσιγκτον, αφού ηττήθηκε και στο Τζέρμανταουν, οπισθοχώρησε προς το Βάλεϋ Φορτζ. Ενώ όμως συνέβαιναν αυτά γύρω από την Φιλαδέλφεια, ο δε Ουάσιγκτον γνώριζε την μια ήττα μετά την άλλη, στον Βορρά συνέβαιναν πιο ευχάριστα γεγονότα.

Πράγματι, όταν ο Βρετανός Υποστράτηγος Μπουργκόιν, προσπαθώντας να διασπάσει τις αποικίες στα δύο, κινήθηκε από τον Καναδά προς το Όλμπανυ της Νέας Υόρκης, κυκλώθηκε από 16.000 Αμερικανούς και ηττήθηκε στην μάχη της Σαρατόγκα στις 7 Οκτωβρίου. Ο ίδιος, δέκα ημέρες μετά παραδόθηκε στους Αμερικανούς, μαζί με τους 5.000 άνδρες του, τη μαιτρέσα του και την πλούσια σε πολύτιμα κρασιά κάβα του.   

Η μεγάλη νίκη των Αμερικανών στη Σαρατόγκα, όπου αιχμαλωτίστηκαν 7 στρατηγοί, 300 αξιωματικοί, 3.379 Βρετανοί και 2.200 Γερμανοί στρατιώτες, έβγαλε στην επιφάνεια τη δυσφορία ορισμένων στρατηγών κατά του Ουάσιγκτον. Ο Τσαρλς Λη εξέφρασε την άποψη ότι ο αρχιστράτηγος δεν ήταν σε θέση να φέρει εις πέρας ούτε τις διαταγές ενός λοχία.

Ο Ναθαναήλ Γρην πρόσθεσε ότι ο Ουάσινγκτον είχε ανάγκη από αποφάσεις. Ενώ ο Οράτιος Γκέιτς αγνόησε τις διαταγές του αρχιστράτηγου και ζήτησε την αποπομπή του. Ωστόσο, η πλειοψηφία του Κογκρέσου είχε διαφορετική γνώμη, καθόσον αδυνατούσε να εξεύρει άλλον αρχιστράτηγο, ο οποίος θα δεχόταν τον πολιτικό έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων.

Ο Ουάσιγκτον στο Βάλεϋ Φορτζ εκτός από την έντονη κριτική είχε να αντιμετωπίσει και άλλες μεγάλες δυσκολίες. Ατασθαλίες στη διοικητική μέριμνα, είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί στρατιώτες να βρεθούν δίχως υποδήματα. Σχετικά, ο Ουάσιγκτον αναφέρει τα εξής: «Οι πορείες του στρατού μπορούσαν να εντοπιστούν από τα ματωμένα πόδια τους». Στο Βάλεϋ Φορτζ, είχαν μεν συγκεντρωθεί 11.000 άνδρες, όμως προς το τέλος του χειμώνα 2.500 είχαν πεθάνει από το κρύο και τις στερήσεις, περισσότεροι από 1.000 είχαν λιποτακτήσει και πολλοί άλλοι είχαν περάσει από στρατοδικείο.

Κατά τον Στρατηγό Τζέιμς Βάρνουμ, η κατάσταση στο στρατόπεδο ήταν τόσο τραγική, που πιθανότατα ο στρατός έπρεπε να διαλυθεί, ενώ κατά τον Στρατηγό Άντονυ Γουέιν, όλο το στράτευμα ήταν άρρωστο και υπέφερε από παρασιτικά ζωύφια και από την παρουσία αρουραίων.

Τον Ιανουάριο του 1778, ο Ουάσιγκτον έλαβε μια επιστολή του Γερμανού βαρόνου Φρειδερίκου φον Στόιμπεν, ο οποίος επιθυμούσε να καταταγεί ως εθελοντής. Ο Στόιμπεν είχε υπηρετήσει ως λοχαγός στο στρατό του Φρειδερίκου Β’ της Πρωσίας και μετά τη λήξη του επταετούς πολέμου αναζητούσε νέες πολεμικές περιπέτειες.

Ο Ουάσιγκτον διόρισε τον Πρώσο βαρόνο, γενικό επιθεωρητή, τον έθεσε δε επικεφαλής των εκπαιδευτών του στρατού. Όταν πέρασε ο βαρύς χειμώνας και ήλθε η άνοιξη του 1778, ο στρατός των Αμερικανών άρχισε να ελπίζει ξανά, επειδή ο Πρώσος βαρόνος είχε εκγυμνάσει  τους  νεοσύλλεκτους σύμφωνα με τα πρότυπα του πρωσικού στρατού.

Επίσης ο διορισμός του Στρατηγού Γκρην στον τομέα της υγείας και του εφοδιασμού, είχε ευνοϊκή επίδραση. Στο μεταξύ, η κήρυξη του πολέμου από τους Γάλλους κατά των Βρετανών, είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά βρετανικών στρατευμάτων στα νησιά της Καραϊβικής και την αποδυνάμωση της βρετανικής παρουσίας στην Αμερική. Η ευνοϊκή αυτή εξέλιξη στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, σημάδεψε καθοριστικά την έκβαση των μετέπειτα πολεμικών επιχειρήσεων.

Τότε, ο Βρετανός Στρατηγός Χένρυ Κλίντον, που είχε αντικαταστήσει τον Χάου, φοβούμενος ότι ο γαλλικός στόλος θα έσπευδε στον Κόλπο του Ντέλαγουερ, απομάκρυνε τους 3.000 Τόρις με καράβια από την Φιλαδέλφεια, ενώ ο ίδιος μαζί με τις δυνάμεις του εγκατέλειψε την Φιλαδέλφεια για να μεταβεί οδικώς στη Νέα Υόρκη.

Ο Ουάσιγκτον, που είχε τώρα μια δύναμη 11.000 ανδρών, θεωρώντας ότι του δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία έστειλε τον Στρατηγό Τσαρλς Λη να ακολουθήσει το στρατό του Κλίντον, παρόλο που οι σύμβουλοι του αρχιστρατήγου ήταν αντίθετοι. Ακολούθως δε διέταξε τον Λη, να επιτεθεί κατά της βρετανικής οπισθοφυλακής, στην θέση Μόνμαουθ, που διοικείτο από τον Κορνγουάλις. Ο Λη ολιγώρησε και όταν δόθηκε η μάχη, ο στρατηγός οπισθοχώρησε αυθαίρετα, εγκαταλείποντας τους υφισταμένους του στη μοίρα τους.

Όταν ο Ουάσιγκτον έφθασε στο πεδίο της μάχης, και διαπίστωσε ότι οι μονάδες του Λη οπισθοχωρούσαν άτακτα, ύστερα από προσπάθειες κατόρθωσε να τις ανασυντάξει και να επιτεθεί εκ νέου κατά του Κλίντον, ο οποίος τελικά έφθασε στην Νέα Υόρκη με απώλειες 1.500 ανδρών. Η επιτυχία του Ουάσιγκτον ήταν μεγάλη, διότι κατόρθωσε να μετατρέψει μια άτακτη φυγή σε οργανωμένη αντίσταση, και τελικά σε νίκη. Ο βαρόνος φον Στόιμπεν είχε ήδη κάμει το θαύμα του.

Ωστόσο, κατά την περίοδο 1779-81, ο στρατός του Ουάσιγκτον ήταν πολύ αδύναμος, οι άποικοι ήταν απαθείς και πολλοί πίστευαν ότι όλα είχαν χαθεί.

Το τέλος των Βρετανών

Όταν όλες οι βόρειες αποικίες καταλήφθηκαν από τους επαναστάτες, εκτός της Νέας Υόρκης, οι Βρετανοί στράφηκαν προς τις νότιες, την δε άνοιξη του 1780 κατέλαβαν το Τσάρλστον, της Βόρειας Καρολίνας. Όμως, σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Βρετανός Στρατηγός Κορνγουάλις αποφάσισε να μεταφέρει τις αποδεκατισμένες μονάδες του, μαζί με τις δυνάμεις του Στρατηγού Άρνολντ, στο Γιορκτάουν. Με την απόφασή του αυτή διέπραξε το μεγαλύτερο στρατηγικό σφάλμα, επειδή απομονώθηκε επικίνδυνα.

Όταν, ο Ουάσιγκτον, τον Μάϊο του 1781, συναντήθηκε με τον Γάλλο στρατηγό κόμη ντε Ροσαμπό, στο Χουέδερσφιλτ του Κονέκτικατ, συζήτησε μαζί του την επικείμενη σύμπραξη του γαλλικού στόλου υπό τον Ναύαρχο ντε Γκρασσέ, με τις αμερικανικές δυνάμεις. Τότε, ο Ουάσιγκτον δεν γνώριζε ακόμη ότι ο Κορνγουάλις βρισκόταν στην Βιρτζίνια, όπου ο κόμης Λαφαγιέτ διοικούσε μια μικρή δύναμη. Όταν ο Λαφαγιέτ, διαπίστωσε ότι οι Βρετανοί είχαν συγκεντρωθεί στο Γιορκτάουν, διέγνωσε τάχιστα ότι η Βιρτζίνια ήταν το κλειδί για το μέλλον της Αμερικής και πληροφόρησε αμέσως τον Ουάσιγκτον για την παρουσία των Βρετανών.

Μετά από διαβουλεύσεις, ανάμεσα στον Ουάσιγκτον και Ροσαμπό, ο ναύαρχος ντε Γκρασσέ έσπευσε στον Κόλπο του Τζέζαπικ, με σκοπό να αποκλείσει τους Βρετανούς. Η κίνηση αυτή του Γάλλου ναυάρχου, απέδειξε ότι η συμμαχία Γαλλίας και Αμερικανών θα απέδιδε το ποθούμενο αποτέλεσμα. Όταν, 3.000 Γάλλοι στρατιώτες υπό τον ντε Γκρασσέ ενώθηκαν με τον Λαφαγιέτ, οι Αμερικανοί μαζί με τους Γάλλους διέθεταν 16.000 άνδρες, ενώ ο Κορνγουάλις είχε στην διάθεσή του μόνον 7.000 άνδρες.

Η τελική επίθεση κατά των βρετανικών θέσεων άρχισε στις 14 Οκτωβρίου και συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση. Αρχικά, ο Κόρνγουάλις προσπάθησε να επιχειρήσει έξοδο, όμως απέτυχε και στις 17 Οκτωβρίου ζήτησε την διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Μετά δύο ημέρες, ο Κορνγουάλις παρέδωσε την οχυρωμένη πόλη και Βρετανοί και Γερμανοί μισθοφόροι απεχώρησαν από το Γιορκτάουν. Ο μεν Κορνγουάλις και οι αξιωματικοί του επιβιβάστηκαν σε πλοία για να μεταφερθούν στην Νέα Υόρκη, οι δε στρατιώτες του παρέμειναν στην Βιρτζίνια ως αιχμάλωτοι.    

Η Συνθήκη των Παρισίων, που υπεγράφη στις 3 Φεβρουαρίου 1783, έδωσε επίσημα τέλος στις πολεμικές επιχειρήσεις, ανάμεσα στους επαναστάτες και τους Βρετανούς. Τότε, ο Ουάσιγκτον παραιτήθηκε από την θέση του αρχιστρατήγου, και από όλες τις δικτατορικές του εξουσίες, οι οποίες του είχαν δοθεί από το Κογκρέσο και επέστρεψε στο Μάουντ Βέρνον, αγνοώντας τις επιθυμίες ορισμένων αξιωματικών του να στεφθεί βασιλέας.

Ο Στρατηγός Ουάσιγκτον, κατά τη δεκαετία του 1780, διαπίστωσε με αγωνία ότι η ελπίδα για ανεξαρτησία των Αμερικανών παράπαιε λόγω της ανεπάρκειας των Άρθρων του Συντάγματος. Οι διαφορές του με το ανήμπορο Ηπειρωτικό Συνέδριο, κατά τη διάρκεια του πολέμου, τον είχαν πείσει ότι μόνο μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση θα μπορούσε να εξασφαλίσει την εθνική ανεξαρτησία, την ομοψυχία και την επιβίωση.

Ο Ουάσιγκτον πρόεδρος των ΗΠΑ

Στο Συνέδριο για την αναθεώρηση των Άρθρων του Συντάγματος, που πραγματοποιήθηκε στην Φιλαδέλφεια το 1787, ο Ουάσιγκτον όχι μόνο συμμετείχε, αλλά χρημάτισε και πρόεδρος της συνέλευσης.

Κατά τη διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου, το Σύνταγμα  των Ηνωμένων Πολιτειών έλαβε σάρκα και οστά και ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον ανέλαβε την προστασία του Συντάγματος, ως πρώτος πρόεδρος της πατρίδας του.

Ο πρώην αρχιστράτηγος δέχθηκε το ανώτατο αξίωμα με δισταγμό, όμως τοποθέτησε το καθήκον για το έθνος, υπεράνω των προσωπικών του επιδιώξεων. Στις 30 Απριλίου 1789, ο Ουάσιγκτον ορκίστηκε πρόεδρος των ΗΠΑ.

Τότε, στον πρώην Στρατηγό Νοξ εμπιστεύτηκε ότι βρέθηκε αντιμέτωπος με «έναν ωκεανό από δυσκολίες, δίχως να έχει τα απαιτούμενα πολιτικά προσόντα, ή την ικανότητα και τη διάθεση που είναι απαραίτητες για να κατευθύνει το πηδάλιο». Ωστόσο, κατόρθωσε να ψηφιστεί ένα Άρθρο με το οποίο ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών τέθηκε υπεράνω όλων των κυβερνητών των ΗΠΑ.

Ο Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια της θητείας του, μεταξύ άλλων είπε και τα ακόλουθα: «Βαδίζω σε ένα απάτητο μονοπάτι, δεν υπάρχει κανένα μέρος της συμπεριφοράς μου, που δεν θα αποτελέσει παράδειγμα για τους άλλους από εδώ και στο διηνεκές». Για καλή τύχη του νέου έθνους, το παράδειγμα του Ουάσιγκτον έγινε μάθημα και για τους προέδρους που τον ακολούθησαν.

Ωστόσο, το υψηλό του αξίωμα λίγο τον χαροποιούσε. Στον Τόμας Τζέφερσον είπε ότι η θέση αυτή αντιπροσώπευε την «άκρα δυστυχία της ύπαρξής του».

Ωστόσο, υπηρέτησε με ευσυνειδησία και αφοσίωση, ενώ οι θεσμοί που έθεσε και οι πρακτικές που ακολούθησε συνέβαλαν στον σχηματισμό του νέου κράτους και χαρακτηρίζουν την Αμερικανική Δημοκρατία παραπάνω από δύο αιώνες.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Σάμιουελ Έλιοτ Μόρισον, o Ουάσιγκτον ήταν περισσότερο εθνικιστής και λιγότερο τοπικιστής από κάθε άλλο Αμερικανό της εποχής του. Η στρατιωτική του πείρα τού επέτρεψε να έλθει σε επαφή με άνδρες από όλη τη χώρα και είχε την ικανότητα να τους αξιολογήσει και να τους χρησιμοποιήσει κατάλληλα.

Επίσης, διέθετε το χάρισμα να επιλέγει ικανούς συνεργάτες αγνοώντας τα ελαττώματά τους. Έτσι, αγνόησε την αυθάδεια του Χάμιλτον και την υπουλότητα του Τζέφερσον, επειδή ήξερε ότι είχε ανάγκη από ικανούς άνδρες για να κυβερνήσει.

Ο Ουάσιγκτον, όταν εξέπνευσε και η δεύτερη θητεία του ως προέδρου,  αποφάσισε να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στο αγαπημένο του κτήμα. Στις 12 Δεκεμβρίου 1799 κρυολόγησε και δύο ημέρες αργότερα πέθανε. Ακόμη και στο θάνατό του φάνηκε το πόσο υπολόγιζε τους άλλους, όπως έκαμε σε όλη του τη δημόσια ζωή.

Λίγο πριν το τέλος, είπε στον γιατρό του: «Νιώθω ότι φεύγω. Σε ευχαριστώ για τις προσπάθειές σου, αλλά σε παρακαλώ μην κοπιάσεις περισσότερο για μένα. Άσε με να φύγω γρήγορα».

Έτσι και έγινε. Οι καμπάνες των εκκλησιών σε όλη τη χώρα άρχισαν να κτυπούν πένθιμα για τον άνθρωπο, στον οποίο το αμερικανικό έθνος όφειλε την ίδια του την ύπαρξη.