Ο Προκόπης Παυλόπουλος, απηύθυνε χαιρετισμό στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Σεφέρη στο «Σπίτι της Κύπρου».

Στον χαιρετισμό του, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Τον Νοέμβριο του 1953 ο Γιώργος Σεφέρης γράφει ένα από τα κορυφαία Κυπριακά του Ποιήματα, την «Σαλαμίνα της Κύπρος», αργότερα «πυρηνικό» τμήμα του «Ημερολογίου Καταστρώματος, Γ΄». Τόπος αναφοράς ο χώρος όπου, κατά τον ομηρικό μύθο -ας μην ξεχνάμε ότι ο μύθος ενέχει, στο βάθος του μέσα στο χρόνο, στοιχεία ιστορικής αλήθειας, αντίθετα με το παραμύθι- ο Τεύκρος έφθασε, μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο, στην Κύπρο, ιδρύοντας μιαν άλλη Σαλαμίνα, μνήμη της πατρικής του εστίας όπου, κατά τα προλεχθέντα, ο πατέρας του δεν του επέτρεψε να γυρίσει.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Ο αγώνας των Κυπρίων δεν έχει αρχίσει -το 1955 φαίνεται ακόμη μακριά- κι όμως ο Γιώργος Σεφέρης «ψυχανεμίζεται» την «φωτιά» που ανάβει κατά της Βρετανικής αποικιοκρατίας. Μ’ έναν Λαό, ο οποίος είναι αποφασισμένος ν’ αντιμετωπίσει και την δύναμη αλλά και την αλαζονεία της «Αυτοκρατορίας» που ξέρει ότι αρχίζει να δύει, πλην όμως γι’ αυτό γίνεται ολοένα πιο αυταρχική, άρα ολοένα και πιο ευεπίφορη και επικίνδυνη να «πνίξει» την Κύπρο στο αίμα. Η αρχαία τραγωδία γυρίζει αδιάκοπα στο νου του Γιώργου Σεφέρη, ως πηγή μελαγχολικής, πλην όμως άκρως διδακτικής, έμπνευσης. Συγκεκριμένα, ο Γιώργος Σεφέρης ξαναθυμάται τους «Πέρσες», το πρωιμότερο σωζόμενο έργο του Αισχύλου, μέρος μιας τετραλογίας που ο τραγικός ποιητής παρουσίασε μάλλον το 472 π.Χ. Μέρος στο οποίο ο Αισχύλος περιγράφει, με κεντρικό πρόσωπο την μητέρα του Ξέρξη, Άτοσσα, την οδύνη των Περσών όταν πληροφορήθηκαν την δεινή ήττα στην Σαλαμίνα. Ήττα-Νέμεση για την Ύβρη που διέπραξαν ο Ξέρξης και ο στρατός του, επιχειρώντας να καταλάβουν, υπό όρους ακραίας έπαρσης, την τότε Ελλάδα και, κυρίως, το κατά τον Πίνδαρο (απ. 76) «δαιμόνιον πτολίεθρον» των «κλεινών Αθηνών».