«Έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 42 ετών, η Δέσποινα Τατιγιάννη από την Κοζάνη, η οποία έδινε «σκληρή» μάχη για χρόνια με την νευρική ανορεξία.

Η γυναίκα αντιμετώπισε αρχικά τη νευρική ανορεξία, μια ασθένεια που πολλές φορές κρύβεται πίσω από σιωπές και εσωτερικούς φόβους. Τότε, η Δέσποινα Τατιγιάννη είχε μιλήσει για την μάχη της και έχοντας βγει νικήτρια, είχε δώσει το δικό της μήνυμα ελπίδας.

Όταν πίστεψε πως όλα είχαν αρχίσει να παίρνουν το δρόμο τους, ήρθε η δεύτερη δοκιμασία. Διαγνώστηκε με ανεπάρκεια στους πνεύμονες και η μόνη λύση ήταν η μεταμόσχευση. Μια διαδικασία δύσκολη, με αγωνίες και κινδύνους. Όμως η Δέσποινα δεν δίστασε γιατί όπως έλεγε πάντα, η δύναμή της ήταν ο άντρας της και κίνητρο το παιδί της.

Η επέμβαση έγινε με επιτυχία και για λίγο η ζωή της φάνηκε πως έπαιρνε ξανά χρώμα. Προσπαθούσε να επανέλθει, να απολαύσει μικρές στιγμές, να ζήσει απλά. Όμως ένα χρόνο μετά ο οργανισμός της δεν άντεξε. Η Δέσποινα έφυγε ήσυχα αφήνοντας πίσω της ένα παιδί.

Ο σύζυγος της, ο οποίος στάθηκε βράχος δίπλα στη Δέσποινα σε όλες τις μάχες της, την χαρακτήρισε μια μεγάλη ηρωίδα για την οικογένεια του.

«Με είχε πάρει η κατηφόρα. Έγινα ράκος. Έπιασα πάτο. Είχα σταματήσει να έχω όρεξη για τη ζωή. Είχα φτάσει στο σημείο να ζυγίζω 42 κιλά, να μην μπορώ να κάτσω στη καρέκλα γιατί είχαν μείνει μόνο τα οστά και πονούσα. Με κοιτούσαν κάποιοι στο δρόμο που δεν ήξεραν το πρόβλημά μου και νόμιζαν ότι έχω καρκίνο. Δεν το έκανα σκόπιμα. Είχα πολλά μαζεμένα μέσα στη ψυχή μου, πολύς θυμός συσσωρευμένος μέσα μου από διαφορά προβλήματα και γενικά δεν τα έλεγα. Κοιτούσα να είναι όλοι οι άλλοι καλά εκτός από εμένα κι έτσι είχα φτάσει στο σημείο να καταστρέψω το σώμα μου, τη ψυχή μου, την υγεία μου.

Η νευρική ανορεξία είναι ένα μόνιμο σκοτάδι, καμία θετική σκέψη ,καμία όρεξη για τροφή. Απλά βουλιάζεις καθημερινά και το χειρότερο είναι ότι παύεις να παλεύεις για να σωθείς. Πρώτα ξεκινάς να κοροϊδεύεις τους γύρω σου και μετά τον εαυτό σου. Λες πως είσαι καλά, ότι έφαγες, ότι ενώ είσαι πλέον σαν σκελετός και εσύ προσπαθείς να πείσεις για κάτι άλλο που φυσικά δεν υπάρχει, μόνο εσύ το βλέπεις. Μου έφερνε η μητέρα μου φαγητό και εγώ το πετούσα κρυφά από το παράθυρο. Ερχόταν συνέχεια η μητέρα μου από πίσω και μου έλεγε «φάε και φάε», ενώ η αδερφή μου ακολουθούσε μία άλλη τακτική ότι σου αφήνω εδώ το πιάτο και όταν πεινάσεις έλα να φας. Αν δεν θέλεις να φας, δικό σου κακό κάνεις», είχε πει η Δέσποινα.

Οι γονείς της όσο κι αν προσπαθούσαν να την πείσουν να επισκεφτεί κάποιο ειδικό, αυτή θύμωνε μαζί τους.

«Αποφάσισα να πάω στο γιατρό όταν ένας πολύ καλός μου φίλος άρχισε να μου δείχνει φωτογραφίες με κοπέλες που είχαν πεθάνει από αυτή την ασθένεια και μάλιστα η μια κοπέλα στη φωτογραφία μου έμοιαζε πολύ. Εκεί μπορώ να πω ότι ήταν το πρώτο σοκ για μένα. Όταν πήγα στο γιατρό το πρώτο πράγμα που μου είπε όταν με είδε, μου είπε ότι δεν έχω περιθώρια. “Αν χάσεις κι άλλα κιλά θα χάσεις τη ζωή σου” μου είπε και εκεί εγώ σκέφτηκα αμέσως τη μητέρα μου. Πόσο πολύ θα στενοχωρήσω τη μητέρα μου αν φύγω από τη ζωή. Εκεί ένιωσα ότι ανεβαίνει ο διακόπτης της ζωής μου που μέχρι τότε ήταν κατεβασμένος».