Σε «τεντωμένο σκοινί» είναι οι σχέσεις του ΕΚΠΑ με τους μελισσοκόμους σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στο πειραματικό μελισσοκομείο, το οποίο εγκαταστάθηκε στα τέλη του 2024 στο Ινστιτούτο Μεσογείων Δασικών Οικοσυστημάτων «Δήμητρα», του ΕΛΓΟ.

Ο λόγος είναι ότι η πρόσφατη πυρκαγιά, που ξέσπασε στις 28 Ιουλίου στους πρόποδες του Υμηττού, αποκάλυψε την ύπαρξη αδήλωτων μελισσιών εντός του πανεπιστημίου, τα οποία ανήκουν σε ιδιώτες.

Από την πλευρά της, η υπεύθυνη του πειραματικού μελισσοκομείου, Σοφία Γούναρη, ανέφερε μιλώντας σε γνωστή αθηναϊκή εφημερίδα, ότι η φωτιά δεν έφτασε κοντά στα μελίσσια, δεν υπήρξαν καμένες κυψέλες και πως δεν υπήρξε κίνδυνος για το προσωπικό.

Παρ’ όλα αυτά, το ΕΚΠΑ απέστειλε εξώδικο ζητώντας την άμεση απομάκρυνση των μελισσιών, παρά το γεγονός ότι υπήρχε μνημόνιο συνεργασίας για την εγκατάστασή τους για εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς σκοπούς.

Όπως επισημαίνεται από την μεριά του ΕΚΠΑ, το πανεπιστήμιο είχε φροντίσει για την πυρασφάλεια και την παροχή νερού στον χώρο.

Η κυρία Γούναρη σημειώνει ότι όταν ξέσπασε η φωτιά βρισκόταν εκτός Αθήνας και ότι η φροντίδα του μελισσοκομείου έχει γίνει κυρίως από εκείνη.

Να σημειωθεί πως η πυροσβεστική εντόπισε άλλα δύο μελισσοκομεία βαθύτερα στο δάσος, τα οποία ήταν αδήλωτα και χωρίς σήμανση, γεγονός που καθιστά κρίσιμη την παρακολούθησή τους για την υγεία των μελισσών και την αντιμετώπιση ασθενειών, όπως η βαροϊκή ακαρίαση.

Το ΕΚΠΑ απαιτεί τη μετακίνηση των μελισσιών, αν και, όπως εξηγεί η κυρία Γούναρη, η διαδικασία αυτή δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη, καθώς χρειάζεται κατάλληλος χώρος και προετοιμασία.

Παρά την έρευνα της πυροσβεστικής που δεν βρήκε κίνδυνο φωτιάς στο πειραματικό μελισσοκομείο, το πανεπιστήμιο επιμένει, επικαλούμενο διοικητικά πρόστιμα για μη τήρηση αποστάσεων μεταξύ των κυψελών και της τελευταίας βλάστησης.

Η ίδια χαρακτηρίζει τα πρόστιμα «παράλογα», τονίζοντας ότι «οι αποστάσεις που απαιτούνται ισχύουν μόνο για ειδικούς χώρους, όπως αεροδρόμια, και όχι για επιστημονικές εγκαταστάσεις».

Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι οι μελισσοκόμοι αισθάνονται «στοχοποιημένοι» γιατί ζουν στο δάσος και περιορίζονται οι δυνατότητές τους να εργαστούν με ασφάλεια.