Η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια σε λέξεις με βαθιά νοήματα.

Η λέξη άτεγκτος σημαίνει σκληρός, αδυσώπητος.

Άτεγκτος < αρχαία ελληνική ἄτεγκτος < ά- + τέγγω

Είναι αυτός που δεν αισθάνεται λύπη ή οίκτο ώστε να υποχωρήσει, να καμφθεί, ανυποχώρητα ή άσπλαχνα σκληρός, αμείλικτος, ανελέητος.

Παραδείγματα: Άτεγκτος κριτής / εκδικητής. Οι δικαστές δεν πρέπει να είναι πάντα άτεγκτοι και ψυχροί εφαρμοστές του νόμου.

Αντώνυμα: Ελεήμων, μεγαλόψυχος