
Η κυβέρνηση στο Τατζικιστάν έχει υιοθετήσει πιο αυστηρές πολιτικές εναντίον της μαντείας στη χώρα.
Παρότι η πρακτική της μαντείας απαγορεύτηκε επισήμως από το 2007, η ζήτηση για υπηρεσίες “διορατικών”, “θεραπευτών” και “χαρτοριχτών” παρέμεινε σταθερά υψηλή, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές και φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού.
Σύμφωνα με επίσημες πληροφορίες, η ποινή για άσκηση μαντείας αυξήθηκε δραστικά το 2024, περιλαμβάνοντας πλέον και ποινή φυλάκισης για όποιον συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να παρέχει τέτοιου είδους υπηρεσίες.
Ωστόσο, το πιο ανησυχητικό για πολλούς είναι η μετατόπιση της ευθύνης και στους ίδιους τους πελάτες. Το κοινοβούλιο του Τατζικιστάν φέρεται έτοιμο να εγκρίνει τροπολογία που θα επιβάλλει πρόστιμο έως και 80 δολάρια σε οποιονδήποτε επισκέπτεται μέντιουμ, ένα ποσό ιδιαίτερα υψηλό για τον μέσο πολίτη της χώρας, όπου ο βασικός μισθός παραμένει κάτω από τα 150 δολάρια τον μήνα.
Την ίδια στιγμή, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις «λίστες υπόπτων» που, σύμφωνα με πληροφορίες, καταρτίζονται από κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας. Σε αυτές φέρονται να καταγράφονται τακτικοί πελάτες μυστικιστών, οι οποίοι παρακολουθούνται ή ανακρίνονται, ακόμα και χωρίς άμεσες ενδείξεις ότι έχουν παρανομήσει.
Πολλοί από τους παραδοσιακούς μάντεις του Τατζικιστάν είναι ηλικιωμένοι, κυρίως γυναίκες από αγροτικές περιοχές, που διατηρούν προφορικές γνώσεις και τελετουργίες αιώνων. Για αυτούς, η καταστολή σημαίνει περιθωριοποίηση, φτώχεια και ποινικές διώξεις. Ωστόσο, σύμφωνα με μαρτυρίες, η ζήτηση παραμένει, απλώς πλέον λειτουργεί βαθύτερα στη σκιά, με ραντεβού μέσω κωδικοποιημένων μηνυμάτων και συναντήσεις σε απομακρυσμένες περιοχές.