(Αρχικό κείμενο 1/11/2020- 11:46) Οι προσεχείς προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου αποτελούν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την ανασκόπηση των πεπραγμένων της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ στην εξωτερική πολιτική.

Η εκλογή του ως 45ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής τέσσερα χρόνια πριν (ενάντια σε όλα τα προγνωστικά που υπήρχαν ακόμη και κατά τη διάρκεια της εσωκομματικής διαδικασίας) είχε σημειολογικό χαρακτήρα στον βαθμό που εξέφρασε την απόρριψη των εγχώριων και διεθνών ελίτ καθώς και των εκπροσώπων της καθεστηκυίας τάξης στην Ουάσιγκτον, αναδεικνύοντας τον μόνο μη πολιτικά ορθό υποψήφιο.

Έχοντας χαρακτηριστεί ως ριζοσπάστης του συντηρητισμού, εξελέγη ο πιο αντισυμβατικός Αμερικανός πρόεδρος, ο πρώτος στην ιστορία της χώρας που δεν κατείχε προηγουμένως κάποιο πολιτικό ή στρατιωτικό αξίωμα.

Στο ευρύτερο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος σηματοδότησε την αντίθεση στην οικονομική, πολιτική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση αλλά και την αλλαγή προς την κατεύθυνση της επανεθνικοποίησης, όπου το έθνος-κράτος επανέρχεται για να ανακτήσει πτυχές της κυριαρχίας του που απομειώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Το έθνος-κράτος αναδεικνύεται ξανά ως κυρίαρχος παράγοντας διαμόρφωσης των διεθνών εξελίξεων στο νέο εθνοκεντρικό σύστημα.

Η θεωρητική προσέγγιση του Αμερικανού προέδρου στην εξωτερική πολιτική

Το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδόμησε και εφάρμοσε την εξωτερική πολιτική του ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο τζακσονισμός, ο οποίος αποτελεί μία από τις τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις, όπως αυτές προέκυψαν μεταψυχροπολεμικά και διαμορφώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990.

Σε αυτή την προσέγγιση βρίσκονται οι εθνικιστικοί «νεο-απομονωτιστές», τους οποίους ο ακαδημαϊκός Γουόλτερ Ράσελ Μεντ συνδέει με τις παραδόσεις του προέδρου Άντριου Τζάκσον (1829-1837). Η τζακσονική παράδοση στη μεταψυχροπολεμική της έκφανση δεν πρεσβεύει τον πλήρη απομονωτισμό όπως στη δεκαετία του 1930, αλλά αποβλέπει στην απεμπλοκή των ΗΠΑ από τις πολυμερείς δεσμεύσεις. Ουσιαστικά, πρόκειται για εθνικιστική παράδοση με ισχυρά λαϊκά ερείσματα κυρίως στη συντηρητική ενδοχώρα και ως εκ τούτου στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (ιδίως στο Κογκρέσο). Οι τζακσονικοί υποστηρίζουν από τη μια μεριά την υπεράσπιση των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων με μονομερή και αποφασιστικά μέτρα, ενώ από την άλλη μεριά αντιστέκονται στην εμπλοκή των ΗΠΑ σε πολυμερή διεθνιστικά σχήματα για το ουτοπικό «καλό της ανθρωπότητας» ή προς όφελος άλλων εθνών.

Σε αυτό το πλαίσιο ο τζακσονισμός εκφράστηκε στο Κογκρέσο μέσω νόμων που επέβαλλαν οικονομικές κυρώσεις όχι μόνο σε αντίπαλα κράτη, όπως η Κούβα, αλλά και σε εταιρείες τρίτων κρατών που συναλλάσσονται μαζί τους. Επίσης, εφαρμόστηκε μέσω της αντίθεσης των περισσοτέρων ρεπουμπλικάνων σε νέες πολυμερείς συμφωνίες, όπως αυτές για την προστασία του περιβάλλοντος (Πρωτόκολλο του Κιότο) ή για το διεθνές ποινικό δικαστήριο. Η εναντίωση των τζακσονικών προς τους πολυμερείς οργανισμούς φάνηκε από την απροθυμία του Κογκρέσου να εξοφλήσει τα χρέη των ΗΠΑ προς τον ΟΗΕ και το ΔΝΤ, θεσμούς που είχαν δεχθεί έντονη κριτική από συντηρητικούς ρεπουμπλικάνους πολιτικούς. Τέλος οι τζακσονικοί ρεπουμπλικάνοι εναντιώθηκαν στις ανθρωπιστικές επεμβάσεις όπου δεν διακυβεύονταν σημαντικά αμερικανικά εθνικά συμφέροντα, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την εμπλοκή του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) στο Κόσοβο.

Παραδοσιακά οι συντεταγμένες της εξωτερικής πολιτικής της εκάστοτε αμερικανικής κυβέρνησης εκφράζονται και συνδιαμορφώνονται από think tanks (δεξαμενές σκέψεις). Για πολλά χρόνια το Heritage Foundation αποτέλεσε το σημείο αναφοράς για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Η εικοσάτομη έκδοση του ιδρύματος με τίτλο «Mandate for leadership» υπήρξε ένας εξαιρετικός οδηγός των διανοουμένων του κόμματος που πήρε τα εύσημα του τότε προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν. Κατά την προεδρία του Τζορτζ Γουόκερ Μπους (2001-2009), οι ειδικοί του American Enterprise Institute διαμόρφωσαν την αντιτρομοκρατική πολιτική της κυβέρνησης στην οποία περιλαμβανόταν και η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Ο Ντόναλντ Τραμπ ενστερνίστηκε τις ιδέες του Claremont Institute της Καλιφόρνιας, του οποίου σημαντικός διαμορφωτής υπήρξε ο Χάρι Τζάφα, μαθητής του Λέο Στράους και ιδρυτής της στραουσιανής σχολής της δυτικής ακτής. Ο εξ απορρήτων του Αμερικανού προέδρου Στιβ Μπάνον υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του συγκεκριμένου ινστιτούτου.

Προεκλογική ατζέντα

Το προεκλογικό πρόγραμμα του Ντόναλντ Τραμπ αντλείται από πλήθος πηγών, όπου σκιαγραφούνται ξεκάθαρα οι στόχοι του προτού η λαϊκή ετυμηγορία τον αναδείξει στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα.

Η επίσημη παρουσίαση των θέσεών του για την εξωτερική πολιτική έγινε στην ομιλία στο Center for National Interest στην Ουάσιγκτον στις 27 Απριλίου 2016. Εκεί ανέφερε ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υπολείπεται σαφούς προσανατολισμού και οράματος, επισημαίνοντας πέντε τρωτά σημεία: (α) την υπερεπέκταση των εθνικών πόρων, (β) τη δυσανάλογη συμμετοχή των συμμάχων, σε οικονομικό επίπεδο, σε διάφορους οργανισμούς και πρωτίστως στο ΝΑΤΟ, όπου οι ΗΠΑ επωμίζονται το βαρύτερο φορτίο, (γ) την αντίληψη των συμμαχικών κρατών ότι δεν μπορούν να βασίζονται από τις ΗΠΑ, (δ) την έλλειψη σεβασμού των αντίπαλων χωρών προς τις ΗΠΑ και (ε) την ασάφεια των στόχων της αμερικανικής στρατηγικής.

Αναφορικά με τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και τις σχέσεις με τους συμμάχους, ο τότε υποψήφιος για την προεδρία χαρακτήρισε τον οργανισμό αναχρονιστικό και ζήτησε την αύξηση των αμυντικών δαπανών των άλλων κρατών, προκειμένου οι ΗΠΑ να απελευθερώσουν πόρους για την εγχώρια οικονομία τους.

Αφού αποδοκίμασε τις επιλογές τόσο της κυβέρνησης Τζορτζ Γουόκερ Μπους (2001-2009) στη Μέση Ανατολή (πόλεμος στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ) όσο και της κυβέρνησης Μπαράκ Ομπάμα (2009-2017) στη Βόρεια Αφρική και στη Συρία («Αραβική Άνοιξη»), που προκάλεσαν χάος και αστάθεια, υποσχέθηκε ότι, εφόσον εκλεγεί πρόεδρος, θα διορθώσει τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Επαγγέλθηκε μια διαφορετική εξωτερική πολιτική με πρωταρχικούς στόχους την ανάσχεση του εξτρεμιστικού Ισλάμ, την ανάκαμψη της οικονομίας, τον εξορθολογισμό των στρατιωτικών δαπανών και τέλος τη χάραξη των στόχων της εξωτερικής πολιτικής με αποκλειστικό γνώμονα τα αμερικανικά συμφέροντα.

Στο πλαίσιο αυτό, εμφανίστηκε πρόθυμος να συνεργαστεί με τη Ρωσία για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους. Ο υποψήφιος των ρεπουμπλικάνων προσέβλεπε στην ειρηνική συνύπαρξη των δύο μεγάλων δυνάμεων που μαζί με την Κίνα θα πρέπει να μοιραστούν το φορτίο της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας. Η ειρηνική συνύπαρξη με την Κίνα και τη Ρωσία αποτελεί προϋπόθεση για τη διαχείριση των συλλογικών προβλημάτων στη βάση ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος. Συγκεκριμένα, επιθυμούσε να βελτιώσει τις διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία, οι οποίες στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο είχαν φτάσει σε τέλμα, και να έρθει σε συνεννόηση με την Κίνα.

Στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου θεώρησε τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA) καταστροφική, αφού μείωσε τη δυναμική της εγχώριας βιομηχανίας και συντέλεσε στην απώλεια θέσεων εργασίας. Σε συστημικό επίπεδο, ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί την παγκοσμιοποίηση όχι μόνο ως τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο των αμερικανικών συμφερόντων, αλλά στοχοποιεί και τον ευρύτερο ρόλο της στο διεθνές γίγνεσθαι. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Δεν θα παραδώσουμε πλέον αυτή τη χώρα ή το λαό της στο ψεύτικο τραγούδι της παγκοσμιοποίησης. Το έθνος-κράτος παραμένει το πραγματικό θεμέλιο της ειρήνης και της αρμονίας».

«Πρώτα η Αμερική» είναι το δόγμα σύμφωνα με το όποιο θα διαμορφωνόταν η εξωτερική πολιτική όπου τα εθνικά συμφέροντα και μόνο καθορίζουν τις επιλογές στις διάφορες υποθέσεις.

Οι προγραμματικές θέσεις, όπως εκφράστηκαν στην επίσημη παρουσίαση στην Ουάσινγκτον, αντανακλούσαν πτυχές μιας «απομονωτικής» πολιτικής, προκειμένου να επιτευχθούν λύσεις για τα σημαντικά εσωτερικά προβλήματα.

Διεθνείς οικονομικές σχέσεις

Ιδιαίτερο βάρος του προγράμματος του Ντόναλντ Τραμπ δόθηκε στο πεδίο των διεθνών οικονομικών σχέσεων, δεδομένου ότι το εμπορικό έλλειμμα είχε φτάσει το 2016 μεταξύ 800 δισεκατομμυρίων και 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων το οποίο και έπρεπε να μειωθεί δραστικά. Συγκεκριμένα, ο Ντόναλντ Τραμπ θεώρησε ότι ο τρόπος που ορίζονται οι κανόνες από τον ΠΟΕ είναι καταστροφικός για τα αμερικανικά συμφέροντα και εξήγγειλε ότι όταν εκλεγεί θα λάβει μια σειρά δασμολογικών μέτρων που θα προστατεύουν τις αμερικανικές βιομηχανίες και επιχειρήσεις τονώνοντας την αγοραστική αξία των εγχώριων προϊόντων.

Σε κάθε ευκαιρία κατέκρινε την εμπορική συμφωνία NAFTA, την οποία υποστήριζε θερμά η προηγούμενη ηγεσία Μπαράκ Ομπάμα-Χίλαρι Κλίντον, ως ετεροβαρή για την αμερικανική οικονομία και δεσμεύτηκε για την επαναδιαπραγμάτευσή της ή ακόμα και την κατάργησή της σε περίπτωση που δεν πετύχαινε ευνοϊκούς όρους. Ομοίως, ο Ντόναλντ Τραμπ εξέφρασε την αντίθεσή του για το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP), που υπογράφηκε επίσης επί της προηγούμενης προεδρίας, χαρακτηρίζοντάς το ως «παράνοια» καθώς οι ΗΠΑ χαρίζουν παραχωρήσεις στην Κίνα.

Νοτιοανατολική Ασία

Όσον αφορά την προσέγγιση γεωγραφικών περιφερειών θεώρησε τον Ειρηνικό και τη ΝΑ Ασία ως περιοχές όπου οι ΗΠΑ οφείλουν να κάνουν πολύ αισθητή τη στρατιωτική παρουσία τους έναντι της αναδυόμενης Κίνας ως περιφερειακής υπερδύναμης. Η εξουδετέρωση της τελευταίας αποτέλεσε τον πρωταρχικό σκοπό του, συνεχίζοντας την πολιτική του προκατόχου του. Ίσως είναι ο μόνος τομέας που υπήρξε ταύτιση προτεραιοτήτων με τον Μπαράκ Ομπάμα. Ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγόρησε την Κίνα για τη χειραγώγηση του νομίσματός της, την κλοπή εμπορικών μυστικών και πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς και για τις παράνομες πρακτικές της στην επιδότηση των κινεζικών προϊόντων. Για το πρόβλημα της Βόρειας Κορέας θεώρησε ότι πρέπει να αναληφθεί διπλωματική πρωτοβουλία, ώστε να συνεννοηθεί ο ίδιος απευθείας με τον Κιμ Γιονγκ Ουν, προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο με την πυρηνική απειλή στην περιοχή.

Μέση Ανατολή

Στη Μέση Ανατολή, την πιο πολύπλοκη γεωπολιτικά και γεωοικονομικά περιοχή του πλανήτη, προτεραιότητες του Ντόναλντ Τραμπ ήταν η καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, η ασφάλεια του Ισραήλ και οι σχέσεις με το Ιράν. Καυτηρίασε τα ανεπαρκή αποτελέσματα της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας στην αντιμετώπιση των ισλαμιστών μαχητών και υποσχέθηκε αποτελεσματική δράση σε σύντομο χρονικό διάστημα αφότου αναλάβει την εξουσία. Όσον αφορά το Ισραήλ, άσκησε κριτική στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση Μπαράκ Ομπάμα χειρίστηκε το παλαιστινιακό, υποστηρίζοντας ότι για να υπάρξει ειρηνευτική συμφωνία θα πρέπει η Εθνική Παλαιστινιακή Αρχή να αναγνωρίσει καταρχήν την ύπαρξη του ισραηλινού κράτους.

Επίσης, ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε ότι η μη συνέχιση της επέκτασης των εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Όχθη δεν θα πρέπει να αποτελέσει προϋπόθεση για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων των δύο πλευρών. Υποσχέθηκε ότι με την εκλογή του θα μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ και ότι θα κάνει χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας σε περίπτωση ισραηλινο-παλαιστινιακής συμφωνίας επιβαλλόμενης από τον ΟΗΕ. Τέλος, υποστήριξε ότι είναι πρόθυμος να αναλάβει πρωτοβουλία ως ουδέτερος διαμεσολαβητής στις ειρηνευτικές συνομιλίες για τη λύση της μακροχρόνιας διένεξης. Αναφορικά με το Ιράν, είχε την πάγια θέση ότι το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA), η πυρηνική συμφωνία την οποία διαπραγματεύτηκε η προηγούμενη κυβέρνηση, ήταν «απαίσια» και προήλθε από απόγνωση. Δέσμευσή του, και μάλιστα ενώπιον της Αμερικανοϊσραηλινής Επιτροπής Δημοσίων Υποθέσεων (AIPAC), ήταν πως θα αποτελέσει προτεραιότητα των ΗΠΑ η αποδόμηση της καταστροφικής συμφωνίας με το Ιράν.

Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου και Ευρώπη

Η προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ αναφορικά με τους παραδοσιακούς Ευρωπαίους συμμάχους επικεντρώθηκε στην εκπλήρωση των συμμαχικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ επωμίζονταν πολύ μεγάλο βάρος δαπανών για την άμυνα χωρών που πια δεν αντιμετώπιζαν κίνδυνο ασφάλειας εξ ανατολών. Παράλληλα, σε διάφορες δηλώσεις ο Αμερικανός πρόεδρος έδωσε ένα πολιτικό πρόσημο για τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Γηραιάς Ηπείρου, υποστηρίζοντας τον αναδυόμενο Νέο Εθνικισμό στη Γαλλία (στήριξη στο πρόσωπο της Μαρίν Λεπέν) και στη Μεγάλη Βρετανία (ήδη πριν το δημοψήφισμα είχε ταχθεί υπέρ της αποχώρησής της από την ΕΕ), ενώ στράφηκε ενάντια στη Γερμανία όσον αφορά τις επιλογές της στη διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης (μάλιστα χαρακτήρισε την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ ως καταστροφική ηγέτιδα).

Ρωσία

Στη διαχρονική αντιπαράθεση των ΗΠΑ με τη Ρωσία, ο Ντόναλντ Τραμπ επαγγέλθηκε τη βελτίωση των διμερών σχέσεων που είχαν φτάσει στο ναδίρ πριν την εκλογή του λόγω της ουκρανικής κρίσης. Υποστήριξε ότι θα μελετούσε το ενδεχόμενο αναγνώρισης της Κριμαίας ως ρωσικής επικράτειας και κράτησε ουδέτερη στάση στην προοπτική συμμετοχής της Ουκρανίας ως μέλος του ΝΑΤΟ.

Περίοδος διακυβέρνησης

Στην τελετή ανάληψης καθηκόντων στον Λευκό Οίκο (20 Ιανουαρίου 2017) ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε ότι θα ενώσει τον πολιτισμένο κόσμο ενάντια στην ισλαμική τρομοκρατία και δήλωσε ότι είναι «δικαίωμα όλων των εθνών να βάζουν τα συμφέροντά τους πρώτα». Στην πρώτη του ομιλία στο Κογκρέσο (28 Φεβρουαρίου 2017) έθεσε το γενικό πλαίσιο των προτεραιοτήτων της νέας κυβέρνησης, κάνοντας αναφορά μεταξύ άλλων στη διεθνή πολιτική επαναλαμβάνοντας το δόγμα «Πρώτα η Αμερική».

Στην εξωτερική πολιτική αυτό μετουσιώνεται ως (α) περιορισμός της στρατιωτικής εμπλοκής ανά τον κόσμο, (β) εξορθολογισμός των αμυντικών δαπανών με πολιτικές που στοχεύουν στην προστασία των εθνικών συμφερόντων, (γ) προβολή της ισχύος, όπου είναι επιτακτικό για την προστασία των αμερικανικών επιδιώξεων, (δ) οικονομικός προστατευτισμός, ώστε τα εγχώρια προϊόντα να είναι πιο ανταγωνιστικά, και επαναφορά των αμερικανικών επιχειρήσεων οι οποίες είχαν εγκατασταθεί στις ζώνες ελεύθερου εμπορίου, (ε) περιορισμός του εμπορικού ελλείμματος και (στ) ενεργειακή αυτάρκεια.

Ουσιαστικά, το «Πρώτα η Αμερική» προασπίζει τα εθνικά συμφέροντα που άπτονται της ασφάλειας και της οικονομικής ευημερίας.

Η παρούσα αμερικανική προεδρία προχώρησε χωρίς διαφοροποιήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος που είχε εξαγγείλει προεκλογικά.

Διεθνείς συμφωνίες

Οι διεθνείς συμφωνίες που συνομολογήθηκαν κατά την οκταετή διακυβέρνηση των δημοκρατικών ήταν αυτές στις όποιες δόθηκε προτεραιότητα για επαναξιολόγηση. Το TPP ήταν η πρώτη εμπορική συμφωνία από την οποία αποσύρθηκαν οι ΗΠΑ λίγες μόνο ημέρες από την ανάληψη καθηκόντων του Ντόναλντ Τραμπ, καθιστώντας την άκυρη στο σύνολό της (23 Ιανουαρίου 2017). Η επαναδιαπραγμάτευση της NAFTA τέθηκε από νωρίς στο τραπέζι των συζητήσεων των τριών χωρών. Εντέλει η νέα συμφωνία ΗΠΑ, Μεξικού, Καναδά (USMCA) την αντικατέστησε με πιο ευνοϊκούς όρους για την Ουάσιγκτον (30 Σεπτεμβρίου 2018) προστατεύοντας την αμερικανική πνευματική ιδιοκτησία και θέτοντας υψηλότατα κριτήρια για την εγχώρια βιομηχανία. Ομοίως, υπό το πρίσμα της αναθεωρητικής πολιτικής, οι ΗΠΑ απέσυραν τη συμμετοχή τους από τη Συμφωνία του Παρισιού για το περιβάλλον (1 Ιουνίου 2017) με το σκεπτικό ότι η μείωση των εκπομπών άνθρακα σε εθελοντική βάση είναι οικονομικά εις βάρος τους.

Διεθνείς οργανισμοί

Στο επίπεδο των διεθνών οργανισμών αποφασίστηκε η αποχώρηση από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (19 Ιουνίου 2018) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (7 Ιουλίου 2020). Για το πρώτο θεωρήθηκε ότι ήταν προκατειλημμένο έναντι του Ισραήλ, αγνοώντας τις συνεχείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από χώρες όπως η Κίνα και η Βενεζουέλα, ενώ για το δεύτερο ότι υπήρξε κάλυψη της κινεζικής ηγεσίας σε λάθη και παραλείψεις που έγιναν στην εξάπλωση της πανδημίας του Covid-19.

Κίνα

Η άνοδος της Κίνας είναι η σημαντικότερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ο τωρινός πρόεδρος μιας και η ραγδαία ανέλιξή της αποτελεί μια δυνητική απειλή για τις ΗΠΑ. Η προηγούμενη κυβέρνηση των δημοκρατικών προσπάθησε να εξισορροπήσει την ανερχόμενη κινεζική ισχύ εφαρμόζοντας ταυτόχρονα δύο πολιτικές. Στη βάση της ρεαλιστικής προσέγγισης μετέφερε στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή Ασίας–Ειρηνικού υποστηρίζοντας και διπλωματικά ασιατικές χώρες που είχαν προστριβές με την Κίνα (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Βιετνάμ, Μαλαισία και Φιλιππίνες) για τα θαλάσσια σύνορα και την οριοθέτηση των ΑΟΖ. Στην κατεύθυνση του θεσμικού φιλελευθερισμού, η προηγούμενη κυβέρνηση κατάφερε να πείσει την κινεζική ηγεσία να μην κρατά τεχνητά χαμηλά την ισοτιμία του γουάν.

Χωρίς να έχει επιτευχθεί συμφωνία για το εμπόριο ανάμεσα στις δύο χώρες, η προεδρία Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε σειρά περιοριστικών μέτρων εναντίον της Κίνας (Μάρτιος–Απρίλιος 2018), επιβάλλοντας δασμούς 25% στο εισαγόμενο ατσάλι και 10% στο αλουμίνιο. Η Κίνα απάντησε με αντίμετρα στα εισαγόμενα αμερικανικά προϊόντα αξίας 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κλιμακώνοντας τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Έως τον Νοέμβριο του 2018, οι ΗΠΑ επιβάρυναν τα κινεζικά προϊόντα με δασμούς αξίας 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων και με 110 δισεκατομμύρια δολάρια η Κίνα τα αντίστοιχα αμερικανικά. Στη συνάντηση της Ομάδας των Είκοσι (G20) τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, οι δύο πλευρές αποφάσισαν ανακωχή και συμφώνησαν να επεξεργαστούν μια ευρεία εμπορική συμφωνία μέσα σε διάστημα 90 ημερών. Οι συνομιλίες απέβησαν τελικά άκαρπες τον Μάιο του 2019 και η Ουάσιγκτον αποφάσισε να επιβάλει επιπλέον δασμούς 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα κινεζικά προϊόντα, με την Κίνα να απαντά αναλόγως. Τους επόμενους πέντε μήνες η αμερικανική κυβέρνηση επέκτεινε τους περιορισμούς στα προϊόντα κινητής τηλεφωνίας κινεζικής προέλευσης και στις κινεζικές εταιρείες, με την αιτιολογία ότι διατηρούν χαμηλά τη νομισματική ισοτιμία, ενώ ταυτόχρονα απείλησε να σταματήσει όλες τις αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα. Οι αλληλοκατηγορίες για τη γέννηση και τη διαχείριση της πανδημίας προστέθηκαν ως νέο πρόβλημα στις διμερείς σχέσεις που ήταν ήδη σε ιστορικό χαμηλό από τα τέλη του 2019.

Η μετωπική αντιπαράθεση συνεχίζεται με αμείωτη ένταση έως σήμερα σε όλα τα επίπεδα, με τις ΗΠΑ να στοχοποιούν το Πεκίνο ακόμη και για ζητήματα εσωτερικής τάξης που σχετίζονται με την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Χονγκ Κονγκ και τη μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων. Νομοθετικές πράξεις για την επιβολή κυρώσεων εναντίον Κινέζων αξιωματούχων έχουν τεθεί σε ισχύ για τα προαναφερθέντα ζητήματα. Τελευταία εξέλιξη στη διαμάχη των δύο πλευρών ήταν η απόφαση για το κλείσιμο του κινεζικού προξενείου στο Χιούστον (20 Ιουλίου 2020) με το Πεκίνο να ανταποδίδει με την αναστολή λειτουργίας του αμερικανικού προξενείου στο Τσενγκντού.

Βόρεια Κορέα

Αναφορικά με τη Βόρεια Κορέα, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ προχώρησε άμεσα σε κινήσεις που αύξησαν την πίεση τόσο στρατιωτικά όσο και ρητορικά. Η πολιτική που ακολουθήθηκε φαίνεται να απέδωσε σε επίπεδο τακτικής, αφού το καθεστώς απελευθέρωσε έναν Αμερικανό όμηρο (17 Ιουνίου 2017) και ο Κιμ Ιλ Σουνγκ απέστειλε επίσημη πρόσκληση συνάντησης στον Αμερικανό ομόλογό του. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στη Σιγκαπούρη στις 12 Ιουνίου 2018. Η κοινή τους δήλωση σηματοδότησε συμβολικά το πέρασμα από την αντιπαράθεση σε σχέσεις συνεργασίας, χωρίς όμως απτά αποτελέσματα, εφόσον δεν δόθηκε καμία εγγύηση για την πλήρη αποπυρηνικοποίηση της κορεατικής χερσονήσου. Ο δίαυλος επικοινωνίας παρέμεινε ανοιχτός και οι δύο πλευρές συναντήθηκαν εκ νέου δύο φορές (στις 28 Φεβρουαρίου 2019 στο Ανόι και στις 30 Ιουνίου 2019 στη Νότια Κορέα). Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που βρέθηκε στο βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου. Η διπλωματική πρωτοβουλία για ειρήνευση στην περιοχή και πυρηνικό αφοπλισμό αποδείχθηκε μάταιη, αφού ο Κιμ Ιλ Σουνγκ ζήτησε την ακύρωση των οικονομικών κυρώσεων από τις ΗΠΑ, χωρίς όμως να προσφέρει εγγυήσεις για το τέλος του πυρηνικού προγράμματος. Αν και ο μαξιμαλιστικός στόχος δεν επετεύχθη, η προσέγγιση αυτή έφερε μερική αποκλιμάκωση στην ένταση μεταξύ των κορεατικών κρατών.

Μέση Ανατολή (Ισλαμικό Κράτος, Συρία, Ιράν, Ισραήλ, Αφγανιστάν)

Στην περιοχή της Μέσης Ανατολής η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα πολλά ανοιχτά μέτωπα περισσότερα από όσα είχαν να διαχειριστούν όλες οι προηγούμενες αμερικανικές προεδρίες. Το Ισλαμικό Κράτος αποτέλεσε την πρώτη προτεραιότητα. Οι ΗΠΑ, που ηγούνταν του διεθνούς συνασπισμού εναντίον των ισλαμιστών, ανέλαβαν πρωτοβουλίες, στέλνοντας στρατιώτες (κυρίως των ειδικών δυνάμεων) σε Ιράκ και Συρία. Σε συντονισμό με τις υπόλοιπες χώρες κατάφεραν σε λιγότερο από έξι μήνες (Αύγουστος 2017), από την ανάληψη της νέας διοίκησης, το Ισλαμικό Κράτος να απολέσει το ένα τρίτο της εδαφικής του επικράτειας. Το τέλος του μορφώματος αυτού, που ήταν εν μέρει απόρροια των χειρισμών των προγενέστερων αξιωματούχων του Υπουργείου Εξωτερικών (με τη Χίλαρι Κλίντον ως επικεφαλής να φέρει βαρύτατες ευθύνες), ήρθε αναπόφευκτα στις 23 Μαρτίου 2019. Η εξόντωση του ιδρυτή και ηγέτη του Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι από τις αμερικανικές δυνάμεις (26 Οκτωβρίου 2019) εκπλήρωσε τον στόχο εξάλειψης της απειλής του Ισλαμικού Κράτους. Η Ουάσινγκτον διατήρησε τις δυνάμεις της στην περιοχή, έως ότου βεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος επανεμφάνισης των ισλαμιστών. Η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων έγινε τελικά στις 6 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, με την τουρκο-κουρδική διένεξη να δίνει τη σκυτάλη του πολέμου στη Βόρεια Συρία.

Στο συριακό ζήτημα εν γένει, η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ δεν διαφοροποιήθηκε από τον προκάτοχό του σε ό,τι αφορά τη στάση των ΗΠΑ προς το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ. Προχώρησε μάλιστα σε δύο στοχευμένους βομβαρδισμούς (7 Απριλίου 2017 και 14 Απριλίου 2018), που σχετίζονταν με το πρόγραμμα χημικών όπλων του Αμμάν. Ωστόσο, κρατώντας τις ισορροπίες με τη Ρωσία, το αμερικανικό ενδιαφέρον στη χώρα αυτή περιορίζεται στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και, κυρίως, στην αποτροπή της διείσδυσης του Ιράν, στο μέτρο που αυτή συνδέεται με την ασφάλεια του Ισραήλ.

Οι αμερικανο-ιρανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν ραγδαία, από την αρχή της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ αφού κατέστησε σαφές ότι η συναίνεση που είχε επιτευχθεί επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα αποτελούσε παρελθόν. Η απόσυρση από το Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης (JCPOA) του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ανακοινώθηκε από τον ίδιο στις 18 Μαΐου 2018, επαναφέροντας όχι μόνο τις κυρώσεις που είχαν καταργηθεί ως μέρος της συμφωνίας, αλλά επιβάλλοντας νέες που αφορούσαν ανώτατους αξιωματούχους της κυβέρνησης του Ιράν, κρατικές εταιρείες και ιδρύματα-τράπεζες της χώρας. Επίσης, ο στρατός των φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης συμπεριλήφθηκε στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων (Απρίλιος 2019). Η εκτέλεση του στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί (3 Ιανουαρίου 2020) στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης, ύστερα από προσωπική εντολή του Αμερικανού προέδρου, οδήγησε τις σχέσεις των δύο χωρών στο ναδίρ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ υπήρξε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που επισκέφθηκε τη Δυτική Όχθη (22 Μαΐου 2017), εγκαινιάζοντας μια σειρά διπλωματικών πρωτοβουλιών στη Μέση Ανατολή. Σε γενικό πλαίσιο η μη επίτευξη ειρηνευτικής συμφωνίας καταλογίστηκε στην παλαιστινιακή πλευρά λόγω της αδιαλλαξίας της να αναγνωρίσει την κρατική υπόσταση του Ισραήλ και λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων που το τελευταίο δέχεται από Άραβες εξτρεμιστές. Η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως ισραηλινή πρωτεύουσα (6 Δεκεμβρίου 2017), μεταφέροντας μάλιστα την πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ (14 Μαΐου 2018). Το νέο σχέδιο ειρήνευσης που παρουσιάστηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο (28 Ιανουαρίου 2020), ενώπιον του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ήταν μεν ευνοϊκό για την ισραηλινή πλευρά, καθώς της παραχωρούσε μεγάλα τμήματα της Δυτικής Όχθης και της Ιερουσαλήμ, αλλά ταυτόχρονα προέβλεπε ένα μεγαλόπνοο πλάνο για την οικονομική ανασυγκρότηση του αυτόνομου παλαιστινιακού κράτους. Το σχέδιο απορρίφθηκε από την παλαιστινιακή αρχή.

Παράλληλα, το σχέδιο για την εξομάλυνση των σχέσεων του Τελ Αβίβ με τα υπόλοιπα αραβικά κράτη έφερε σημαντικά αποτελέσματα με την υπογραφή της ιστορικής συμφωνίας ειρήνευσης του Ισραήλ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, η οποία επισημοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον στις 15 Σεπτεμβρίου 2020. Η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων των παραπάνω χωρών σημαίνει πρακτικά μεγαλύτερη σταθερότητα και ειρήνευση στην ταραγμένη περιοχή της Μέσης Ανατολής, αποδεσμεύοντας αμερικανικούς πόρους, αφού καθίσταται λιγότερο επιτακτική η παρουσία αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, η αμερικανική οικονομία θα επωφεληθεί με εισροή δισεκατομμυρίων δολαρίων από την πώληση πολεμικών αεροσκαφών F-35 στα ΗΑΕ, που μέχρι πρότινος δεν ήταν εφικτή λόγω της αντίδρασης του Ισραήλ. Η αμερικανική διαμεσολάβηση συνεχίζεται με την προσέγγιση Ισραήλ-Λιβάνου για τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων τους, με σκοπό την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που αναλογούν σε καθεμία. Σύμφωνα με πληροφορίες, άλλα πέντε αραβικά κράτη εξετάζουν την εξομάλυνση των σχέσεών τους με το Ισραήλ.

Το Αφγανιστάν είναι μία ακόμη εστία μακροχρόνιας και αιματηρής διένεξης στην περιοχή που αποτελεί τη μήτρα του ισλαμικού φονταμενταλισμού και διαφόρων τρομοκρατικών οργανώσεων. Έως σήμερα έχουν καταγραφεί δεκατρείς από αυτές στην κυβερνητική λίστα των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δρουν στο Πακιστάν. Η Ουάσινγκτον έχοντας εμπλακεί στρατιωτικά για δύο δεκαετίες στην περιοχή (η εισβολή ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου 2001) ενέτεινε σε πρώτη φάση την παρουσία της με την αποστολή άλλων 3.000 στρατιωτών επί της τωρινής προεδρίας (19 Σεπτεμβρίου 2017), αυξάνοντας έτσι τη συνολική δύναμη στις 14.000. Στόχος της κίνησης αυτής ήταν να σταθεροποιήσει την παρουσία της νόμιμης κυβέρνησης σε περιοχές που απειλούνταν από τους Ταλιμπάν. Όμως μακροπρόθεσμη στρατηγική του Αμερικανού προέδρου αποτελεί η ολική απεμπλοκή των αμερικανικών δυνάμεων και γι’ αυτό πρότεινε στους Ταλιμπάν να κρατήσουν τις τρομοκρατικές οργανώσεις έξω από το Αφγανιστάν με αντάλλαγμα την κατάπαυση του πυρός και την απόσυρση των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων.

Οι διαπραγματεύσεις δύο χρόνων απέφεραν τελικά αποτελέσματα και η συμφωνία ειρήνευσης ΗΠΑ-Ταλιμπάν στις 29 Φεβρουαρίου 2019 στη Ντόχα σήμανε την αρχή του ενδοαφγανικού διαλόγου, εκκινώντας την αντίστροφη μέτρηση για την απόσυρση των Αμερικανών στρατιωτών εντός 14 μηνών από την υπογραφή της, με την προϋπόθεση της τήρησης των όρων της συμφωνίας. O Ντόναλντ Τραμπ έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή του οι περίπου 4.500 εναπομείναντες στρατιώτες να επιστρέψουν στις ΗΠΑ έως τα Χριστούγεννα του 2020. Αν και οι δύο πλευρές εφαρμόσουν τη συμφωνία, το τέλος του μακροβιότερου πολέμου στον οποίο συμμετείχαν οι ΗΠΑ θα αποτελεί πραγματικότητα, δημιουργώντας μια αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον της πολύπαθης αυτής χώρας.

Ευρωατλαντικές σχέσεις

Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους εταίρους, κυρίως με τη Γερμανία, δοκιμάστηκαν σε δύο επίπεδα.

Το πρώτο εντάσσεται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ο Ντόναλντ Τραμπ κατήγγειλε τους συμμάχους του για πλημμελή οικονομική παρουσία στον στρατιωτικό τομέα. Στη σύνοδο κορυφής του οργανισμού στις Βρυξέλλες στις 12 Ιουλίου 2018 ανέφερε ότι το ποσοστό που κάθε χώρα-μέλος πρέπει να ξοδεύει, ώστε να μην επιβαρύνει το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ είναι το 4% του ΑΕΠ της. Μάλιστα προειδοποίησε ότι εάν τα κράτη–μέλη δεν καταβάλλουν τον ελάχιστο στόχο του 2% των αμυντικών δαπανών από το ΑΕΠ τους, οι ΗΠΑ μπορεί να εγκατέλειπαν τη συμμαχία ως τον Ιανουάριο 2019.

Είχε προηγηθεί η συνάντηση με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ στην Ουάσινγκτον (17 Μαρτίου 2017), όπου μεταξύ άλλων τέθηκε για πρώτη φορά επί τάπητος το θέμα των υποχρεώσεων της Γερμανίας για την άμυνα. Χωρίς να υπάρχει ανταπόκριση στο αμερικανικό αίτημα για πιο ορθολογική κατανομή των βαρών στις στρατιωτικές δαπάνες μεταξύ των συμμάχων, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την 1η Ιουλίου 2020 ότι σχεδιάζει να αποσύρει 9.500 Αμερικανούς στρατιώτες από τη Γερμανία και να μεταφέρει την κεντρική διοίκηση του US European Command (USEUCOM) από τη χώρα αυτή στο Βέλγιο.

Η πάγια θέση του Αμερικανού προέδρου ότι οι άλλες χώρες εκμεταλλεύονταν τις ΗΠΑ στον αμυντικό τομέα είχε εκφραστεί για πρώτη φορά σαράντα χρόνια προτού αναλάβει την προεδρία με μια καταχώρισή του στις εφημερίδες New York Times, Washington Post και Boston Globe. Μέσω αυτής ο Ντόναλντ Τραμπ ασκούσε κριτική στην αμυντική πολιτική των ΗΠΑ, δηλώνοντας ότι οι σύμμαχοί τους ήταν «τζαμπατζήδες» που κρατούσαν χαμηλά τις δαπάνες τους στον τομέα αυτό εκμεταλλευόμενοι την αμερικανική στρατιωτική προστασία, θέμα το όποιο επανέφερε προεκλογικά το 2016.

Στο δεύτερο επίπεδο υπάρχει η τριβή με την Ευρώπη, αφού η θεώρηση του Ντόναλντ Τραμπ ως προς το αμερικανικό συμφέρον και τις προτεραιότητες των ΗΠΑ, καθώς και ως προς το νέο διεθνές σύστημα που οραματίζεται, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την ΕΕ, έναν υπερεθνικό οργανισμό που προωθεί τις πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες, την ελεύθερη κυκλοφορία ατόμων και υπηρεσιών, τις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις και το διεθνές δίκαιο. Το αποτέλεσμα της επίσκεψης της Γερμανίδας ομολόγου του στην Ουάσινγκτον (όπως αναφέρθηκε προηγουμένως) ήταν ενδεικτικό της πλήρους διάστασης απόψεων των δύο πλευρών, δεδομένου ότι διαφώνησαν σε όλα τα κύρια θέματα: στο μεταναστευτικό, στο ελεύθερο εμπόριο και στην αξία της σύναψης πολυμερών συμφωνιών.

Στο διεθνές εμπόριο η αμερικανική κυβέρνηση επέβαλλε δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο (31 Μαρτίου 2018) και έχει επανειλημμένα εκφράσει την πρόθεσή της να επιβάλει δασμολογικά μέτρα στις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, στα ευρωπαϊκά τρόφιμα και στα αλκοολούχα ποτά. Η μακροχρόνια διένεξη στον ΠΟΕ για τις κρατικές ενισχύσεις στις αεροπορικές βιομηχανίες Boeing και Airbus προκαλεί επίσης τριβές. Η συμφωνία που υπογράφηκε στις 21 Αυγούστου 2020 από τον εκπρόσωπο εμπορίου των ΗΠΑ Ρόμπερτ Λαιτχάιζερ και τον επίτροπο εμπορίου της ΕΕ Φιλ Χόγκαν για ένα πακέτο δασμολογικών μειώσεων είναι ιστορική, αφού είναι η πρώτη που διαπραγματεύτηκαν οι δυο πλευρές μετά από δύο και πλέον δεκαετίες. Με τη συμφωνία αυτή γεννήθηκε η προσδοκία της ευρύτερης αποκλιμάκωσης των εντάσεων στις εμπορικές σχέσεις των διατλαντικών εταίρων.

Σε καθαρά ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο ο Αμερικανός πρόεδρος έχει εκφραστεί δημόσια ενάντια στη μορφή της σημερινής Ευρώπης δηλώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «Η ΕΕ είναι κατά βάση το όχημα για να υλοποιήσει τους σκοπούς της η Γερμανία». Μάλιστα προόριζε για τη θέση του νέου Αμερικανού πρέσβη στην ΕΕ τον Τέντ Μάλοχ, που θεωρήθηκε persona non grata από τον επικεφαλής των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, Τζιάνι Πίτελα, και την αντιπρόεδρο της Κομισιόν, Φεντερίκα Μογκερίνι. Παράλληλα ο Ντόναλντ Τραμπ έχει πολλάκις υποστηρίξει ανοιχτά τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα του ευρύτερου πατριωτικού και εθνικιστικού χώρου, διατηρώντας πολύ καλές σχέσεις με τους ηγέτες των χωρών του Βίσεγκραντ, που σήμερα ηγούνται μιας εθνοκεντρικής πολιτικής στην Ανατολική Ευρώπη έναντι των Βρυξελλών. Η παρουσία του Στιβ Μπάνον στην Ευρώπη, πρώην ειδικού συμβούλου σε θέματα διακυβέρνησης και στρατηγικής του Αμερικανού προέδρου, λίγο πριν τις τελευταίες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (24 Μαΐου 2019) είχε σκοπό να συντονίσει τη δράση των ομοειδών κομμάτων για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, αλλά κυρίως την κοινή τους σύμπλευση μετεκλογικά με στόχο την αποδόμηση της σημερινής μορφής της ΕΕ.

Ρωσία

Η διαμόρφωση των σχέσεων με τη Μόσχα υπήρξε υπό μία έννοια ένα προσωπικό στοίχημα για τον Ντόναλντ Τραμπ στον βαθμό που ο ίδιος ευαγγελιζόταν ότι μπορεί να υπάρξει πεδίο συνεννόησης σε θέματα όπου απουσίαζε η σύγκρουση συμφερόντων. Στόχος ήταν η επίτευξη μερικής αποκλιμάκωσης, αφού το ψυχροπολεμικό κλίμα είχε επανέλθει ανάμεσα στις δύο χώρες κατά τη δεύτερη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα, λόγω της ουκρανικής κρίσης, της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία και εξαιτίας των καταγγελιών για την ανάμειξη των ρωσικών υπηρεσιών στις αμερικανικές εκλογές της 4ης Νοεμβρίου 2016.

Με τη δυναμική των πρώτων μηνών από την εκλογή του, ο Αμερικανός πρόεδρος έδειξε αποφασισμένος να εφαρμόσει το σχέδιο εξομάλυνσης των διαρκώς επιδεινούμενων σχέσεων των δύο υπερδυνάμεων. Η πρόθεσή του τον Ιούνιο του 2017 να γίνει μονομερής άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί λόγω της στρατιωτικής ρωσικής παρουσίας στην Ουκρανία και της παρέμβασης της Μόσχας στις εκλογές βρήκε σθεναρή αντίσταση από τους αξιωματούχους του Υπουργείου Εξωτερικών. Και ο ίδιος αντιλήφθηκε ότι μια τέτοια κίνηση εντέλει θα ήταν πολιτικά άστοχη στο εσωτερικό, αφού οι έρευνες για τη ρωσική σύνδεση στην προεκλογική εκστρατεία των ρεπουμπλικάνων ήταν εν εξελίξει. Το Κογκρέσο μετά την αναγγελία του κατηγορητηρίου για την ξένη ανάμειξη στις εκλογές επέβαλλε νέες κυρώσεις στη Ρωσία με συντριπτική δικομματική πλειοψηφία.

Ως εκ τούτου, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε το νομοσχέδιο, το οποίο του έδενε τα χέρια αναφορικά με τη ρωσική πολιτική του.

Η πρώτη συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν έγινε στο περιθώριο της συνδιάσκεψης της Ομάδας των Είκοσι (G20) στο Αμβούργο (5-8 Ιουλίου 2017). Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα βρέθηκαν στο Κεμπέκ του Καναδά (12 Ιουνίου 2018) στο πλαίσιο της συνάντησης των επτά πλουσιότερων χωρών του κόσμου (G7). Ο Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε από τους έξι ομολόγους του να δεχτούν τη Ρωσία στην ομάδα από την οποία είχε αποκλειστεί εξαιτίας της πολιτικής της στην Ουκρανία και στην Κριμαία.

Η τρίτη και πιο σημαντική συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι στις 16 Ιουλίου 2018, όπου οι δύο άντρες συνοδευόμενοι μόνο από δύο μεταφραστές μίλησαν ένας προς έναν για όλα τα ακανθώδη θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις των δύο κρατών. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, στην οποία δεν έγινε καμία αναφορά για επίτευξη συμφωνίας σε συγκεκριμένα ζητήματα, ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε τη θέση του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος αρνήθηκε την ανάμειξη της Μόσχας στις αμερικανικές εκλογές. Η στάση του αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων όχι μόνο από τους δημοκρατικούς, αλλά και από μια μερίδα των ρεπουμπλικάνων. Λίγους μήνες αργότερα (20 Οκτωβρίου 2018), κατόπιν προτροπής του συμβούλου εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον, ανακοίνωσε την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου Βεληνεκούς (INF) με την αιτιολογία ότι η Ρωσία δεν εφαρμόζει πια τα συμφωνημένα. Στην πραγματικότητα ήταν μια κίνηση τακτικής μέσω της οποίας προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από την κατηγορία ότι ενέχεται στη ρωσική υπονόμευση της υποψήφιας για την προεδρία Χίλαρι Κλίντον.

Η τηλεφωνική συνομιλία των δύο προέδρων στις 3 Μαΐου 2019 είχε θετικό πρόσημο με τον Αμερικανό πρόεδρο να αναφέρει την επομένη στο twitter ότι υπάρχει «εξαιρετική δυναμική για μια καλή σχέση με τη Ρωσία». Τέλος στη συνάντηση των G7 που έλαβε χώρα στο Μπιαρίτζ (24-26 Αυγούστου 2019) ο Ντόναλντ Τραμπ υποστήριξε εκ νέου την επιστροφή της Ρωσίας ως μέλους, δηλώνοντας ότι θα την προσκαλέσει στη συνάντηση που θα λάβει χώρα στις ΗΠΑ το 2021.

Στην Ουκρανία και τη Συρία, κράτη ζωτικής σημασίας για τα ρωσικά συμφέροντα, η Ουάσινγκτον λειτούργησε σε συναινετική βάση, αποφεύγοντας περαιτέρω εντάσεις με τη Μόσχα. Για την πρώτη εξαναγκάστηκε από τη μία να διατηρήσει τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας και προχώρησε στην αποστολή στρατιωτικής βοήθειας ύψους 250.000 δολαρίων που το Κογκρέσο ψήφισε, από την άλλη όμως άφησε να παγιωθεί το νέο status quo στην περιοχή (το οποίο άλλαξε το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και την αυτονόμηση περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας), αποφεύγοντας να προκαλέσει την άλλη πλευρά. Όσον αφορά τη Συρία, οι δύο χώρες συνεργάστηκαν σε επιχειρησιακό επίπεδο, ώστε να εκμηδενίσουν στρατιωτικά το Ισλαμικό Κράτος. Με την επίτευξη του στόχου αυτού, η Ουάσινγκτον αφήνει σχεδόν εξολοκλήρου την επίλυση της συριακής κρίσης στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας. Όπως προαναφέρθηκε, το ουσιαστικό μέλημα της δυτικής υπερδύναμης στην περιοχή είναι η αποτροπή της ιρανικής διείσδυσης που απειλεί την ασφάλεια του Ισραήλ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μπόρεσε να μετουσιώσει σε πράξη όσα είχε επαγγελθεί για μια νέα προοπτική στις αμερικανορωσικές σχέσεις. Οι επιφυλάξεις που εκφράστηκαν προεκλογικά ότι δεν θα καταφέρει να κάνει ουσιαστικές αλλαγές στην πολιτική με τη Μόσχα, αφού θα περιστοιχίζεται από μια γραφειοκρατία με καθεστηκυίες απόψεις και προκαταλήψεις σε βάρος της Ρωσίας, επιβεβαιώθηκαν. Η διετής εισαγγελική έρευνα για τη ρωσική ανάμειξη ήρθε να προστεθεί ως ένα ακόμη εμπόδιο στην ελευθερία κινήσεων του Αμερικανού προέδρου. Το πόρισμα εντέλει «δεν εξακρίβωσε ότι μέλη της καμπάνιας του Τραμπ συνωμότησαν ή συνεργάστηκαν με τη ρωσική κυβέρνηση σε δραστηριότητες που παρενέβησαν στην εκλογή του».

Συμπερασματικά

Ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε αξιοσημείωτες αλλαγές με στόχο την αναμόρφωση της αμερικανικής στρατηγικής. Με πιο ρεαλιστική προσέγγιση από τους προκατόχους του, προετοιμάστηκε για τη νέα πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται όχι από την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των ΗΠΑ, αλλά από μια ανερχόμενη Κίνα και μια απρόβλεπτη Ρωσία σε ένα μεταβαλλόμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα. Όπως επισήμανε ο Χένρι Κίσινγκερ, «O Τραμπ μπορεί να είναι από αυτά τα πρόσωπα στην Iστορία που εμφανίζονται από καιρό σε καιρό, για να σηματοδοτήσει το τέλος μιας εποχής και να αναγκάσει να εγκαταλειφθούν τα παλιά προσχήματά της». Όπως συμβαίνει σε κάθε τέλος, η αποδοχή πρέπει να έρθει πριν να μπορέσει κάποιος να προχωρήσει.

Η στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ εκπορεύεται από την αξιακή παραδοχή ότι η επίλυση των προβλημάτων σε έναν κόσμο με διαφορετικές προσεγγίσεις δεν είναι υπόθεση των ΗΠΑ. Σε αντίθεση με τη νέο-συντηρητική και άκρως παρεμβατική πολιτική του Τζορτζ Γουόκερ Μπους καθώς και την πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα που πρέσβευε την εξάπλωση του αμερικανικού μοντέλου σε άλλες χώρες δεν προχώρησε σε παρεμβατικές επιλογές στρατιωτικής φύσεως και είναι ο μόνος πρόεδρος από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έως σήμερα που δεν άνοιξε νέο πολεμικό μέτωπο.

Η εφαρμογή του δόγματος «Πρώτα η Αμερική» στην εξωτερική πολιτική δεν ερμηνεύεται ως «Αμερική μόνη», αλλά ως μια Αμερική που δίνει προτεραιότητα στα του οίκου της με έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ της ενεργειακής ζήτησης, της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής και της γεωπολιτικής.

Η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων ως γνώμονας στη χάραξη της πολιτικής δεν είναι φαινόμενο που παρατηρείται μόνο στις ΗΠΑ. Έχει εμφανιστεί και σε άλλες χώρες οι οποίες επιστρέφουν όλο και συχνότερα στις παραδόσεις, επαναπροσδιορίζουν την εθνική τους ταυτότητα και επιβεβαιώνουν την εθνική τους κυριαρχία. Από την Ινδία ως τις χώρες του Βίσεγκραντ, και από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη Βραζιλία, έχει δημιουργηθεί ένα διεθνές κίνημα ισχυρών ηγετών που συγκρούονται με τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης. Η ιδέα «Πρώτα η Αμερική» θέτει την παγκοσμιοποίηση όχι μόνο ως τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο των αμερικανικών συμφερόντων, αλλά τη στοχοποιεί συνολικά ως προς τον ευρύτερο ρόλο της στο διεθνές γίγνεσθαι. Η πεποίθηση αυτή αποτυπώθηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στην ομιλία του Αμερικανού προέδρου στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (24 Σεπτεμβρίου 2019): «Το μέλλον δεν ανήκει στους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης, το μέλλον ανήκει στους πατριώτες. Το μέλλον ανήκει στα κυρίαρχα και ανεξάρτητα κράτη».

Στη Μέση Ανατολή ο Αμερικανός πρόεδρος παρέλαβε μια χαοτική κατάσταση με το Ισλαμικό Κράτος να γιγαντώνεται, το ενδυναμωμένο Ιράν να επεκτείνει και πάλι την επιρροή του, τον πόλεμο να συνεχίζεται στο Αφγανιστάν δίχως προοπτική τερματισμού και την ισραηλο-αραβική διένεξη για το παλαιστινιακό να παραμένει στάσιμη χωρίς καμία απολύτως πρόοδο. Με τις ΗΠΑ να έχουν δαπανήσει κοντά στα 6 τρισεκατομμύρια δολάρια στην περιοχή, χρησιμοποίησε διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα για την επίλυση προβλημάτων κλείνοντας ανοιχτές υποθέσεις (Ισλαμικό Κράτος και Αφγανιστάν) και δημιουργώντας πραγματικές συνθήκες για τη συνολική διευθέτηση της μακροχρόνιας αντιπαλότητας μεταξύ του αραβικού κόσμου και του Ισραήλ.

Η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόζει μια πολιτική περιορισμού της Κίνας αναφορικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που στρεβλώνουν την αγορά, επιδιώκοντας οι τιμές των εισαγόμενων κινεζικών προϊόντων να αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος παραγωγής τους. Ενεργώντας με σημαντική δικομματική υποστήριξη, επιβάλλει δασμούς ώστε να οδηγήσει το Πεκίνο να συμμορφωθεί με τα διεθνή κανονιστικά πλαίσια. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ για τις καταναλωτικές αγορές και τα τεχνολογικά πλεονεκτήματα συνεχίζει να εξελίσσεται σε διαμάχες σχετικά με τους κανόνες και τα πρότυπα που διέπουν το εμπόριο, τις επενδύσεις, την απασχόληση, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και την πνευματική ιδιοκτησία.

Η επίτευξη εμπορικής συμφωνίας με την Ευρώπη έδωσε τέλος στην κατάσταση αβεβαιότητας κατά την οποία οι ΗΠΑ δίσταζαν να αντιμετωπίσουν την ΕΕ αναφορικά με τους μονόπλευρους δασμούς της και τα μη δασμολογικά εμπόδια στα αμερικανικά προϊόντα.

Ο επιμερισμός του κόστους για την άμυνα μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ απέφερε 34 δισεκατομμύρια δολάρια σε αυξημένες ευρωπαϊκές δαπάνες μόνο για το 2019, ακόμη και από την απρόθυμη Γερμανία. Η υπό όρους προσέγγιση των ΗΠΑ σε κάποτε απαραβίαστες συμμαχικές δεσμεύσεις στην Ευρώπη και στην Ασία υπαγορεύτηκε από τις δαπανηρές υπερβάσεις, παροτρύνοντας τους συμμάχους να κάνουν περισσότερα. Έχοντας εθνικό χρέος πάνω από 23 τρισεκατομμύρια δολάρια δεν μπορούν να αναλάβουν τα πάντα. Οι ΗΠΑ ηγούνται ενός διεθνούς συνασπισμού που περιλαμβάνει την ΕΕ, την Ιαπωνία, τις «Τίγρεις» της Ανατολικής Ασίας, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και το Ισραήλ, κρατών δηλαδή που ανήκουν στη Δύση με τη διασταλτική γεωπολιτική έννοια του όρου.

Η στοχοθέτηση που είχε τεθεί για τις σχέσεις με τη Ρωσία και την ιδιάζουσα περίπτωση της Βόρειας Κορέας υπήρξε μεν ατελέσφορη, ωστόσο κατέδειξε πως μια άμεση και ειλικρινής προσέγγιση μπορεί να φέρει σε συνεννόηση αντίπαλες πλευρές, εφόσον υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ξεκάθαρο όραμα και στρατηγική για την εκπλήρωση των στόχων της αμερικανικής διπλωματίας. Προχώρησε σε δομικές αλλαγές στον σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής, εφαρμόζοντας σε αρκετές περιπτώσεις ρηξικέλευθες πρακτικές, για να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα παρακάμπτοντας προκαταλήψεις, πρωτόκολλα και στεγανά.

Η αντικατάσταση του Ρεξ Τίλερσον (1 Φεβρουαρίου 2017-31 Μαρτίου 2018) από τον Μάικ Πομπέο ως επικεφαλής του Υπουργείου Εξωτερικών καθώς και η διαδοχική αποπομπή των Χέρμπερτ Μακμάστερ (20 Φεβρουαρίου 2017–8 Απριλίου 2018) και Τζον Μπόλτον (9 Απριλίου 2018-10 Σεπτεμβρίου 2019) από τις θέσεις των συμβούλων εθνικής ασφαλείας αποτέλεσαν περιπτώσεις περίπλοκων ισορροπιών που έπρεπε να ξεπεραστούν, ώστε να εκπληρωθούν οι στόχοι του Αμερικανού προέδρου. Η πολυσχιδής και δραστήρια διπλωματία του Υπουργείου Εξωτερικών στην πρώτη τετραετία διακυβέρνησής του υπήρξε επιτυχής σε μεγάλο βαθμό και το εύρος των πρωτοβουλιών που αναλήφθηκαν δεν είναι δυνατόν να συμπεριληφθούν στο παρόν πόνημα λόγω οικονομίας χώρου.

Η παρούσα κυβέρνηση των ΗΠΑ επέδειξε αυτοσυγκράτηση ώστε να αποκατασταθεί η φήμη της χώρας ως καλοπροαίρετος δρων. Γενικά θεωρούνται πιο συχνά ως φωτισμένος και σχετικά καλοήθης ηγεμόνας παρά το αντίθετο, ένας ηγεμόνας που είναι θαυμαστός τόσο για τα εγχώρια επιτεύγματα όσο και γι’ αυτά που έκανε στο εξωτερικό.

Το διακύβευμα των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου 2020 είναι διττό: Αν υπάρξει δεύτερη τετραετία θα ολοκληρωθεί η στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς μια νέα εποχή, αποτελώντας ορόσημο ανάλογης σημασίας με εκείνο του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Στο παγκόσμιο στερέωμα η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ θα σηματοδοτήσει την περαιτέρω υποχώρηση των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης και την εδραίωση της αναδυόμενης πολιτικής τάξης του νέου φιλελεύθερου εθνικισμού.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

*O Πέτρος Τασιός είναι Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική