Η δημόσια ραδιοτηλεόραση της Βρετανίας βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της, με αφορμή τον τρόπο κάλυψης δηλώσεων του Ντόναλντ Τραμπ και τις πρόσφατες παραιτήσεις κορυφαίων στελεχών του μετά από τον άθλιο τρόπο που δούλεψε η μονταζιέρα κατά του Αμερικανού προέδρου.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε τη Δευτέρα (10/11), όταν ο Αμερικανός πρόεδρος απείλησε με νομική προσφυγή κατά του BBC, λίγες ώρες μετά την παραίτηση δύο στελεχών του οργανισμού για κατηγορίες μεροληψίας.

Η κρίση πυροδοτήθηκε από υπόμνημα του Μάικλ Πρέσκοτ, πρώην συμβούλου προτύπων του BBC, που κατήγγειλε σειρά αστοχιών στην κάλυψη ευαίσθητων θεμάτων, όπως η προεδρία Τραμπ και ο πόλεμος στη Γάζα.

Η πιο σοβαρή κατηγορία αφορούσε μοντάζ εκπομπής “Panorama”, που παρουσίαζε τον Τραμπ ως υποκινητή βίας στο Καπιτώλιο, ενώ παραλείφθηκε η φράση του για ειρηνική διαδήλωση.

Ο πρόεδρος του BBC, Σαμίρ Σα, παραδέχθηκε δημόσια το λάθος και ζήτησε «συγγνώμη».

Η διαμάχη έχει πολιτικές διαστάσεις. Ο Νάιτζελ Φαράτζ κατήγγειλε «πολιτισμικά προβλήματα δεκαετιών» στο BBC και αμφισβητεί το ετήσιο τέλος τηλεθέασης, ενώ οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες ζήτησαν την υπεράσπιση του οργανισμού από την κυβέρνηση.

Παράλληλα, η κυβέρνηση εξετάζει νέες μορφές χρηματοδότησης, χωρίς να αποκλείεται συνδρομητικό μοντέλο.

Οι Συντηρητικοί και το κόμμα “Reform” επισημαίνουν πως το BBC πρέπει να διατηρήσει τη φήμη και την εμπιστοσύνη του κοινού, ενώ δεν απειλείται η ύπαρξή του.

Ο διεθνής ρόλος του BBC, μέσω υπηρεσιών όπως το BBC World Service, παραμένει κρίσιμος για την «ήπια ισχύ» της Βρετανίας, παρά τις περικοπές προσωπικού.

Το ζήτημα παραμένει πώς θα συνδυαστεί η ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας με τη χρηματοδότηση και τη διατήρηση αξιοπιστίας, σε μια εποχή που η αντιπαράθεση με τον Τραμπ εκθέτει τον οργανισμό σε σφοδρές πολιτικές πιέσεις και κριτική από την κοινή γνώμη.