Μια πρώην βρεφονηπιοκόμος από τη Λιόν καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης για τη φρικτή πράξη που οδήγησε στον θάνατο της 11 μηνών Λίζας, όταν, αδυνατώντας να αντέξει το κλάμα του μωρού, της έδωσε να πιει δηλητηριώδες αποφρακτικό υγρό.
Παρά τις αντιφάσεις στις καταθέσεις της και την υπερασπιστική γραμμή της για συναισθηματική εξάντληση, το δικαστήριο έκρινε την πράξη της ως σοβαρή και αδικαιολόγητη, καταδικάζοντας την σε βαριά ποινή για «βασανιστήρια που οδήγησαν στον θάνατο».
Σύμφωνα με τη Ζαουέν, η πράξη της εν ήταν αποτέλεσμα πρόθεσης να σκοτώσει, αλλά μια πράξη απελπισίας, καθώς «δεν άντεχε πλέον το κλάμα του μωρού».
Επικαλούμενη την απόγνωσή της, η πρώην εργαζόμενη του βρεφονηπιακού σταθμού περιέγραψε ότι κρατούσε το κεφάλι της Λίζας και της έριξε το αποφρακτικό υγρό, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει το μωρό.
Η υπεράσπισή της επικαλέστηκε τα εξαιρετικά συναισθηματικά φορτία που αντιμετώπιζε η γυναίκα, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν στο όριο των δυνάμεών της. Η συνήγορός της, Ζουλιά Κοπάρ, ανέφερε ότι «είχε φτάσει στο όριο της αντοχής της».
Παρά την προσπάθεια να αποδοθούν ελαφρυντικά, οι ένορκοι κατέληξαν σε καταδικαστική απόφαση, εκτιμώντας ότι το έγκλημα δεν είχε την πρόθεση για ανθρωποκτονία, αλλά πρόκειται για μια ενέργεια που προκάλεσε την ακαριαία καταστροφή ενός αθώου παιδιού.
Ο εισαγγελέας Μπατίστ Γκοντρό, που είχε ζητήσει αυστηρότερη ποινή, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα της πράξης, ανέφερε ότι η Ζαουέν είχε μείνει μόνη με το βρέφος για μόλις οκτώ λεπτά. Σημείωσε ότι αυτός ο χρόνος δεν μπορεί να θεωρηθεί αρκετός για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι το κλάμα του παιδιού έγινε «ανυπόφορο» για μια γυναίκα με εκπαιδευτικό υπόβαθρο στην φροντίδα παιδιών. Ο εισαγγελέας υπενθύμισε στο δικαστήριο ότι παραμένει αναπάντητο το ερώτημα για ποιο λόγο η Ζαουέν προχώρησε σε αυτή την ακραία ενέργεια.