Μια γυναίκα στην Αυστραλία γέννησε παιδί που δεν ήταν βιολογικά δικό της, εξαιτίας ενός σοβαρού λάθους κατά τη διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης!

Το περιστατικό σημειώθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες μονάδες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής της χώρας, προκαλώντας νέο κύμα δυσπιστίας απέναντι στην κλινική Monash IVF, η οποία έχει ήδη βεβαρημένο παρελθόν με υποθέσεις κακοδιαχείρισης.

Η αποκάλυψη έγινε τον Φεβρουάριο, όταν ένα ζευγάρι που είχε υποβληθεί σε θεραπεία εξωσωματικής, ζήτησε τη μεταφορά των υπολοίπων εμβρύων τους σε άλλη κλινική. Κατά την καταμέτρηση, διαπιστώθηκε πως υπήρχε ένα επιπλέον έμβρυο, που δεν ταίριαζε με τον φάκελό τους.

Η έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε ότι ένα από τα έμβρυά τους είχε εμφυτευτεί σε άλλη γυναίκα, η οποία τελικά κυοφόρησε και έφερε στον κόσμο το παιδί τους, χωρίς να το γνωρίζει.

Η διοίκηση της Monash IVF αναγκάστηκε να παραδεχτεί δημόσια το σφάλμα, αποδίδοντάς το σε ανθρώπινο λάθος.

«Όλοι μας στη Monash IVF είμαστε συντετριμμένοι και ζητάμε συγγνώμη από όλους τους εμπλεκόμενους. Έχουμε ήδη προχωρήσει σε επιπλέον ελέγχους και είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό», δήλωσε ο επικεφαλής της κλινικής, Μάικλ Κναπ.

Οι εμπλεκόμενοι γονείς ενημερώθηκαν εντός μίας εβδομάδας από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε το περιστατικό. Προς το παρόν, δεν έχει ανακοινωθεί αν οι βιολογικοί γονείς διεκδικούν την επιμέλεια του παιδιού ή αν έχουν ξεκινήσει νομικές διαδικασίες.

Η υπόθεση ερευνάται ήδη από την Επιτροπή Διαπίστευσης Τεχνολογιών Αναπαραγωγής, την αρμόδια αρχή για θέματα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στο Κουίνσλαντ, ενώ παράλληλα, η εταιρεία έχει αναθέσει εσωτερική διερεύνηση στην ανώτατη νομικό της Πολιτείας της Βικτόριας.

Η Monash IVF δεν βρίσκεται πρώτη φορά στο στόχαστρο. Τον περασμένο Αύγουστο, η εταιρεία προχώρησε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό ύψους 56 εκατομμυρίων δολαρίων Αυστραλίας, αποζημιώνοντας περισσότερους από 700 πρώην ασθενείς. Η αγωγή αφορούσε λανθασμένους γενετικούς ελέγχους, οι οποίοι είχαν οδηγήσει στην καταστροφή εκατοντάδων βιώσιμων εμβρύων.

Ενδεικτικά, το 35% των εμβρύων που είχαν χαρακτηριστεί «ανώμαλα» ήταν στην πραγματικότητα φυσιολογικά.

Παρά το χρηματικό ποσό της αποζημίωσης, η εταιρεία δεν παραδέχθηκε ποτέ επισήμως ευθύνη για το περιστατικό εκείνο.