
Ο υπουργός Οικονομικών της Κύπρου Μάκης Κεραυνός, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του μίλησε για την ηλεκτρική διασύνδεση με Ελλάδα και Ισραήλ και τόνισε ότι το έργο δεν είναι οικονομικά βιώσιμο και επικαλείται δύο μελέτες επ’ αυτού.
Εφόσον οι Κύπριοι αποσυρθούν από το έργο εν τέλει, τότε θα πρέπει ο ΑΔΜΗΕ με τη γαλλική Nexans να αποφασίσουν για τον τρόπο συνέχισης του έργου. Ήδη από χθες η Κομισιόν επανέλαβε τη στήριξή της στο έργο, στο οποίο συμμετέχει με 650 εκατομμύρια.
Παράλληλα η Κομισιόν συγκαλεί αλλεπάλληλες συσκέψεις με ΡΑΑΕΥ, ΡΑΕΚ και ΑΔΜΗΕ, όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή 29 Αυγούστου επιχειρώντας να κρατήσει ζωντανή την πορεία του έργου, την ώρα που η κυπριακή πλευρά στέλνει τον λογαριασμό πίσω στην κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι κάθε απόφαση για το κόστος θα περάσει πρώτα από την πολιτική έγκριση του υπουργού Οικονομικών Μάκη Κεραυνού.
«Έχω ενώπιόν μου δύο μελέτες από ανεξάρτητους και σοβαρούς οργανισμούς, οι οποίες καταλήγουν στο ότι αυτό το έργο δεν είναι βιώσιμο, με τους συγκεκριμένους όρους», ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών Μάκης Κεραυνός σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κύπρου».
Ο υπουργός τόνισε ότι «η συζήτηση γίνεται γιατί το έργο είναι πολύπλοκο με οικονομική, τεχνική και γεωπολιτική πτυχή. Θα ήθελα επίσης να σημειώσω και κάτι άλλο. Εχει από το 2010 που συζητείται αυτό το έργο και χαρακτηρίζεται ευρωπαϊκό καθώς η Κομισιόν αποφάσισε να το χρηματοδοτήσει με 650 εκατομμύρια.
Το ερώτημα που θέτω είναι γιατί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που διαθέτει κονδύλια υπό αυστηρούς όρους και συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, μετά από τόσα χρόνια δεν διερωτάται γιατί δεν έγινε αυτό το έργο;».
Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης, σε συνέντευξη που παραχώρησε τις προηγούμενες μέρες άφησε να εννοηθεί ότι η Κύπρος δεν πρόκειται να κινηθεί χωρίς να δει απτά δείγματα συνέπειας και υλοποίησης δεσμεύσεων από τον φορέα υλοποίησης που είναι ο ΑΔΜΗΕ.
Παράλληλα, επιχείρησε να στείλει μήνυμα ισορροπίας, τονίζοντας ότι υπάρχει κοινή κατανόηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως προς την ευρωπαϊκή σημασία του έργου. Όμως η πραγματικότητα δείχνει ότι Αθήνα και Λευκωσία δεν βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος.
Κι αυτό, τη στιγμή που στην Αθήνα διακινούνται σενάρια για επανεκκίνηση ερευνητικών δραστηριοτήτων στην Ανατολική Μεσόγειο, μετά τη βίαιη διακοπή τους πέρυσι λόγω της έντασης με την Τουρκία στην Κάσο. Σενάρια που η Λευκωσία αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό, γνωρίζοντας ότι η Άγκυρα δεν πρόκειται να αφήσει το ενεργειακό σκηνικό να εξελιχθεί χωρίς αντιδράσεις.
Χθες η εκπρόσωπος της Κομισιόν για θέματα ενέργειας, Άνα Κάιζα, ήταν ξεκάθαρη: το έργο δεν αποτελεί μόνο ευρωπαϊκή προτεραιότητα, αλλά και γεωπολιτικό εργαλείο για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ, δείχνοντας την πίεση που προσπαθεί να ασκήσει για το έργο.
Υπενθύμισε μάλιστα ότι έχουν ήδη διατεθεί 657 εκατ. ευρώ από τον μηχανισμό Connecting Europe Facility και επιπλέον 100 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, ξεκαθαρίζοντας ότι οι Βρυξέλλες αναμένουν τήρηση χρονοδιαγραμμάτων.
Η Λευκωσία, ωστόσο, δείχνει να παίζει σε διπλό ταμπλό: από τη μια δεν μπορεί να αγνοήσει την ευρωπαϊκή πολιτική δέσμευση, από την άλλη γνωρίζει ότι το έργο δεν είναι «τεχνικό», αλλά βαριά πολιτικό, με την Τουρκία να στέλνει ήδη μηνύματα παρεμπόδισης.
Στην ουσία, η στάση της κυπριακής κυβέρνησης αποτυπώνει το δίλημμα μιας χώρας που, ενώ θέλει να παραμείνει στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών ενεργειακών σχεδιασμών, δεν επιθυμεί να γίνει το πρώτο θύμα μιας νέας περιφερειακής έντασης.