Η 38χρονη δημοσιογράφος και παρουσιάστρια Νανά Καραγιάννη ζήτησε να μιλήσει μια τελευταία φορά λές και ήξερε οτι πλησιάζει το τεός κάνοντας ετσι τον απολογισμό της ζωής που έζησε πάντα στα όρια…

Πρωινό Πέμπτης 22 Ιουνίου. Η Νανά Καραγιάννη δίνει την τελευταία της συνέντευξη. Στον επίλογο λέει: «Στο μηδέν θα ήθελα να γυρίσω. Να τα ζήσω όλα από την αρχή. Να τα διαγράψω όλα. Θα τα άλλαζα όλα και πόσο όμορφα θα ήταν τότε…». Λίγα 24ωρα αργότερα, με τον πιο δραματικό τρόπο θα γραφτεί και ο επίλογος της ίδιας της ζωής της. Μιας ζωής που απασχόλησε και σόκαρε όλη την Ελλάδα από το 2007 οπότε και ξεκίνησε η άνιση μάχη της με τη νευρική ανορεξία.

– Θέλω να αλλάξουμε θέση και να μπεις σε εκείνη του δημοσιογράφου. Ποια είναι η πρώτη ερώτηση που θα σου έκανες;
«Πώς την παλεύεις ακόμα;», αυτό θα ρώταγα.

– Πώς την παλεύεις, λοιπόν, ακόμα;
Οριακά. Οριακά απ’ όλες τις απόψεις. Οριακά βγαίνει ο μήνας στους λογαριασμούς, οριακά προλαβαίνω να κάνω τις δουλειές μου, οριακά κρατιούνται τα νεύρα μου με όλα αυτά που βλέπω να συμβαίνουν γύρω μου.

– Οριακό και το θέμα σου με τα κιλά;
Αυτό είχε ξεπεράσει κάθε όριο ιδίως το περασμένο καλοκαίρι όπου έφτασα ένα βήμα πριν τον θάνατο. Εκτοτε στοιχημάτισα να σπάσω το όριο της ζωής και για πρώτη φορά ασχολήθηκα με το θέμα μου ουσιαστικά και σοβαρά. Οχι, δεν θέλω να λέω άλλα ψέματα ούτε στον εαυτό μου αλλά ούτε και στους άλλους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή έλεγα ψέματα. Οταν βγήκα από την Εντατική, πέρσι τέτοια εποχή, είπα μέσα μου: «Νανά, δεν έχεις άλλα περιθώρια. Πρέπει να ζήσεις!». Τότε ξεκίνησα να συμμετέχω σε αυτά που μου έλεγαν οι γιατροί, να παίρνω τα φάρμακά μου, να τρέφομαι σωστά και σιγά-σιγά να ανταποκρίνομαι στις θεραπείες. Οχι, δεν έχω βάλει κανένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Δεν μου αρέσουν τα στοιχήματα. Τώρα πια το μόνο που κοιτάζω είναι να βγει η μέρα.

– Οι γιατροί τότε μου είχαν πει ότι αν ζούσες θα ήταν θαύμα…
Την αλήθεια σου είχαν πει. Οι γονείς μου είχαν πάει στο νοσοκομείο σε φάση «ελάτε να παραλάβετε το πτώμα της…».

– Αυτή η ισοπέδωσή σου ήταν ξαφνική;
Ναι. Ημουν μόνη στο σπίτι μου στην Αθήνα όταν ένιωσα να παραλύουν όλοι οι μύες μου και να μην μπορώ να κουνηθώ. Αισθάνθηκα ότι «χαιρετάω». Ούτε ξέρω πώς τα κατάφερα να καλέσω ασθενοφόρο, ούτε θυμάμαι αν άνοιξα εγώ την πόρτα ή οι άνθρωποι που με παρέλαβαν σε κωματώδη κατάσταση μπήκαν μόνοι τους στο σπίτι. Τα πάντα στο μυαλό μου αναφορικά με εκείνη την ημέρα είναι μπερδεμένα και θολά.

– Και επανέρχεσαι μετά από 20 ημέρες… Σε τι σε άλλαξε αυτή η παρ’ ολίγον συνάντηση με τον θάνατο;
Στο ότι για πρώτη φορά φοβήθηκα. Εκείνες τις 20 ημέρες δεν είχα καμία επαφή με το περιβάλλον. Ημουν σε κώμα, σαν νεκρή. Οταν βγήκα από την Εντατική μού πήρε μήνες να συνέλθω και αν κάποιος μου έλεγε ότι θα το ξαναζήσω είμαι βέβαιη ότι δεν θα την πάλευα. Είχα εφιάλτες, παραισθήσεις, οράματα, πόνους, αφόρητους πόνους. Εκεί είπα ότι ναι, θα την παλέψω. Οτι δεν θέλω να πεθάνω.

– Γιατί δεν ήθελες να πεθάνεις;
Για τη μάνα μου…

– Δεν μου αρέσει αυτό που μου λες τώρα…
Αυτή είναι όμως η αλήθεια. Οταν συνήλθα η πρώτη εικόνα που αντίκρισα ήταν τα γεμάτα τρόμο και πανικό μάτια της μάνας μου, μάτια που δεν θα άντεχα να ζωγραφιστούν κατ’ αυτό τον τρόπο ποτέ ξανά.

– Τις προηγούμενες φορές που είχες ξαναμπεί στο νοσοκομείο είχες συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασής σου;
Οχι. Προσπαθούσα, ερχόμουν κοντά, άγγιζα το πρόβλημά μου και ξανάφευγα. Καταλάβαινα ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι έπρεπε να προσέξω, αλλά ήμουν σε φάση «εντάξει, μωρέ, τώρα…». Στην αρχή δε, νόμιζα ότι είμαι μια χαρά. Αυτή ήταν η διαταραχή μου.

– Αυτά που έλεγες και πόσταρες ότι τρως ήταν ψέματα έτσι;
Δεν έτρωγα όσο έπρεπε, ούτε όταν έπρεπε. Μπορεί τη μια μέρα να έτρωγα κανονικά, την επομένη τίποτα και την παράλλη να τσιμπούσα κάτι.

– Η εικόνα σου ήταν τρομακτική. Σου άρεσε;
Τα πρώτα χρόνια, ναι, μου άρεσε. Μου έλεγαν «μα πώς αδυνάτισες έτσι!» και αντί να ανησυχήσω, κολακευόμουν κιόλας! Και μόνο η λέξη «αδυνάτισες» με έπνιγε σε κύματα ευφορίας. Μετά, σταμάτησα να χαίρομαι, αλλά δεν άλλαξε μέσα μου κάτι ουσιαστικό. Απλώς ήθελα να μη μου το λένε. Δεν μπορούσα να πάρω την απόφαση να το αλλάξω και την ιατρική βοήθεια που μου δόθηκε στην αρχή δεν κάθισα να την πάρω στα σοβαρά. Για να το κάνω έπρεπε να πιάσω πάτο… Από κει και ύστερα θέλω να πω κάτι: Η ανορεξία, πέρα από τραγικές στιγμές, μου έφερε και κάποια καλά πράγματα: ανθρώπους που δεν θα είχα γνωρίσει και που σήμερα είναι πάρα πολύ καλοί μου φίλοι.

– Από τον χώρο της σόουμπιζ υπήρξαν τέτοιοι άνθρωποι;
Ναι και δεν έχω κανένα παράπονο. Ωστόσο, οι άνθρωποι που στάθηκαν πραγματικά δίπλα μου δεν είναι ονόματα της πρώτης γραμμής. Της δεύτερης είναι. Ξέρεις, στα δύσκολα η δευτεράντζα θα ενδιαφερθεί για σένα πολύ περισσότερο από την πρωτάντζα και, το κυριότερο, θα το πράξει αθόρυβα.

– Οι έρωτες, οι δύο σου σύζυγοι, στάθηκαν δίπλα σου;
Και με το παραπάνω. Τι να λέμε… Οσα πέρασαν δίπλα μου ήταν πάρα πολύ δύσκολα και άδικα. Από ένα σημείο και μετά παραδόθηκα κι έτσι παραδόθηκαν και οι σχέσεις μου. Δεν το πάλεψα, δεν το προσπάθησα καν. Η μαύρη αλήθεια είναι ότι δεν θέλω, ποτέ δεν ήθελα να είμαι παντρεμένη. Είμαι από τις γυναίκες που τους αρέσει να μένουν μόνες. Τότε δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Πίστευα ότι θέλω να κάνω μια οικογένεια τύπου «Μικρό σπίτι στο λιβάδι», αλλά στην πραγματικότητα ούτε γάμους ήθελα, ούτε παιδιά.

– Ολο αυτό μου ακούγεται παράξενο. Σαν διχασμένη προσωπικότητα…
Ημουν διχασμένη γιατί είμαι παιδί χωρισμένων γονιών και όλο αυτό το κεφάλαιο των σχέσεων το είχα μέσα μου πολύ μπερδεμένο. Ενα μεγάλο κουβάρι…

– Πάμε στην εποχή που ξεκίνησε να μπερδεύεται αυτό το κουβάρι…
Ημουν 8 ετών. Τότε χώρισαν οι δικοί μου. Δυσκολεύτηκα πολύ στη σχέση με τους γονείς μου αλλά σήμερα είμαστε καλά. Χάθηκα τελείως όταν γύρω στα 17 μου η μητέρα μου έφυγε από την Αθήνα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα. Εκεί ξύπνησε το θηρίο μέσα μου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανένα σημάδι, καμία προειδοποίηση. Οσο περίεργο κι αν σου φαίνεται, στο φτιάξιμο της σχέσης με τους γονείς μου βοήθησε η ανορεξία μου, η οποία λειτούργησε σαν μια κραυγή επικοινωνίας απέναντι σε αυτούς τους δύο ανθρώπους. Λανθάνουσα μεν, απαραίτητη δε, για τον δικό μου ψυχισμό.

– Γιατί δεν τους έπιανες να τους πεις τα παράπονά σου; Τον πόνο που επιμελώς έκρυβες μέσα σου από την παιδική σου ηλικία;
Γιατί ο άλλος δεν ακούει έτσι. Για να σε ακούσει, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση, χρειαζόταν ένα σοκ. Σοκαρίστηκαν απόλυτα και οι δύο. Ακόμη δεν μπορούν να το πιστέψουν αυτό που μου συνέβη.

– Εχουν ενοχές;
Ναι. Είμαι σίγουρη ότι έχουν πάρα πολλές ενοχές, το βλέπω από τη συμπεριφορά τους. Εγώ, ωστόσο, δεν θέλω πια να έχουν ενοχές. Τώρα πλέον τους έχω συγχωρέσει για τα λάθη τους και την ψυχική ανακατωσούρα που έφεραν στη ζωή μου.

– Αδέλφια έχεις;
Οι γονείς μου έχουν παιδιά. Εγώ δεν έχω αδέλφια. Δεν έχουμε επαφές.

– Παιδί γιατί δεν θέλεις να κάνεις;
Γιατί δεν θέλω καμία δέσμευση. Τα αίτια είναι βαθιά και ανομολόγητα. Ασε που δεν ξέρω αν μπορώ να σηκώσω οργανικά ένα παιδί. Πρόσφατα έπαθα μια λοίμωξη του αναπνευστικού, κάτι απλό, όπως πολύς κόσμος. Εγώ, όμως, επειδή ο οργανισμός μου είναι επιβαρυμένος έπρεπε να μπω στο νοσοκομείο όπου έμεινα για μια εβδομάδα.

– Το 2007 ξεκινάς να χάνεις. Ανδρα, δουλειά και κυρίως τον εαυτό σου. Δεν χτυπάει μέσα σου κανένα καμπανάκι;
Οσο περίεργο κι αν σου φαίνεται, δεν μπορώ να θυμηθώ τι ακριβώς σκεφτόμουν τότε. Εμαθα να ζω στην κόψη του ξυραφιού. Πάντα στο όριο. Πάντα για τη στιγμή.

– Εκτός από κιλά τι άλλο έχασες στην πορεία αυτής της διαδρομής;
Την υπομονή μου. Δεν έχω πλέον περιθώρια για μπούρδες.

– Επίγνωση της ομορφιάς σου είχες ποτέ;
Ποτέ! Ούτε αυτοπεποίθηση είχα και σε αυτό ευθύνονται και οι γονείς μου. Γι’ αυτό να τα θαυμάζετε τα παιδιά σας και να τους το λέτε δυνατά!

– Καθρέφτη δεν είχες;
Είχα, αλλά δεν έβλεπα τίποτε το εξαιρετικό. Ολες οι άλλες κοπέλες μού φαίνονταν πάντα πιο όμορφες από μένα.

– Τι τίτλο θα έδινες στη χρονιά που ακολούθησε από τη στιγμή που βγήκες από την Εντατική;
Ωραία χρονιά. Με ανθρώπους πολύ αξιόλογους και ουσιαστικούς γύρω μου.

– Πόσα κιλά πήρες από τότε;
Δεν ζυγίζομαι. Στην αρχή μού έλεγε ο γιατρός, αλλά δεν με ενδιέφερε, κι έτσι έπαψε να μου λέει. Ας φτιαχτούν πρώτα ορμονολογικά και αιματολογικά θέματα και θα έρθουν με το καλό και τα κιλά.

– Εκανες πολλά χρόνια ψυχανάλυση. Αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει;
Ναι, αλλά αν ανά πάσα στιγμή αισθανθώ την ανάγκη να μιλήσω, δεν θα διστάσω να τηλεφωνήσω στον γιατρό μου.

– Σήμερα εργάζεσαι;
Ναι, είμαι αρχισυντάκτρια σε ένα γυναικείο site, στο ladyslife.gr, στο οποίο γράφω πολύ, εκφράζομαι, επικοινωνώ και αγαπώ πολύ αυτό που κάνω.

– Ωστόσο έχεις δηλώσει ότι «αν γύριζε ο χρόνος πίσω δεν θα επέλεγα αυτή τη δουλειά». Γιατί;

Διότι δεν ήταν ο χαρακτήρας μου για αυτή τη δουλειά. Δεν είμαι άνθρωπος του ανταγωνισμού και της πίεσης. Είμαι συναισθηματική και υποστηρικτική, χαρακτηριστικά που αν έχεις σε αυτή τη δουλειά, οι άλλοι σε πατάνε. Ουδέποτε μου άρεσαν οι ψευτοκολακείες και οι δημόσιες σχέσεις. Πιέστηκα ως προς τη γενικότερη συμπεριφορά που έπρεπε να επιδεικνύω. Οτι έπρεπε να συναναστρέφομαι με άτομα που δεν ήθελα καν να ξέρω. Πρόσωπα που θεωρούσα και θεωρώ μιάσματα της κοινωνίας και σιχαμένα όντα. Δεν καταλάβαινα, για παράδειγμα, γιατί έπρεπε να κάνω την ευγενική στον κάθε σιχαμένο, γλίτσα, πορνοδιαστροφικό και ξεφτίλα παραγωγό και να πάω και στα γενέθλιά του στο τάδε κλαμπ.

– Τι δουλειά θα ήθελες ιδανικά να κάνεις σήμερα;
Αεροσυνοδός, πράγμα αδύνατο γιατί είμαι κοντή. Θα ήθελα να βλέπω νέους τόπους, νέα πρόσωπα, νέες ζωές.

– Εχεις εκφράσει τελευταία πολλές φορές τη στήριξή σου στον Κυριάκο Βελόπουλο. Πώς προέκυψε αυτό;

Τελευταία ασχολούμαι με τα πολιτικά διότι προβληματίζομαι πάρα πολύ με την κατάσταση γύρω μου, η οποία συνοψίζεται στη φράση «δεν έχω φράγκο». Πολιτική τοποθέτηση προς τη δεξιά κατεύθυνση είχα πάντα. Ο Βελόπουλος, ωστόσο, μου τράβηξε το ενδιαφέρον λόγω της αγάπης του για την Ελλάδα κι έτσι, όταν είπε ότι θα ιδρύσει κόμμα, του χτύπησα την πόρτα, την οποία και μου άνοιξε με μεγάλη χαρά. Μου αρέσει που είναι οικογενειάρχης και πατριώτης, όπως επίσης το ότι πιστεύει πολύ στην ορθοδοξία και στον Θεό, στον οποίο πιστεύω και εγώ πολύ. Είμαι γκρούπι του!

– Γιατί πιστεύεις;
Γιατί έχω ανάγκη να πιστέψω, ιδιαίτερα μετά από μια μεταφυσική εμπειρία που έζησα όταν βρισκόμουν στην Εντατική. Οσο γραφικό κι αν σου φαίνεται, όταν ήμουν σε κώμα τα είδα όλα: και τα τούνελ και τα φώτα και όλη αυτή την κρυστάλλινη αίσθηση. Ενιωθα ότι προσπαθούσα να πάω προς τη λάμψη. Ενιωθα ηρεμία, αγαλλίαση, ανακούφιση. Οπωσδήποτε υπάρχει κάτι μετά. Κοινωνώ, εκκλησιάζομαι, εξομολογούμαι, πηγαίνω στα μοναστήρια και έχω τον πνευματικό μου, ο οποίος με έχει βοηθήσει πολύ.

– Αν ερχόταν μια νεράιδα και σου έλεγε «Νανά, έχω τη δύναμη να σε επιστρέψω σε όποια ηλικία της ζωής σου μου πεις», ποια ηλικία θα επέλεγες;
Στο μηδέν! Θα ήθελα να τα ζήσω όλα από την αρχή. Να τα διαγράψω όλα. Θα τα άλλαζα όλα και πόσο όμορφα θα ήταν τότε…

Με τον σύζυγό της Γιάννη Κωτσόπουλο την ημέρα του γάμου τους


«Μόνο ωραίες φωτογραφίες να επιλέξουν για μένα, βρε φιλενάδα»

Η προσωπική διαδρομή της Νανάς από την εποχή του ντεμπούτου της ως κορίτσι-θαύμα της τηλεόρασης μέχρι το τραγικό της τέλος στο οποίο έφτασε παρέα με τον μοναδικό πιστό της σύντροφο και σύμβουλο: την ψευδαίσθηση ότι θα ζήσει κρύβοντας την αλήθεια από τους άλλους, αλλά κυρίως από τον ίδιο της τον εαυτό

Πέμπτη 22 Ιουνίου, ώρα 10 το πρωί. Σε κάποιο τραπέζι ενός καφέ, ακριβώς απέναντι από τον ηλεκτρικό σταθμό στα Κάτω Πατήσια, με περιμένει η Νανά: «Ναι, θέλω πολύ να σου μιλήσω, με χαρά! Θα μου δώσεις, όμως, λίγο χρόνο, 15 μέρες το λιγότερο, και θα είμαι στη διάθεσή σου.

Φυσικά δεν μιλάω πουθενά ενδιάμεσα!» ήταν η απάντησή της στην πρότασή μου για συνέντευξη στις 6 Ιουνίου. Τώρα η Νανά, συνεπής στην υπόσχεσή της, στέκει απέναντί μου. Μου απλώνει το χέρι της χωρίς να σηκωθεί και η πρώτη της ατάκα επικεντρώνεται στα κιλά μου: «Είσαι πολύ αδύνατη, ρε κορίτσι. Περίπου σαν κι εμένα. Πριν ανοίξεις το μαραφέτι και αρχίσεις να γράφεις πρέπει επειγόντως να παραγγείλουμε κάτι να φάμε». Δεν είμαι σαν κι εκείνη, αλλά η Νανά έτσι θέλει να το βλέπει, κι εγώ δεν θέλω να της χαλάσω το χατίρι σπάζοντας απότομα τον προσωπικό της παραμορφωτικό της καθρέφτη. Στο τραπέζι φτάνουν κρουασάν, τυρόπιτες «και ό,τι άλλο έχετε γιατί πεινάμε». Δεν τρώει. Τσιμπολογάει μόνο ανάμεσα σε τσιγάρα που ανάβει και σβήνει με μανία το ένα μετά το άλλο. Μέχρι να πατήσω το rec στο μαραφέτι είναι γελαστή, φωνακλού, κάνει πλάκα με τη «φτώχεια» μας και όνειρα για τις καλοκαιρινές διακοπές. Της λέω να πάμε σε κάποιο απόμερο τραπέζι για να μη μας ακούν. Δεν θέλει: «Τώρα πια δεν έχω να κρύψω τίποτα. Ας με ακούσει όλος ο ντουνιάς. Αρκετά πια με τα ψέματα και το κοροϊδιλίκι».

Πατάω το rec. Η εικόνα της αλλάζει. Γίνεται σοβαρή, σκυθρωπή, ένα πρόσωπο συνοφρυωμένο από ρυτίδες ταλαιπώριας. Σκάει χαμόγελα μόνο όταν μιλάει για το σήμερα και το αύριο. Για τη δουλειά της ως αρχισυντάκτρια στο ladyslife.gr, για τις βόλτες της στην ταβέρνα της «αδελφής» της τής Λίας στον Ωρωπό, για το όνειρό της να δυναμώσει κι άλλο ώστε να μπορέσει να σταθεί όρθια δίπλα σε γυναίκες γονατισμένες από τη νευρική ανορεξία, για το κακό που τη βρήκε και κατάφερε να του τη «σκαπουλάρει», για τα 60 κιλά «που σ’ τ’ ορκίζομαι ότι θα φτάσω». Κάθε φορά που η κουβέντα γλιστράει, όμως, στο χθες, η Νανά μοιάζει να παραπαίει. Θρυμματίζει τα κρουασάν, ρουφάει τα τσιγάρα, κουνάει νευρικά το πόδι της, κρατάει το κεφάλι πίσω για να μην κατρακυλήσουν τα δάκρυα στα μάτια. Την πονάνε οι γονείς της, αν και τώρα πια τους έχει συγχωρήσει. Η συγχώρεση ωστόσο δεν απαλύνει πάντα τον πόνο που κρύβουμε μέσα μας. Το καταλαβαίνει ότι το σκέφτομαι -είναι πολύ έξυπνη- και τώρα τα δάκρυα κυλούν ελεύθερα στο πρόσωπό της.

Τα σκουπίζει βιαστικά, χωρίς συγγνώμες, με τη βουβή παράκληση να μην την πονέσω άλλο. Η πληγή ωστόσο έχει ανοίξει και μαζί με αυτή μνήμες που έγιναν ασθένεια, εικόνες που μεταμόρφωσαν το πληθωρικό κορίτσι σε θλιβερή σκιά. Τα δάκρυα στερεύουν μαζί τους και οι ερωτήσεις για το χθες. «Στο αύριο πάμε. Στο αύριο πήγαινέ με, σε παρακαλώ». Τέλος χρόνου, πληθώρα λέξεων, ποτάμι συναισθημάτων. Πατάω το stop. Γελάει ξανά δυνατά. Μεγαλύτερη μπουκιά κρουασάν, δυνατότερη φωνή, «Ελα να βγάλουμε μαζί φωτογραφία να την ανεβάσω στο Facebook. Σε πειράζει;». Χαμογελάει δυνατά. Μοιάζει όμορφη. Είναι όμορφη. Μοιάζει καλά. Δεν είναι καλά. «Μια χάρη μόνο. Τώρα που θα σηκωθούμε να φύγουμε, πάρε με μια αγκαλιά γιατί δεν μπορώ να σταθώ καλά στα πόδια μου. Νιώθω εξαντλημένη. Μην το πεις πουθενά».

Βγαίνουμε αγκαλιασμένες στην Αχαρνών. Φιλί στο μάγουλο, αγκαλιά όσο την αντέχει. Φοβάμαι μην τη σπάσω. Τρέμω μην την πονέσω ξανά. «Ανυπομονώ να διαβάσω όσα σου είπα στο “Πρώτο Θέμα”. Πολύ την αγαπώ αυτή την εφημερίδα. Μην το κάνεις, όμως, δακρύβρεχτο. Χαρά θέλω να δώσουμε στον κόσμο. Μου το υπόσχεσαι;». Της το υπόσχομαι. Για λίγο. Για μερικά μόνο 24ωρα. Δεν με άφησες, ρε Νανά, να δώσουμε χαρά στον κόσμο. Για ακόμη μία φορά έκανες του κεφαλιού σου…

Κάποτε στο NEW CHANNEL…

NEW CHANNEL, 1995. Ενα ξανθό πανέμορφο κορίτσι χορεύει κάτω από τους ήχους του αγαπημένου του τραγουδιού: «Με λένε Πόπη». Στο ρεφρέν, η φωνή της δυναμώνει, το ίδιο και η κίνησή της, το ίδιο και τα χαμόγελα όσων τυγχάνει να βρίσκονται εκείνη τη στιγμή στους διαδρόμους του καναλιού. Η Νανά τώρα δεν τραγουδάει απλώς, ξεφαντώνει μέσα στην ανεμελιά της νιότης, πίσω από την αισιοδοξία των στίχων, μπροστά στους πάντες: «Ποιο τραγούδι να σου στείλω να ’ναι κόκκινο σαν φύλλο, στα μαλλιά σου να καθίσει, σαν πουλί να κελαηδήσει και γλυκά-γλυκά να σε φιλήσει». Ο σκηνοθέτης τής λέει να βιαστεί, σε λίγο θα είναι στον αέρα για την παρουσίαση κάποιας μουσικής εκπομπής. «Είσαι έτοιμη, Νανά;». Ερώτηση περιττή. Η Νανά πάντα είναι έτοιμη. Δεν θέλει κείμενο, δεν θέλει ON, δεν χρειάζεται συστάσεις, ούτε υποδείξεις. Από την πρώτη στιγμή που πέρασε το casting οι ιθύνοντες μιλούσαν για το κορίτσι-θαύμα της τηλεοπτικής οθόνης καθώς μέσα σε δευτερόλεπτα έλεγε με ασύλληπτη ταχύτητα τα πάντα σαν να μην υπήρχε μπροστά της κάμερα, σαν να τα είχε μάθει απέξω, σαν να έκανε τηλεόραση χρόνια ολόκληρα.

Οχι, το 16χρονο κορίτσι δεν είχε σταθεί ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή μπροστά στο γυαλί. Εκείνο τη λάτρεψε, εκείνη το ακολούθησε με το γοργό και αυθάδικο βήμα της νιότης που όλα τα μπορεί. Νοσηλεύτρια ήθελε να γίνει, μετά μοντέλο. Είναι μόλις 15 ετών όταν με ένα αθώο ψέμα -ότι έχει κλείσει τα 18- γράφεται σε κάποιο πρακτορείο μοντέλων για να ακολουθήσει το casting στο NEW CHANNEL που της ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της μικρής οθόνης. Η Νανά «πουλάει». Η Νανά πρέπει να ανέβει. Σε άλλο πόστο, σε άλλο επίπεδο, σε άλλη εκπομπή. Λίγο καιρό αργότερα η «προαγωγή» συντελείται. Η Νανά παίρνει τη θέση της δημοσιογράφου Ανθής Βάρρα στην εκπομπή «Μύθοι και πραγματικότητα» του Δημήτρη Παπανώτα με τον οποίο γίνονται αχώριστοι. Μαζί του συνεργάζεται και στην πρωινή εκπομπή του Kiss FM. Ολα στη ζωή της φαντάζουν κάτι παραπάνω από καλά. Πρωταγωνιστεί σε σίριαλ, δέχεται βροχή προτάσεων για συνεργασία από πρωτοκλασάτα κανάλια, έχει τους φίλους της και μια ζωή ολόκληρη μπροστά της. Το μόνο που ενδεχομένως αγνοεί μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι το τέρας που στέκει πίσω της έτοιμο να της επιτεθεί και να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις της για 10 ολόκληρα χρόνια.

Τα πρώτα σημάδια κατάρρευσης και η αντίστροφη μέτρηση

Αρχές του 2000 η Νανά βρίσκεται στο ALTER και στο πάνελ της Τατιάνας, την οποία ακολουθεί μετά στον ANT1. Το 2004 ο γάμος της με τον Γιώργο Στάση και κουμπάρο τον κολλητό της Δημήτρη Παπανώτα γίνεται θέμα σε lifestyle στήλες και μεσημεριανές εκπομπές. Ωστόσο το ίδιο συνέβη και με τον χωρισμό της από τον Γιώργο, περίπου έναν χρόνο αργότερα. Οταν εκείνος κατάλαβε το αυτοκαταστροφικό μονοπάτι στο οποίο βάδιζε η Νανά, μια που ουκ ολίγες φορές τα βράδια στο σπίτι τους την είχε δει να βγάζει στην τουαλέτα ό,τι είχε φάει λίγο πριν, της πρότεινε να τη βοηθήσει. Εκείνη όμως δεν δέχεται. Του λέει ότι είναι καλύτερα να φύγει. Να την αφήσει μόνη…

Στην αντίπερα όχθη τα επαγγελματικά της τραβούν την ανιούσα. Ολοι στο κανάλι του Αμαρουσίου μιλούν για ένα ανερχόμενο τηλεοπτικό αστέρι. Ετσι, το επόμενο επαγγελματικό της στοίχημα δίνεται στον «Πρωινό Καφέ» με παρουσιάστρια τότε την Ελεονώρα Μελέτη. Ωστόσο ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα οι κοντινοί της άνθρωποι και οι συνάδελφοί της παρατηρούν ότι κάτι δεν πάει καλά. Το γεύμα της Νανάς στο γραφείο είναι σε καθημερινή βάση ένα πράσινο μήλο, που μετά γίνεται μισό και ύστερα τίποτα. Ενίοτε κάνει ότι τρώει. Μια τυρόπιτα, ένα σάντουιτς, ένα παγωτό, μόνο και μόνο για να κλείνει τα στόματα που τη ρωτούν: «Νανά, γιατί αδυνάτισες έτσι; Τι σου συμβαίνει;». Εκείνη απαντά σταθερά: «Αφήστε με ήσυχη! Δεν αδυνάτισα! Να, σαν την Πολυκάρπου (σ.σ.: την τηλεοπτική της παρτενέρ στις “Kουτσομπόλες”) είμαι». Οχι, δεν είναι σαν την Πολυκάρπου, στην οποία συχνά πυκνά λέει: «Ελενα, τώρα που τα πάμε τόσο καλά, πρέπει να αδυνατίσουμε. Η τηλεόραση δεν θέλει τις παχουλές». Η Ελενα της λέει να συνέλθει. Ομως η Νανά δεν την ακούει. Το μέγεθος της ύπουλης αρρώστιας της, τής υπαγορεύει ότι όποιος δεν την καταλαβαίνει είτε τη ζηλεύει είτε τη μισεί…

Είναι Μάρτιος του 2007 όταν μια ρεπόρτερ της εκπομπής βλέπει στην τουαλέτα υπολείμματα από το μυστικό της Νανάς. Οι ιθύνοντες του καναλιού, που για μεγάλο χρονικό διάστημα δίνουν εντολή στις στυλίστριες να της φορούν τρεις και τέσσερις μπλούζες τη μία πάνω από την άλλη για να μη φαίνεται η αδυναμία της, την καλούν και την ενημερώνουν ότι έχει μια τελευταία ευκαιρία να «συμμορφωθεί» και να συνέλθει. Η εικόνα της δεν προκαλεί τρόμο μόνο στα διευθυντικά στελέχη του καναλιού, αλλά και στους τηλεθεατές και σε γιατρούς οι οποίοι μέσω email και επιστολών προειδοποιούν για την κάκιστη κατάσταση της Νανάς. Η Τατιάνα Στεφανίδου μαζί με τον παραγωγό Στέλιο Αντωνιάδη οδηγούν τη Νανά σε κλινική προκειμένου να επανέλθει. Εκείνη δεν συνέρχεται και το συμβόλαιό της με το κανάλι δεν ανανεώνεται.

Εχει μπει πια στον δρόμο χωρίς επιστροφή. Η επόμενη τηλεοπτική της στέγη είναι το STAR, τον Σεπτέμβριο του 2008 και το πάνελ της Χριστίνας Λαμπίρη. Η Νανά ορκίζεται σε όλους ότι έχει πλέον συνέλθει, ότι τρώει κανονικά, ότι «ναι, το έχω παρακάνει και πρέπει να επιστρέψω στα φυσιολογικά». Για μία ακόμα φορά λέει ψέματα. Ο φίλος της Θοδωρής Ρακιντζής την παρακολουθεί κρυφά να τρέχει στην τουαλέτα και να βγάζει ό,τι έχει φάει. Της το λέει, εκείνη του θυμώνει και εκείνος απτόητος της απαντά: «Θα σε μαλώνω μέχρι να συνέλθεις».

Παράλληλα η Χριστίνα Λαμπίρη τής μιλάει, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να τη βοηθήσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Κάποια στιγμή ο έρωτας μπαίνει ξανά στη ζωή της στο πρόσωπο του μικρότερου σε ηλικία από εκείνη Γιάννη Κωτσόπουλου, η οικογένεια του οποίου διαθέτει εταιρεία καθαρισμού κτιρίων, με τον ίδιο να δουλεύει και ως delivery σε πιτσαρία προκειμένου να μη λείψει τίποτε στη Νανά. Ολοι στο κανάλι πιστεύουν ότι αυτός ο έρωτας μπορεί να είναι η ευκαιρία για ανάκαμψή της. Το ίδιο υποστηρίζει και η Νανά, η οποία φοράει ένα λευκό μίνι νυφικό και με μάρτυρες τη Χριστίνα Λαμπίρη και τον Θοδωρή Ρακιτζή παντρεύεται τον Γιάννη στο δημαρχείο Αμαρουσίου. Αποκαλεί τον πατέρα του «μπαμπά» και κάνει τατουάζ με το όνομά του στο χέρι της. Ολα ένα ψέμα. Η Νανά μέρα με τη μέρα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Η Χριστίνα Λαμπίρη το παρατηρεί, μιλάει στους ιθύνοντες του καναλιού και τότε εκείνοι τη στέλνουν για νοσηλεία σε μεγάλο νοσοκομείο της Αττικής υπό τον όρο «θα επιστρέψεις πίσω στο κανάλι όταν γίνεις καλά». Η Νανά δεν επιστρέφει ποτέ. Χάνεται απ’ όλους μαζί με τα φαντάσματά της.

Το ημερολόγιο γράφει πλέον 2012 όταν στο θέμα της Νανάς επανέρχεται η Τατιάνα Στεφανίδου σοκαρισμένη από την εικόνα της. Στην εκπομπή αυτή προβάλλεται παλαιότερη συνέντευξη της Νανάς στην Τατιάνα όπου ομολογεί: «Οταν ήμουν μικρή η μαμά πάντα με μάλωνε όταν το παράκανα με τα παγωτά. Αργότερα, πολύ αργότερα, ξεκίνησα να περιορίζω τις ποσότητες του φαγητού που έτρωγα. Πάντα είχα εμμονή με τα κιλά μου και με τα κιλά όλου του κόσμου. Το έψαχνα με τις θερμίδες, τι παχαίνει και όλα αυτά. Στην αρχή έτρωγα γλυκό μία φορά την εβδομάδα, μετά μισό, μετά το μετάνιωνα, αλλά όλα αυτά γυναικεία, χαριτωμένα. Από την εφηβεία είχα αρχίσει να αγχώνομαι. Ναι, και η μαμά μου αγχωνόταν. Οταν ήμουν στο Δημοτικό οι γονείς μου χώρισαν. Ναι, πάντα είχα άγχος αν με αγαπάνε. Δεν ήθελα να απογοητεύσω τους δικούς μου. Μου άρεσε που όταν ήμουν στο νοσοκομείο ασχολούνταν όλοι μαζί μου, όλοι ενδιαφέρονταν για μένα». Παρά το ενδιαφέρον όλων, όλοι καταλαβαίνουν ότι η Νανά δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματός της, το τέρας της ασθένειας που καθημερινά της τρώει τις σάρκες. Η Νανά λέει πάντα ψέματα. Σε όλους και κυρίως στον εαυτό της, κάτι που παραδέχτηκε και στην τελευταία συνέντευξή μας: «Πίστευα ότι ήμουν μια χαρά. Οτι όλοι τότε ήταν υπερβολικοί. Οχι, αν θέλεις την αλήθεια, τίποτε δεν ακολούθησα απ’ όσα μου είπαν οι γιατροί. Και τους ψυχολόγους τούς άλλαζα σαν τα πουκάμισα»

Η Νανά αδυνατίζει ολοένα και περισσότερο, γίνεται φάντασμα του εαυτού της, μια σκιά ζωής, μια υποψία γυναίκας. Το σκελετωμένο της κορμί βάφεται με σολάριουμ και το αποστεωμένο της πρόσωπο με έντονο μακιγιάζ την ώρα που ντεμακιγιάρεται κάθε ελπίδα για ανάκαμψη. Οι φωτογραφίες που ανεβάζει στα social media προκαλούν τρόμο, τα αποθεωτικά σχόλια των «φίλων» της αηδία, οι συνεντεύξεις της και τα λουκούλλεια γεύματα που υποδύεται ότι τρώει λύπη και αγωνία για το μέλλον της κούκλας που έχει μεταμορφωθεί σε σκιάχτρο. Οσοι την αγαπούν της λένε την αλήθεια. Οσοι της λένε την αλήθεια, κόβονται από τη ζωή της. Το καλοκαίρι του 2013 γίνεται γνωστός ο χωρισμός της από τον δεύτερο σύζυγό της. Η Νανά είναι κατάμονη και σε μια κατάσταση χειρότερη από ποτέ. Ολοι τώρα τη θέλουν στις εκπομπές τους. Οχι για συνεργασία, αλλά για νούμερα τηλεθέασης. Η Νανά πουλάει! Γίνεται κεντρικό θέμα σε εκπομπές, πρωτοσέλιδο σε εφημερίδες, εξώφυλλο σε περιοδικά. Αισθάνεται δικαιωμένη. Κάποιοι την πρόσεξαν, κάποιοι την «αγαπούν». Στα λόγια των φίλων της αλλά και στα δικά της η Νανά δεν ξερνάει από μέσα της τις τροφές αλλά -όπως υποστηρίζει- τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, την αγάπη που θεωρούσε ότι δεν έλαβε από τους γονείς της ως παιδί. Οσο λιώνει, τους εκδικείται. Και όσο τους εκδικείται, λιώνει. Το παιχνίδι το γνωρίζει και παρά τη βέβαιη ήττα της το συνεχίζει…

Η τελική πτώση και το τραγικό φινάλε

Τώρα πια κανείς δεν τη θέλει στη δουλειά του: «Δεν είχαν άδικο», θα μου πει προ ημερών στην τελευταία της συνέντευξη «Οσο κι αν ήθελαν, δεν μπορούσαν πλέον να με εμπιστευθούν. Δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Ούτε παράπονα έχω. Είμαι πλέον ήσυχη».

Η Νανά καταρρέει οικονομικά. Στα τέλη του 2013 χτυπάει την πόρτα ενός φίλου της, του κομμωτή Θοδωρή Οικονομάκη, ο οποίος διατηρεί κομμωτήριο στα βόρεια προάστια. Του ζητά να κάνει τα πάντα, οποιαδήποτε δουλειά, ακόμη και να καθαρίζει. Ο Θοδωρής τής ανοίγει την πόρτα και τη βάζει στη reception του κομμωτηρίου. Η Νανά δεν τα βγάζει πέρα ενώ συνεχίζει να βγάζει στην τουαλέτα οτιδήποτε βάζει στο στόμα της. Οταν σωριάζεται στο πάτωμα, ο Θοδωρής τής λέει να αναλάβει το site του κομμωτηρίου. Εκείνη δέχεται με χαρά, αλλά στα μέσα του 2015 διαπιστώνει με λύπη ότι δεν μπορεί να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις της.
Θα κάνει κάποιες δουλειές του ποδαριού ενώ συνεχίζει να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία.

Το μαθαίνουν λίγοι, το συζητούν ακόμη λιγότεροι μέχρι τη στιγμή που πέρσι τον Μάιο μεταφέρεται εσπευσμένα στην Εντατική με πολυοργανική ανεπάρκεια. Ολοι τότε μιλούν για το βέβαιο τέλος της. Για τη χαμένη της μάχη. Για την απόλυτη ήττα. Είκοσι μέρες μετά επανέρχεται στη ζωή αλλά όχι στην πραγματικότητα. Δεν τρώει όσο πρέπει, δεν προσέχει όσο χρειάζεται, δεν ακούει όσο κι αν της φωνάζουν εκείνοι που την αγαπούν. Λίγους μήνες μετά την επιστροφή της στη ζωή χτυπάει την πόρτα του Κυριάκου Βελόπουλου, ο οποίος της δίνει δουλειά χρίζοντάς την αρχισυντάκτρια στο site ladyslife.gr. Οι γονείς της είναι στο πλάι της.

Τα απωθημένα της υποχωρούν, τα προβλήματα της υγείας της, όμως, όχι. Αν είχε ακούσει πιο νωρίς τους γιατρούς, αν είχε συγχωρήσει πιο μπροστά τους δικούς της, αν είχε αγαπήσει πιο βαθιά τον εαυτό της, σήμερα μπορεί και να ζούσε: «Οι γονείς της, η Αρετή και ο Πάρης, είναι συντετριμμένοι», λέει στο «ΘΕΜΑ» η κολλητή φίλη της Νανάς, Λία Κολιμάτση, και συνεχίζει: «Είμαστε μάνες, είμαστε γονείς και όλοι μπορεί να κάνουμε λάθη. Ναι, ίσως να έκαναν και εκείνοι λάθη απέναντι στη Νανά, όμως όλο αυτό το διάστημα, από την αρχή του προβλήματός της, στάθηκαν δίπλα της. Η Νανά, όμως, έκρυβε μέσα της για μεγάλο διάστημα μεγάλο θυμό. Οταν η μητέρα της προσπάθησε να τη βάλει με το ζόρι στο νοσοκομείο έφτασε στο σημείο να της κάνει ως και ασφαλιστικά μέτρα. Και στην Κέρκυρα την ήθελε μαζί της, αλλά η Νανά δεν πήγαινε. Η Νανά ήταν το κοριτσάκι μου, η κούκλα μου, αλλά οι αλήθειες πρέπει να λέγονται. Την τελευταία φορά που την είδα ήταν την περασμένη Κυριακή στον Ωρωπό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τελευταία της φράση: “Την άλλη Κυριακή θα πάρουμε το ‘ΘΕΜΑ’, θα διαβάσουμε μαζί τη συνέντευξη και θα γελάμε. Μόνο ωραίες φωτογραφίες να επιλέξουν για μένα βρε φιλενάδα. Μόνο ωραίες φωτογραφίες”…».

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!