
Είναι μια λέξη που ξεστομίζουμε σχεδόν μηχανικά – τόσο οικεία και «ριζωμένη» στην καθημερινή μας γλώσσα, που σπάνια αναρωτιόμαστε για την επίδρασή της.
Τη χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε αντικείμενα, καταστάσεις, ακόμα και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Κι όμως, όπως επισημαίνουν ειδικοί στην ψυχολογία και την αυτοβελτίωση, αυτή η φαινομενικά αθώα λέξη μπορεί να λειτουργεί ύπουλα: να υπονομεύει την επιτυχία μας, να ενισχύει τη μοιρολατρία και, τελικά, να φέρνει μια… ανεξήγητη αρνητικότητα στην καθημερινότητά μας.
Ποια είναι λοιπόν αυτή η ύπουλη λέξη που πολλοί από εμάς εκφέρουμε άκριτα, μέρα με τη μέρα; Δεν είναι κάποια βρισιά, ούτε κάποια λέξη-ταμπού. Είναι η λέξη… «προσπαθώ».
Με την πρώτη ματιά, το «προσπαθώ» μοιάζει να δηλώνει προσπάθεια, θέληση, αγώνα. Στην πραγματικότητα, όμως, κρύβει μέσα της τη δυνατότητα της αποτυχίας, την αμφιβολία και την έλλειψη δέσμευσης.
Έρευνες στην ψυχολογία της κινητοποίησης έχουν δείξει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τους στόχους μας επηρεάζει άμεσα την πιθανότητα επίτευξής τους. Όπως υποστηρίζουν μελέτες στον τομέα της Γνωσιακής Ψυχολογίας, όταν λέμε “θα προσπαθήσω να κάνω κάτι”, ουσιαστικά αφήνουμε ένα παραθυράκι ανοιχτό στην αποτυχία. Υποσυνείδητα, ο εγκέφαλός μας λαμβάνει το μήνυμα ότι υπάρχει η πιθανότητα να μην τα καταφέρουμε, και αυτό μπορεί να μειώσει την αποφασιστικότητά μας και την αυτοπεποίθησή μας. Είναι σαν να δίνουμε στον εαυτό μας την άδεια να αποτύχει, προτού καν ξεκινήσει.
Σκεφτείτε το:
- Αντί να πείτε «Θα προσπαθήσω να χάσω κιλά», πείτε «Θα χάσω κιλά».
- Αντί για «Θα προσπαθήσω να τελειώσω τη δουλειά μέχρι το βράδυ», πείτε «Θα τελειώσω τη δουλειά μέχρι το βράδυ».
- Αντί για «Θα προσπαθήσω να έρθω στο ραντεβού», πείτε «Θα έρθω στο ραντεβού».
Η διαφορά είναι λεπτή αλλά καθοριστική. Η πρώτη διατύπωση υπονοεί αμφιβολία, ενώ η δεύτερη δείχνει δέσμευση και αποφασιστικότητα.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε διαμορφώνει όχι μόνο τον τρόπο που επικοινωνούμε με τους άλλους, αλλά και τον τρόπο που σκεφτόμαστε και λειτουργούμε εμείς οι ίδιοι. Μελέτες στον τομέα της Νευρογλωσσολογίας και της Ψυχολογίας της Αυτο-αποτελεσματικότητας (Self-Efficacy) έχουν τονίσει επανειλημμένα τη σημασία της θετικής και αποφασιστικής γλώσσας στη διαμόρφωση των νευρωνικών οδών στον εγκέφαλο.
Όπως αναφέρει μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Journal of Personality and Social Psychology, οι λέξεις μας δεν είναι απλοί ήχοι. Είναι εργαλεία που χτίζουν την πραγματικότητά μας. Όταν χρησιμοποιούμε λέξεις που υποδηλώνουν αμφιβολία ή αδυναμία, ενισχύουμε τις αντίστοιχες πεποιθήσεις στον εγκέφαλό μας, οδηγώντας συχνά σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες.