Σημειώθηκε αύξηση κατά το ένα τρίτο από την πιο πρόσφατη καταγραφή του περασμένου Αυγούστου,  προσδιορίζοντας ως ιδιαίτερα βαρύ το οικονομικό πλήγμα στις δυτικές εταιρείες από τη ρωσική επέμβαση.

«Καθώς η εισβολή της Ρωσίας συνεχίζεται εν μέσω της παραπαίουσας δυτικής στρατιωτικής βοήθειας και οι κυρώσεις της Δύσης αυξάνονται, οι εταιρείες που εξακολουθούν να στοχεύουν στην έξοδο από τη Ρωσία θα αντιμετωπίσουν πιθανότατα περαιτέρω δυσκολίες και θα πρέπει να αποδεχθούν το ενδεχόμενο μεγαλύτερων ζημιών», δήλωσε ο ο Ian Massey, επικεφαλής του Corporate Intelligence.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, που μόλις πριν από λίγες ημέρες εξασφάλισε την επανεκλογή του, θεωρεί ότι πήρε ξεκάθαρη εντολή από το λαό της Ρωσίας για να επιδιώξει περαιτέρω απομόνωση από τη Δύση. Η Μόσχα απαιτεί εκπτώσεις τουλάχιστον 50% στις πωλήσεις ξένων περιουσιακών στοιχείων και έχει αυστηροποιήσει τις απαιτήσεις εξόδου, αποδεχούμενη συχνά αμοιβές μόλις ενός ρουβλίου.

Μέχρι στιγμής φέτος, έχουν ανακοινωθεί πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στη Shell, την Polymetal International και τη Yandex NV, συνολικού ύψους σχεδόν 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων με εκπτώσεις που φτάνουν το 90%. Την περασμένη εβδομάδα, η Danone ανακοίνωσε ότι έλαβε ρυθμιστικές εγκρίσεις για την πώληση περιουσιακών της στοιχείων στη Ρωσία με τις ζημιές να φτάνουν τα 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια.

Περίπου 1.000 εταιρείες έχουν αποχωρήσει, αν και ορισμένες όπως η Auchan και η Benetton εξακολουθούν να λειτουργούν ή έχουν αναστείλει απλά τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία, σύμφωνα με ανάλυση του Yale School of Management.

Τα ρωσικά αντίμετρα

Οι χώρες της δύσης δέσμευσαν περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια από τα αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος της Τράπεζας της Ρωσίας μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Η Γερμανία εθνικοποίησε το εργοστάσιο της Gazprom, μετονομάζοντας το σε «Safe», ενώ έθεσε το διυλιστήριο της Rosneft στην πόλη Σβεντ υπό γερμανική επίβλεψη.

Η Ρωσία έχει δεσμευθεί ότι θα προβεί σε αντίποινα στις προτάσεις της ΕΕ για την αναδιανομή δισεκατομμυρίων ευρώ από τόκους που έχει συλλέξει από τα δεσμευμένα της περιουσιακά στοιχεία, προειδοποιώντας για καταστροφικές συνέπειες κάνοντας λόγο για «ληστεία» εις βάρος της. Την ίδια ώρα οι δυτικές τράπεζες ανησυχούν για τις νομικές διαμάχες που μπορεί να προκαλέσει οποιαδήποτε κατάσχεση.

Το Ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων, RIA, υπολόγισε ότι η Δύση θα έχανε περιουσιακά στοιχεία και επενδύσεις αξίας τουλάχιστον 288 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εάν η Μόσχα προέβαινε σε αντίποινα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο υπολογισμός βασίστηκε σε στοιχεία που έδειξαν ότι οι άμεσες επενδύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των χωρών της G7, της Αυστραλίας και της Ελβετίας στη ρωσική οικονομία στο τέλος του 2022 ανέρχονταν σε 288 δισεκατομμύρια δολάρια.

Το ίδιο ρεπορτάζ ανέφερε ότι τα κράτη της ΕΕ κατέχουν 223,3 δισεκατομμύρια δολάρια από τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία, εκ των οποίοων 98,3 δισεκατομμύρια κατέχει η Κύπρος, 50,1 η Ολλανδία και 17,3 η Γερμανία. Το Reuters αναφέρει ότι δεν μπόρεσε να επαληθεύσει τα στοιχεία που επικαλείται το RIA.

H σκληρή προσέγγιση της Μόσχας έχει προκαλέσει και σοβαρά προβλήματα στη Ρωσία. Ο δικηγόρος Jeremy Zucker, ειδικός στα θέματα κυρώσεων, δήλωσε ότι ένας μεγάλος αριθμός πελατών της εταιρείας από μεγάλο φάσμα βιομηχανιών, έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει εντελώς τη Ρωσία και πιθανότητα δεν πρόκειται να επιστρέψουν ακόμα και μετά το τέλος των εχθροπραξιών.

Οι εταιρείες που παραμένουν στη Ρωσία

Ένα διάταγμα του 2022 απαγορεύει στους επενδυτές από «μη φιλικές χώρες», αυτές δηλαδή που έχουν επιβάλει κυρώσεις, να πωλούν μετοχές σε σημαντικά ενεργειακά προγράμματα και τράπεζες χωρίς προεδρική έγκριση.

Την ίδια ώρα πολλές εταιρείες που παράγουν καθημερινά καταναλωτικά αγαθά δεν εγκαταλείπουν εντελώς τη Ρωσία, υποστηρίζοντας ότι οι απλοί πολίτες της χώρας βασίζονται στα προϊόντα τους.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Στις εταιρείες που εξακολουθούν να λειτουργούν ή να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία περιλαμβάνονται η Mondelez International, η PepsiCo , η Auchan, η Nestle, η Unilever Reckitt και η British American Tobacco . Άλλες, συμπεριλαμβανομένης της Intesa Sanpaolo, αντιμετωπίζουν γραφειοκρατικά εμπόδια καθώς προσπαθούν να αποχωρήσουν.