Οι κοινοί τραπεζικοί λογαριασμοί μπορεί να αποτελούν ένα χρήσιμο και πρακτικό εργαλείο ωστόσο, πίσω από την απλότητα της πρακτικής αυτής, «κρύβονται» φορολογικές «παγίδες» που μπορούν να οδηγήσουν σε απρόβλεπτες επιβαρύνσεις.
Σύμφωνα με το ισχύον φορολογικό πλαίσιο, η εφορία έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τις κινήσεις των κοινών τραπεζικών λογαριασμών και να διαπιστώνει αν οι αναλήψεις ή οι μεταφορές χρημάτων ανταποκρίνονται στη συνεισφορά κάθε συνδικαιούχου.
Το πρόβλημα ανακύπτει κυρίως όταν ένας από τους συνδικαιούχους, ο οποίος δεν έχει καταθέσει χρήματα στον λογαριασμό, προχωρά σε ανάληψη ή μεταφορά ποσού για προσωπική του χρήση.
Σε αυτή την περίπτωση, η πράξη μπορεί να χαρακτηριστεί ως δωρεά ή γονική παροχή, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση φορολογικών υποχρεώσεων.
Ιδιαίτερα συνηθισμένο είναι το παράδειγμα των κοινών λογαριασμών μεταξύ γονέων και παιδιών. Αν μεταφερθεί χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό σε ατομικό λογαριασμό του παιδιού και δεν έχει προηγηθεί δήλωση στην εφορία, η μεταφορά αυτή μπορεί να θεωρηθεί δωρεά.
Το ίδιο ισχύει και όταν τα χρήματα καταλήγουν σε λογαριασμό όπου το παιδί είναι συνδικαιούχος με τρίτο πρόσωπο, χωρίς να αποδεικνύεται ότι το ποσό χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από τον ίδιο.
Η φορολογική διοίκηση βασίζεται στα στοιχεία που αποστέλλουν οι τράπεζες και μπορεί να διαπιστώσει εάν το ποσό που αναλήφθηκε ή μεταφέρθηκε υπερβαίνει τη συνεισφορά του συγκεκριμένου συνδικαιούχου.
Όταν τα ποσά είναι σημαντικά, ο έλεγχος οδηγεί στην εφαρμογή των διατάξεων περί δωρεών και γονικών παροχών, με υποχρέωση υποβολής δήλωσης μέσω της πλατφόρμας myPROPERTY της ΑΑΔΕ.
Η νομοθεσία προβλέπει ευνοϊκή μεταχείριση για τις χρηματικές γονικές παροχές και δωρεές μεταξύ συγγενών πρώτης κατηγορίας.
Συγκεκριμένα, ποσά έως 800.000 ευρώ μεταξύ γονέων, παιδιών, συζύγων, παππούδων, γιαγιάδων και εγγονιών είναι αφορολόγητα, υπό την προϋπόθεση ότι η μεταφορά γίνεται μέσω του τραπεζικού συστήματος και έχει υποβληθεί η σχετική δήλωση.
Αν κάποια από αυτές τις προϋποθέσεις δεν τηρηθεί, η απαλλαγή χάνεται και ο φόρος μπορεί να επιβληθεί κανονικά.
Σημειώνεται ότι η απλή κατάθεση χρημάτων σε κοινό λογαριασμό δεν συνιστά από μόνη της δωρεά. Η φορολογική υποχρέωση γεννάται μόνο όταν ο μη συνεισφέρων συνδικαιούχος κάνει χρήση των χρημάτων για ίδιο όφελος.
Από τους ενδελεχείς ελέγχους εξαιρούνται συνήθως μικροποσά, καθώς και τα χρήματα που αποστέλλονται για την κάλυψη εξόδων παιδιών που σπουδάζουν στο εξωτερικό, εφόσον υπάρχει σαφής αιτιολόγηση.
Αν η συναλλαγή δεν επιβεβαιωθεί κατά τον έλεγχο ή δεν προσκομιστούν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, επιβάλλεται φόρος από το πρώτο ευρώ.
Οι συντελεστές κυμαίνονται από 10% έως 40%, ανάλογα με τον βαθμό συγγένειας, ενώ ιδιαίτερα αυστηρή είναι η αντιμετώπιση των παροχών σε μετρητά, οι οποίες φορολογούνται αυτοτελώς με συντελεστή 10%, χωρίς αφορολόγητο.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται και στις διαδοχικές δωρεές, όταν τα χρήματα μεταφέρονται μέσω ενδιάμεσων προσώπων με σκοπό να καταλήξουν σε άτομο που δεν ανήκει στην πρώτη κατηγορία συγγένειας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εφορία εξετάζει τον χρόνο και τη σκοπιμότητα των μεταβιβάσεων και, εφόσον διαπιστωθεί καταστρατήγηση της νομοθεσίας, επιβάλλεται φόρος 20% χωρίς αφορολόγητο, ειδικά όταν οι κινήσεις πραγματοποιούνται σε διάστημα μικρότερο των έξι μηνών.