Η συζήτηση για την ηλικία συνταξιοδότησης «επέστρεψε» για ακόμη μία φορά στο προσκήνιο.

Οι αποφάσεις που θα παρθούν έως το τέλος του 2026 θα καθορίσουν εάν και κατά πόσο θα αυξηθούν τα γενικά όρια από την 1η Ιανουαρίου 2027, συνδέοντάς τα με τα στοιχεία προσδόκιμου ζωής και τη δημογραφική εξέλιξη.

Η βασική ιδέα είναι η ευθυγράμμιση της ηλικίας συνταξιοδότησης με τη διάρκεια ζωής μετά τα 65 χρόνια, όπως εφαρμόζεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.

Όσο μεγαλώνει το προσδόκιμο ζωής, τα όρια αυξάνονται, ώστε να εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

Η Αναλογιστική Αρχή θα καθορίσει τις λεπτομέρειες μέσω τριετών αναφορών. Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη, έως το 2030 τα όρια ηλικίας (62 και 67 ετών) ενδέχεται να αυξηθούν κατά περίπου 1,5 έτος.

Παραμένει ανοιχτό αν η προσαρμογή θα γίνει σταδιακά (π.χ. 62,6 το 2027, 62,9 το 2028, 63,5 το 2030) ή σε μία δόση από την 1η Ιανουαρίου 2027.

Τι ισχύει σήμερα
– Συνταξιοδότηση στα 62 έτη με 40 χρόνια ασφάλισης (12.000 ένσημα).
– Συνταξιοδότηση στα 67 έτη με τουλάχιστον 15 χρόνια ασφάλισης (4.500 ένσημα).

Πηγές του υπουργείου τονίζουν ότι προς το παρόν δεν υπάρχει σχέδιο για άμεση αύξηση των ορίων, καθώς η Ελλάδα «κερδίζει χρόνο» χάρη:

– Στα υψηλότερα όρια που είχαν θεσπιστεί το 2013 μετά τις πιέσεις της τρόικας.
– Στην αναπροσαρμογή ενδιάμεσων ορίων σύμφωνα με τον νόμο 4336/2015.

Τρεις βασικοί δείκτες θα επηρεάσουν τις αποφάσεις:

– Δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων: αναμένεται να φτάσει το 60% από 39% σήμερα.
– Δείκτης γήρανσης: για κάθε 170 ηλικιωμένους αντιστοιχούν 100 εργαζόμενοι.
– Δείκτης γονιμότητας: μικρή άνοδος (από 1,3 το 2018 σε 1,5 το 2022), αλλά το ισοζύγιο γεννήσεων–θανάτων παραμένει αρνητικό (-64.706 το 2022).

Η σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής θεωρείται αναγκαία για τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα του συστήματος.

Οι πρώτοι που θα επηρεαστούν θα είναι οι σημερινοί 55άρηδες, που θα αντιμετωπίσουν τα νέα όρια από το 2027 και έπειτα.