Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε φάση ύφεσης, κάτι που επιβεβαιώνεται από τις πρόσφατες δηλώσεις του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος διεμήνυσε πως θα ληφθούν αναπόφευκτα μέτρα, διαφορετικά η κατάρρευση είναι προ των πυλών.

«Ως χώρα, αντιμετωπίζουμε μία από τις πιο δύσκολες φάσεις της σύγχρονης ιστορίας μας.

Ολόκληρη η δυτική κοινότητα αξιών αντιμετωπίζει ίσως την μεγαλύτερη δοκιμασία της, κάτι που έχει άμεσες συνέπειες και για εμάς.

Η γερμανική οικονομία είναι προσανατολισμένη στις παγκόσμιες αγορές και χρειάζεται μια ανοιχτή και βασισμένη σε κανόνες παγκόσμια τάξη», δήλωσε ο κ. Μερτς κατά την διάρκεια της «γενικής» συζήτησης για τον προϋπολογισμό του 2026 που άρχισε σήμερα στην Bundestag.

Επιπρόσθετα, τόνισε ότι «μόνο με μια οικονομία προσανατολισμένη στην ανάπτυξη θα δημιουργήσουμε τους πόρους που χρειαζόμαστε προκειμένου να χρηματοδοτήσουμε τις υποδομές, να εφαρμόσουμε αλληλεγγύη και να εγγυηθούμε την κοινωνική ασφάλιση μακροπρόθεσμα».

«Εργαζόμενοι και εργοδότες, σημείωσε, ανησυχούν βαθιά για τις προοπτικές των θέσεων εργασίας τους και των επιχειρήσεων.

Για αυτό πρέπει να δράσουμε, να κάνουμε κάτι γρήγορα», σημείωσε.

Ο καγκελάριος απέρριψε την κριτική των Πρασίνων και της Αριστεράς ότι η κυβέρνησή του επιδιώκει να διαλύσει το κοινωνικό κράτος.

Υποστήριξε ότι ο στόχος των μεταρρυθμίσεων «δεν είναι η διάλυση του κράτους πρόνοιας, αλλά η διατήρησή του όπως πραγματικά το χρειαζόμαστε» και παραπέμποντας στις επενδύσεις σε υποδομές, σε κατοικίες, σε σχολεία και παιδικούς σταθμούς.

«Όποιος αρνείται αυτές τις μεταρρυθμίσεις, στην πραγματικότητα υπονομεύει τα θεμέλια της κοινωνικής πολιτικής», πρόσθεσε ο κ. Μερτς.

Επιπρόσθετα, ζήτησε «συναίνεση εντός της χώρας για το αναπόφευκτο των αλλαγών, προτού έρθει η κατάρρευση».

Υπογράμμισε ταυτόχρονα ότι «η οικονομία της αγοράς δεν βασίζεται στην αναδιανομή, αλλά στην αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος για όλους».

Σημειώνεται ότι ο Γερμανός καγκελάριος δέχεται τις τελευταίες ημέρες έντονη κριτική για την απόφασή του να μην μεταβεί στη Νέα Υόρκη για την ετήσια Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, αλλά να παραμείνει στο Βερολίνο προκειμένου να ασχοληθεί με τα φλέγοντα εσωτερικά προβλήματα της οικονομίας ενόψει της ψήφισης του προϋπολογισμού για το 2026.