Με συντάξεις πείνας που δεν φτάνουν ούτε για τα βασικά, η πλειοψηφία των Ελλήνων συνταξιούχων προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της.

Άνθρωποι που δούλεψαν σκληρά μια ζωή, στήριξαν οικογένειες και κράτησαν ζωντανή την κοινωνία, σήμερα μετράνε το φαγητό, το ρεύμα και τα φάρμακα. Αντί για ηρεμία, πολλοί επιστρέφουν στην εργασία για να καλύψουν τα κενά που αφήνει η κρατική αδιαφορία.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του συστήματος «Ήλιος», η μέση κύρια σύνταξη γήρατος τον Ιούνιο έφτασε τα 843,63 ευρώ μεικτά. Η μέση επικουρική στα 196,59 ευρώ, και το μέσο μέρισμα μόλις στα 113,26 ευρώ. Έξι στις δέκα κύριες συντάξεις βρίσκονται κάτω από τα 1.000 ευρώ μεικτά, τη στιγμή που το κόστος ζωής εκτινάσσεται.

Παράλληλα, η Πολιτεία θριαμβολογεί για υπερπλεονάσματα 11,5 δισ. ευρώ το 2024, αλλά αρνείται πεισματικά να επιστρέψει τις 13η και 14η συντάξεις ή να προχωρήσει σε γενναίες αυξήσεις. Το χάσμα μεταξύ συνταξιούχων του Δημοσίου και του Ιδιωτικού τομέα παραμένει, ενώ οι νέες συντάξεις από τον ΕΦΚΑ κινούνται σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα.

Η τρίτη ηλικία – αυτοί που έχτισαν τη σύγχρονη Ελλάδα – βρίσκονται ξανά στη μάχη για την επιβίωση. Όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Και όμως, με αξιοπρέπεια και καρτερία συνεχίζουν. Γιατί έτσι κάνουν οι ήρωες.

Η παράταση του εργάσιμου βίου και η «ενεργός γήρανση» δεν είναι επιλογή για τους συνταξιούχους αλλά ανάγκη, που αρκετούς τους οδηγεί σε εργασιακούς χώρους που χαρακτηρίζονται από υπερεντατικοποίηση και έλλειψη μέτρων ασφαλείας με αποτέλεσμα να εκτίθενται σε σοβαρούς κινδύνους για την υγεία και τη ζωή τους.

Την ίδια ώρα, όλο και πιο συχνά εμφανίζεται στον δημόσιο διάλογο η συζήτηση για το συνταξιοδοτικό με φόντο την αναθεώρηση προς τα πάνω των ορίων ηλικίας, ελέω δημογραφικού.

Η Δανία ήδη ψήφισε, εν μέσω αντιδράσεων, σύνταξη στα 70 για τους σημερινούς 55άρηδες. Στο τέλος του 2026 αναμένονται οι αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης η οποία αναμένεται να ακολουθήσει το μοντέλο Δανίας. Σημειώνεται ότι η χώρα μας έχει σήμερα το υψηλότερο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης (67 και 62) στην Ε.Ε. μαζί τη Γαλλία, τη Δανία, και την Ιταλία.

Γεγονός είναι επίσης, ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, το μέσο εισόδημα των ατόμων άνω των 65 ετών είναι χαμηλότερο από αυτό του συνολικού πληθυσμού, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα εισοδήματα των ηλικιωμένων πέφτουν κάτω από το 80% του εθνικού μέσου όρου, συμβάλλοντας σε σημαντικά υψηλά ποσοστά φτώχειας μεταξύ των συνταξιούχων.

Το 66% του διαθέσιμου εισοδήματος των ατόμων άνω των 65 ετών στην Ευρώπη προέρχεται από δημόσιες παροχές, κυρίως συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα. Το 21% προέρχεται από εργασία (είτε μερική απασχόληση ή συνέχιση εργασίας). Το  7% από χρηματοοικονομικά εισοδήματα (π.χ. προσωπικές αποταμιεύσεις) και το 6% από ιδιωτικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά προγράμματα.

Σε χώρες όπως Λουξεμβούργο, Αυστρία, Φινλανδία, Τσεχία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα, τουλάχιστον το 75% του εισοδήματος των ηλικιωμένων καλύπτεται από τις συντάξεις. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελβετία (41%), Ηνωμένο Βασίλειο (42%) και Ολλανδία (43%), το ποσοστό αυτό είναι πολύ χαμηλότερο

Οι σκανδιναβικές χώρες (πλην Φινλανδίας) έχουν χαμηλότερη εξάρτηση από το κράτος: 52% στη Σουηδία, 58% σε Νορβηγία και Ισλανδία.

Στην Τουρκία, υποψήφια χώρα για ένταξη στην ΕΕ, το 57% του εισοδήματος των ηλικιωμένων προέρχεται από δημόσιες παροχές.

Οι ιδιωτικές  συντάξεις παραμένουν σπάνιες. Μόλις επτά χώρες καταγράφουν τις ιδιωτικές επαγγελματικές συντάξεις ως πηγή εισοδήματος. Η Ολλανδία προηγείται με 40%, ακολουθούμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο (33%) και την Ελβετία (29%). Η Σουηδία (19%), η Δανία (15%), η Νορβηγία (14%) και η Γερμανία (5%) συμπληρώνουν τη λίστα.

Η συμβολή της εργασίας στο εισόδημα των ηλικιωμένων υπερβαίνει το ένα τρίτο σε πολλές χώρες,  δείχνοντας την οικονομική πίεση που αντιμετωπίζουν οι συνταξιούχοι.

Από 7% στη Γαλλία, φτάνει έως 40% στη Λετονία. Υψηλά ποσοστά καταγράφονται επίσης σε Σλοβακία (36%), Λιθουανία (35%), Εσθονία και Πολωνία (34%), και Ισλανδία (32%).

Πάνω από 20% του εισοδήματος προέρχεται από εργασία στην Τουρκία (27%), την Ουγγαρία (26%), τη Σλοβενία (23%), την Ιρλανδία και την Τσεχία (22%) και στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία (20-21%).