Πριν αναφερθώ στα Τέμπη που είναι το κυρίως θέμα μας, θεωρούμε επιβεβλημένο εκ προϊμίου να τονίσουμε, ότι εάν σε μία άλλη χώρα με ανεπτυγμένα πολιτικά ήθη, συνέβαινον αυτά, που με καταιγιστικό ρυθμό καθημερινώς έρχονται στη δημοσιότητα και αφορούν τα «έργα και ημέρες» της κυβερνήσεως Μητσοτάκη στον ΟΠΕΚΕΠΕ -διά τα οποία επιφυλασσόμεθα ν’ ασχοληθούμε προσεχώς– ο Πρωθυπουργός αυτής της χώρας και η Κυβέρνηση του, δεν θα παρέμεναν ούτε μία ώρα στην Αρχή.
Και ερχόμεθα στο κυρίως θέμα που αφορά την υπόθεση των Τεμπών, η οποία αυτές τις ημέρες, με την έναρξη των εργασιών της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής, επανέρχεται στο προσκήνιο.
1. Το έγκλημα των Τεμπών εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο εντόνων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Και αυτό συμβαίνει, διότι οι κατηγορίες εναντίον της Κυβερνήσεως, δεν αφορούν μόνον τις ευθύνες αυτής διά το έγκλημα.
Αφορούν και την συγκάλυψη όλων των πτυχών του εγκλήματος και βαρύνουν κυρίως τον Πρωθυπουργό, ο οποίος είναι εκτεθειμένος εις την μομφήν, ότι κατά κατάχρηση της ιδιότητός του ως Πρωθυπουργού, προέβη, επί εκκρεμούς δικαστικής υποθέσεως, εις ανήκουστες διά Πρωθυπουργόν και Κράτος Δικαίου παρεμβάσεις, οι οποίες – στην πολιτική ιστορία της Χώρας – δεν έχουν προηγούμενο.
Συγκεκριμένα: Μεταβληθείς εις Δικαστήν, επεχείρησε να προσδώσει εις το έγκλημα διαστάσεις πλημμελήματος, δηλώνοντας την επομένη ημέρα της τραγωδίας, ότι η σύγκρουση των δύο τρένων ωφείλετο εις «χρόνιες ελληνικές παθογένειες» και εις λάθη του Σταθμάρχη, δια τον οποίον ακόμη δεν γνωρίζουμε, ποιος, από αποθηκάριο τον προήγαγε σε Σταθμάρχη, διά να τον τοποθετήσει στην συνέχεια στον κομβικό σιδηροδρομικό Σταθμό της Λαρίσης.
Με την δήλωσή του αυτή ο κύριος Πρωθυπουργός, δεν απέβλεπε απλώς στην χειραγώγηση της δικαστικής πορείας της υποθέσεως. Κατά την γνώμη μας, η δήλωση αυτή κύριο σκοπό είχε τον αποκλεισμό εκ των προτέρων των δικών του ευθυνών, οι οποίες απορρέουν από την μη εκτέλεση, μετά από τέσσερα χρόνια Κυβερνητικής υπ΄ αυτόν θητείας, της λεγομένης 717 Συμβάσεως, η οποία προέβλεπε την κατασκευή συστήματος Τηλεδιοικήσεως και Φωτοσημάνσεως, καθ΄ όλην την σιδηροδρομικήν γραμμήν, από την Αθήνα μέχρι την Θεσσαλονίκη και από εκεί μέχρι τον Προμαχώνα.
Κατά τους ειδικούς, αν αυτή η Σύμβαση είχε υλοποιηθεί, το δυστύχημα στα Τέμπη δεν επρόκειτο να συμβεί. Τοιουτοτρόπως, δια παραλείψεως, δηλαδή, διά της μη υλοποιήσεως της άνω Συμβάσεως, συνετελέσθη το έγκλημα της διαταράξεως της ασφαλείας της συγκοινωνίας των Σιδηροδρόμων.
2.Και το ερώτημα που τίθεται είναι, ποίος εκ μέρους της Κυβερνήσεως ευθύνεται δια την παράλειψη αυτή; Κατά το Σύνταγμα και τον σχετικό περί Κυβερνήσεως, Υπουργών κ.τ.λ. Νόμο, ο Πρωθυπουργός χαράσσει, ο Πρωθυπουργός κατευθύνει και ο Πρωθυπουργός συντονίζει την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Χώρας.
Επειδή, επομένως, όλες οι Κυβερνητικές εξουσίες επικεντρώνονται στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού, δι΄ αυτό και το Κοινοβουλευτικό σύστημα της Χώρας χαρακτηρίζεται «Πρωθυπουργικοκεντρικό». Η υλοποίηση της λεγομένης 717 του 2014 Συμβάσεως, δεν ήταν θέμα συνήθους διαχειρίσεως ενός Υπουργού και συγκεκριμένα του Υπουργού Μεταφορών.
Ηταν κατ΄ εξοχήν θέμα Πρωθυπουργού. Ένα μεγάλο κατά τα άνω έργο υποδομής, το οποίο συνεδέετο αρρήκτως με την ασφάλεια της κυκλοφορίας των τρένων, θεωρούμε ότι ηδύνατο να πραγματοποιηθεί, μόνον εάν ο Πρωθυπουργός έκανε χρήση των αρμοδιοτήτων του, υπό την προϋπόθεση ότι είχε αποδεχθεί, πως η πραγματοποίηση αυτού έπρεπε να αποτελέσει Κυβερνητική προτεραιότητα. Τα γεγονότα όμως, απέδειξαν ότι η εκτέλεση της άνω Συμβάσεως, δεν ανήκε στις προτεραιότητές του.
Θεωρούμε αδιανόητον ο κύριος Κ. Καραμανλής να μην τον είχε ενημερώσει δια την αναγκαιότητα και το επείγον της εκτελέσεως του έργου και δια τις αναφορές που αυτός (Καραμανλής) ελάμβανε από στελέχη και εργαζόμενους στον ΟΣΕ, οι οποίοι προειδοποιούσαν περί του «ορατού κινδύνου να υπάρξει συμβάν μεγίστης σοβαρότητος».
Με αυτό το σκεπτικό, θεωρούμε ότι η ευθύνη δια την μη εκτέλεση της 717 Συμβάσεως, κατά την πρώτη υπό τον κύριο Μητσοτάκη Κυβερνητική θητεία, βαρύνει τον Πρωθυπουργό και όχι τον Υπουργό.
Υπενθυμίζουμε, ότι σε ερώτηση δημοσιογράφου προς αυτόν, εάν η πολιτική που εφαρμόζει είναι πολιτική της Νέας Δημοκρατίας ή πολιτική Μητσοτάκη, κατηγορηματικώς απάντησε ότι είναι πολιτική Μητσοτάκη. Παρά ταύτα, η Αξιωματική Αντιπολίτευση, όλως περιέργως, δεν συμπεριέλαβε στην πρότασή της στην Βουλή για άσκηση κατηγορίας (διατάραξη της ασφαλείας της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας) τον Κ. Μητσοτάκη!
3. Περαιτέρω, ο Πρωθυπουργός, κατά δήλωση του Υφυπουργού Χρ. Τριαντόπουλου, έδωσε Εντολή προς τον ίδιον να μεταβεί στα Τέμπη και σε συνεργασία με τις Τοπικές Αρχές, να οργανώσει την «αποκατάσταση» του πεδίου της συγκρούσεως των δύο τρένων.
Το είδος, όμως, των εργασιών (εκσκαφές, αποχωματώσεις, τσιμεντοστρώσεις, ασφαλτικές επιστρώσεις και μεταφορές δεκάδων τόνων χώματος μακράν του πεδίου, υπό την επίβλεψη Κυβερνητικών και Περιφερειακών Αξιωματούχων), η εσπευσμένη έναρξη και περάτωση αυτών, καθώς και η ανεμπόδιστος εκτέλεση τούτων, με την ανοχή ή την απουσία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ως αρμοδίας Προανακριτικής Αρχής και χωρίς να υπάρχει σχετική παραγγελία από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαρίσης, μαρτυρούν, ότι βαθύτερος λόγος της «εντολής» ήταν η πλήρης αλλοίωση του πεδίου και η εντεύθεν εξαφάνιση ή εξάλειψη παντός αποδεικτικού στοιχείου ή ίχνους, το οποίο θα απεκάλυπτε το είδος της επικινδύνου ουσίας, η οποία προκάλεσε την θανατηφόρο έκρηξη.
Κατά το άρθρο 231 παρ. 1 του Π.Κ., «όποιος εν γνώσει ματαιώνει την δίωξη άλλου, ο οποίος διέπραξε κακούργημα ή πλημμέλημα, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή».
Αντικείμενο προστασίας δια της διατάξεως αυτής είναι η δικαστική εξουσία, δικαίωμα και καθήκον της οποίας είναι η δίωξη και η τιμωρία του υπαιτίου τελέσεως κακουργήματος ή πλημμελήματος, αλλά και το δικαίωμα της Πολιτείας να εκτελεί τις επιβληθείσες εις καταδικασθέντες δια τα εγκλήματα αυτά ποινές (ποινικός κωδ. Τούση-Γεωργίου υπό το άρθρο 231 Π.Κ., σελ. 617). Ματαίωση της διώξεως δεν θεωρούνται μόνον οι ενέργειες, οι οποίες αφορούν την προσωπική κατάσταση του δράστη (π.χ. η απόκρυψη αυτού), αλλά και πάσα εκ προθέσεως ενέργεια, δια της οποίας επιτυγχάνεται η ματαίωση.
Εις αυτές συμπεριλαμβάνονται, εκτός άλλων, η εξαφάνιση των ιχνών του εγκλήματος, η απόκρυψη αποδεικτικών μέσων, η παραπλάνηση των Αρχών εις κατευθύνσεις σφαλερές κ.τ.λ. (Μπουρόπουλος, Ερμηνεία Ποιν.Κωδ., σελ. 302, Τούσης – Γεωργίου ενθ. Ανωτέρω, σελ. 618, Γ.Α. Βαβαρέτος, Ποιν. Κωδ. σελ. 759).
Η ματαίωση δύναται να τελεσθεί δια θετικής ενεργείας ή δια παραλείψεως οφειλομένης κατά νόμον ενεργείας, είτε κατά την προδικασία, είτε κατά την κύρια διαδικασία.
Είναι αδιάφορον αν δεν άρχισαν οι προς βεβαίωση του εγκλήματος και του εγκληματίου ενέργειες (Μπουρόπουλος, ενθ. Ανωτέρω, Τούσης – Γεωργίου, ενθ. ανωτέρω, Αθ. Κονταξής Ποιν.Κωδ. Τόμ. Α΄, Εκδ. Γ΄, σελ. 2014 και 2018).
Εξ υποκειμένου απαιτείται δόλος, ενέχων την συνείδηση και την θέληση της ματαιώσεως της διώξεως κ.τ.λ. και την γνώση ότι διεπράχθη υπό αυτού, εις τον οποίον παρέχεται η υπόθαλψη, κακούργημα ή πλημμέλημα. Ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί.
Εξάλλου, εκ της διατάξεως της παραγρ. 1α του άρθρου 46 του Π.Κ., κατά την οποίαν «με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται», επίσης, «ο εκ προθέσεως προκαλέσας εις άλλον την απόφαση προς εκτέλεση της υπό τούτου διαπραχθείσης αδίκου πράξεως», σαφώς προκύπτει, ότι η εκ προθέσεως πρόκληση ή η παραγωγή στον αυτουργό αποφάσεως προς τέλεση ορισμένης αδίκου πράξεως, δύναται να γίνει καθ΄ οιονδήποτε τρόπον, αρκεί το χρησιμοποιηθέν μέσον, να παρήγαγε εις τον αυτουργόν την προς εκτέλεση της αδίκου πράξεως απόφασή του.
Είναι δυνατό να υπάρχει και ηθικός αυτουργός του ηθικού αυτουργού, δηλαδή, τρίτος, ο οποίος θα προκαλέσει στον ηθικό αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη. Ο ηθικός αυτουργός του ηθικού αυτουργού, είναι ηθικός αυτουργός εκείνου που εκτελεί την κύρια πράξη (Α.Π. 1611/1994, 2/1984, 1414/1985).
Τέλος, κατά το άρθρο 259 του Π.Κ., το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος στοιχειοθετείται, μόνον όταν η συγκεκριμένη πράξη δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Επομένως, εφόσον κατά τα ανωτέρω η αλλοίωση του πεδίου της συγκρούσεως των δύο τρένων, συνιστά την αξιόποινη πράξη της υποθάλψεως εγκληματίου (άρθρ. 231 Π.Κ.), εσφαλμένως κατά των εκτελεσάντων αυτήν (αλλοίωση) ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος.
Κατά συνέπεια, ο μεν Χρ. Τριαντόπουλος ετέλεσε την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας υποθάλψεως εγκληματίου, η σχετική δε «Εντολή» του Κ. Μητσοτάκη προς αυτόν, συνιστά το ποινικό αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην ηθική αυτουργία αυτού (Τριαντόπουλου).
4. Κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Π.Κ., «με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται ο υπάλληλος, ο οποίος με πρόθεση καταστρέφει, υπεξάγει κ.τ.λ. έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό, λόγω της υπηρεσίας του…».
Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, την καταστροφή, υπεξαγωγή κ.τ.λ. δύναται να διαπράξει ο κατά το άρθρο 13 περίπτ. α΄ του Π.Κ. υπάλληλος, εις τον οποίον εκ της υπηρεσίας του είναι εμπεπιστευμένο ή προσιτό το έγγραφο, υλικό δε αντικείμενο του εγκλήματος είναι έγγραφο, είτε δημόσιο, είτε ιδιωτικό, αποδεικτικό γεγονότων εχόντων έννομον σημασίαν. Αν δεν σφάλλουμε, ο ΟΣΕ αποτελεί Δημόσια Επιχείρηση Κοινής Ωφελείας και ως εκ τούτου είναι νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.
Επομένως, τα διοικητικά πρόσωπα αυτού εμπίπτουν στην έννοια του Υπαλλήλου. Στην έννοια δε του εγγράφου, κατά το άρθρ. 13 περ. γ΄ του Π.Κ., εμπίπτουν και τα βίντεο εις τα οποία καταγράφονται ό,τι ορίζει ο Κανονισμός του ΟΣΕ, όπως οι κινήσεις των τρένων και όλα τα συναφή.
Από τα Μέσα Ενημερώσεως πληροφορηθήκαμε, ότι κατόπιν μηνύσεως Προέδρου Κόμματος της Αντιπολιτεύσεως, υπεβλήθη μήνυση για εξαφάνιση βίντεο από τα Γραφεία του ΟΣΕ, στο οποίο είχε καταγραφεί η όλη διαδικασία φορτώσεως της εμπορικής αμαξοστοιχίας στη Θεσσαλονίκη και δια την οποίαν υπάρχουν υποψίες, ότι μετέφερε παράνομο φορτίο, εκ του οποίου προήλθε η έκρηξη και δια την εξάλειψη αυτού επραγματοποιήθη η κατά τα άνω αλλοίωση του οικείου περιβάλλοντος.
Αφ΄ εαυτής η υπόθεση αυτή – δια την οποία σχηματίσθηκε δικογραφία και οι υπεύθυνοι έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο – δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Ποιος είχε συμφέρον να υπεξαγάγει ή να καταστρέψει τα ή το βίντεο ; Μόνοι τους οι κατηγορούμενοι ενήργησαν ή κατόπιν Εντολής;
Εν πάση περιπτώσει, επειδή έχει λεχθεί ότι η επίμαχη υπεξαγωγή αφορά παράβαση του άρθρου 222 Π.Κ., η ορθή δίωξη, αν συντρέχουν οι άνω προϋποθέσεις, είναι υπεξαγωγή ή καταστροφή δημοσίου εγγράφου, αρμοδιότητος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
5. Συγχρόνως με την αλλοίωση του πεδίου, η Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία στην προκειμένη περίπτωση ήταν αρμόδια δια την διενέργειαν των προβλεπομένων από τον Κωδ.Ποιν.Δικονομίας πράξεων, απέσχε των καθηκόντων της, επικαλεσθείσα «άνωθεν» εντολές. Δεν γνωρίζουμε αν ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος και για ηθική αυτουργία εις αυτήν. Αν δεν ασκήθηκε, πρέπει να ασκηθεί για να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, αλλά και για να πληροφορηθεί η Κοινή Γνώμη, από πού επήγασαν οι άνωθεν εντολές.
6. Περαιτέρω, ο κ. Πρωθυπουργός προέβη και σε μια άλλη επέμβαση στην λειτουργία της Δικαιοσύνης. Κατά τον Οργανισμό των Δικαστηρίων, η Ολομέλεια του Δικαστικού Συμβουλίου συγκαλείται από τον Πρόεδρο του οικείου Δικαστηρίου ή μετά από έγγραφο αίτημα του ενός τρίτου των μελών του ή μετά από αίτημα του Εισαγγελέως του Δικαστηρίου.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η πρωτοβουλία δια τον ορισμό Εφέτη Ανακριτή στην υπόθεση των Τεμπών, προήλθε από τον κύριο Πρωθυπουργό, ο οποίος κατά τα Μέσα Ενημερώσεως, επικοινώνησε προφορικώς ή εγγράφως μετά του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και εζήτησε την αναβάθμιση της Ανακρίσεως, δια του ορισμού Εφέτη Ανακριτή. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης και εκείνος υπέβαλε αίτημα συγκλήσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης, δια τα περαιτέρω.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο κ. Πρωθυπουργός ανεπιτρέπτως παρενέβη σε δικαστικές διαδικασίες, οι οποίες αφορούν την λειτουργία των Δικαστηρίων. Εξ αιτίας αυτής της Πρωθυπουργικής πρωτοβουλίας, οι γονείς, συγγενείς κ.τ.λ. των θυμάτων των Τεμπών, δικαιολογημένα διατυπώνουν το παράπονο, ότι ο Πρωθυπουργός κατέστη αντίδικος αυτών και δικαιολογημένα εκφράζουν την καχυποψία τους, ως προς το αδιάβλητον της Ανακρίσεως.
7. Κατά το άρθρο 270 παρ. 1δ΄ του Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως με την χρήση εκρηκτικών υλών, προξενεί έκρηξη, τιμωρείται εάν επήλθε θάνατος άλλου, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αλλά εάν προεκλήθη θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
Το έγκλημα μπορεί να τελεσθεί και με ενδεχόμενο δόλο, ο οποίος υφίσταται όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από την συμπεριφορά του ενδέχεται να παραχθεί συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται, με την έννοια ότι το επιδοκιμάζει ή πάντως συμβιβάζεται με αυτό έστω και εάν δεν επιθυμεί την έλευσή του.
Η νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Γερμανίας είναι αυστηρότερη. Κατ΄ αυτήν, ενδεχόμενος δόλος υφίσταται, εάν ο υπαίτιος, μολονότι έχει σκεφθεί ή άλλως έχει προβλέψει τις ενδεχόμενες συνέπειες, οι οποίες είναι δυνατόν να προέλθουν από την δημιουργία εξ μέρους του, μιας υψηλού βαθμού καταστάσεως κινδύνου, εν τούτοις δεν απωθείται από αυτές, αλλά προχωρεί στην πράξη του, αποδεχόμενος τοιουτοτρόπως τα δυσμενή ή άλλως ολέθρια αποτελέσματα αυτής.
Εξ άλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Νόμου 2168/1993 «εκρηκτικές ύλες είναι τα στερεά ή υγρά σώματα, τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται χημική μεταβολή ή και μετατρέπονται σε αέριες μάζες, με συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων, με αποτέλεσμα βλητικά ή ρηκτικά», ενώ κατά το άρθρο 11 παρ. 1 και 7 του ίδιου Νόμου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή, όποιος χωρίς άδεια της αρμόδιας Αστυνομικής Αρχής, μεταφέρει εκρηκτικές ύλες.
Η έκρηξη, κατά την νομολογία του Αρείου Πάγου, συνιστά αιφνίδιο φαινόμενο, εξ αιτίας της απρόβλεπτης απελευθέρωσης δυνάμεως υπό μορφή αερίων, υψηλής εξωθητικής πιέσεως και ταυτόχρονης παραγωγής αερίων, με συνέπεια η διαστολή σε μη προσδιορισμένο όγκο – συνήθως προσαυξημένο σε σχέση με τον αρχικό – να προκαλεί άκρως ισχυρά αποτελέσματα μηχανικής φύσεως και εκείθεν καταστρεπτικό φαινόμενο εκλύσεως θερμότητος, η οποία επιδρά δυσμενώς σε πρόσωπα και σε πράγματα.
Επί του προκειμένου υπήρξε έκρηξη, η οποία και εις τους τυφλούς ήταν φανερή. Και, όμως, δια την αξιόποινη αυτή κακουργηματική πράξη, καθώς και για ανθρωποκτονία από πρόθεση, δεν έχει εισέτι ασκηθεί ποινική δίωξη. Και εάν αυτό δεν έγινε αρχικώς, πρέπει να γίνει τώρα. ΄Αλλωστε, οι πενθούντες τα παιδιά τους, οι συγγενείς τους κ.τ.λ., δικαιολογημένα θα θεωρήσουν την όλη διαδικασία διαβλητή, ως αποτέλεσμα Κυβερνητικών μεθοδεύσεων.
Για να μη συμβεί αυτό, πρέπει να ακολουθηθεί η νόμιμος διαδικασία. Ο Ανακριτής, δηλαδή, να ζητήσει την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής διώξεως, δια τα άνω δυο συρρέοντα μετά της διαταράξεως της ασφαλείας των σιδηροδρόμων εγκλήματα, να διενεργήσει σχετική ανάκριση και να περατώσει αυτήν κατά τον τρόπον που ορίζει η Ποινική Δικονομία, ώστε τελικά περί πάντων να αποφασίσει το Δικαστικό Συμβούλιο. Αυτό επιβάλλει η Δικονομική τάξη.
8. Εχει διαπιστωθεί ότι κατά τις συζητήσεις που γίνονται στις τηλεοράσεις, ορισμένοι Υπουργοί, Βουλευτές και στελέχη της Κυβερνητικής παρατάξεως, έχοντας ίσως προεξοφλήσει την αθωότητα των οπωσδήποτε εμπλεκομένων στο έγκλημα των Τεμπών και στην επιχείρηση συγκαλύψεως αυτού, μετ΄ επιτάσεως θέτουν και επαναλαμβάνουν προς τους συναδέλφους τους της Αντιπολιτεύσεως, το Νεοδημοκρατικής πανουργίας και προσφιλές εις αυτούς Ερώτημα: «Εμπιστεύεσθε την Δικαιοσύνη;», «Εχετε εμπιστοσύνη προς την Ελληνική Δικαιοσύνη;».
Τοιουτοτρόπως, οι ερωτώμενοι τίθεται ενώπιον του διλήμματος: Εάν απαντήσουν ΝΑΙ, αυτομάτως αφοπλίζονται από την δυνατότητα να καταγγείλουν μια μελλοντική αντικειμενικώς διαβλητή δικαστική απόφαση. Εάν, αντιθέτως, απαντήσουν ΟΧΙ, οι ερωτώντες, αλλά και οι υπηρετούντες την κυβερνητική προπαγάνδα, θα τους προσάψουν την κατηγορία, ότι δεν είναι Δημοκράτες, ότι δεν σέβονται την Δικαιοσύνη κ.τ.λ.
Η δική μου απάντηση, εάν εις εμέ ετίθετο το Ερώτημα, θα ήταν η επανάληψη σχετικής βραχείας δηλώσεως του αειμνήστου Γεωργίου Παπανδρέου, στην οποία είχε προβεί κατά την εποχή των «Ιουλιανών». Συγκεκριμένα είχε δηλώσει: «Τιμώμεν την Δικαιοσύνη, όταν είναι Δικαιοσύνη. Όταν, όμως, διαπιστούμεν, κατ΄ αντικειμενικόν τρόπον, ότι δεν είναι Δικαιοσύνη, αρνούμεθα».
Επομένως, εις Δικαστικές υποθέσεις, Κυβερνητικού – Πρωθυπουργικού ενδιαφέροντος, όπως είναι τα Τέμπη, η δήλωση του Γεωργίου Παπανδρέου μας καλύπτει απόλυτα. Αλλά και ο Σπ. Μαρκεζίνης, στο συγγραφικό του έργο «Πολιτική Ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος 1924-1932», σημειώνει: «Την ιστορία του Δικαστικού Σώματος έχουν λαμπρύνει μορφαί, τας οποίας οφείλει κανείς να χαρακτηρίσει γνησίους αδάμαντες. ΄Εχουν εν τούτοις αμαυρώσει και περιπτώσεις, καθ΄ ας η Δικαστική συνείδηση κατέστη υπηρέτης παντοίων σκοπιμοτήτων, με αποτέλεσμα τον κλονισμόν του κύρους της Δικαιοσύνης και κατ΄ επέκταση την υπονόμευση της Δημοκρατίας, η οποία δεν νοείται χωρίς πραγματικώς ανεξάρτητη Δικαιοσύνη».
Επομένως, εις υποθέσεις Κυβερνητικού-Πρωθυπουργικού ενδιαφέροντος και η δήλωση του Γεωργίου Παπανδρέου και οι επισημάνσεις του Σπ. Μαρκεζίνη, μας καλύπτουν απόλυτα. Και πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά, πώς ο Λαός να εμπιστεύεται την Δικαιοσύνη (επαναλαμβάνω εις υποθέσεις Κυβερνητικού – Πρωθυπουργικού ενδιαφέροντος), πώς να εμπιστεύεται την αξιοπιστία των Δικαστικών ενεργειών, όταν στην υπόθεση των Τεμπών, ακόμη δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακουργηματική έκρηξη;
Πώς να εμπιστεύεται την Δικαιοσύνη, όταν δια τις ηγεσίες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, επιλέγονται πρόσωπα κατάλληλα και πρόθυμα να μεταβληθούν σε Κυβερνητικά όργανα;
Πώς ο Λαός να εμπιστευθεί την αξιοπιστία των Δικαστικών Πράξεων, όταν – σε αντίθεση με τον Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος από του βήματος της Βουλής διεκήρυττε, ότι «θα διέπραττε βαρύτατο παράπτωμα, εάν επί υποθέσεως δια την οποίαν έχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη, επιχειρούσε δια δηλώσεών του να την επηρεάσει» – ο κύριος Μητσοτάκης πράττει εντελώς τα αντίθετα;
Πώς να μη διαπιστούται Λαϊκή αντιπάθεια προς την Δικαιοσύνη, όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας, προωρισμένο να επαγρυπνεί διά την ακριβή τήρηση και πιστή εφαρμογή του Συντάγματος, με την εσχάτως εκδοθείσα απόφασή του -περί γάμου των ομοφυλοφίλων και της υιοθεσίας παιδιών από αυτούς-, εσπίλωσε την ιστορία του, ως Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, καταπατώντας με διάφορα σοφίσματα, βασικές διατάξεις του Συντάγματος, ενισχύοντας, τοιουτοτρόπως, έστω και χωρίς τη θέλησή του, την Κυβερνητική Πολιτική, η οποία οδηγεί στην αντικατάσταση των αξιών του Έθνους από την WOKE ατζέντα;
9. Και ένα τελευταίο, σε σχέση με την πρόταση να ασκηθεί ποινική δίωξη από την Βουλή, εναντίον του κ. Μητσοτάκη, για εσχάτη προδοσία. Κατά την γνώμη μου, μόνον με την εντολή του κυρίου Μητσοτάκη προς τον Χρ. Τριαντόπουλο, να «αποκαταστήσει» και στην ουσία να αλλοιώσει το πεδίον του εγκλήματος, παρεβιάσθησαν οι θεμελιώσεις αρχές της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της διακρίσεως των Λειτουργιών του Κράτους.
Διατί; Διότι, μόνον ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ηδύνατο να δώσει σχετική παραγγελία προς την Προανακριτική Αρχή. Με την επίμαχη «Εντολή» του ο Πρωθυπουργός, κατά κατάχρηση της ιδιότητός του, υποκατέστησε τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και, επομένως, παρεβίασε τις αναφερθείσες θεμελιώδεις αρχές του Πολιτεύματος.
Η παραβίαση των θεμελιωδών αυτών Αρχών, τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί εσχάτης προδοσίας.
*Ο Αναστάσιος Κανελλόπουλος είναι επίτιμος Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου