Η επανεκκίνηση της πολιτικής ζωής του τόπου, θα πραγματοποιηθεί, κατά την γνώμη μου, με τον ορθό ιδεολογικό προσδιορισμό των υφισταμένων κομμάτων καθότι, ορούμε και ψηλαφούμε, ότι αφενός τα εθνικά κόμματα πάσχουν από ιδεολογική αμβλυωπία ή εξ ετέρου, έχουν μεταλλαχθεί σε φενακισμένα κεντροδεξιά κόμματα, δοθέντος ότι, ο πυρήνα τους ομοιάζει ή έλκει ιδεολογικές καταβολές από το Πασόν, υπό τον μανδύα του συντηρητικού κόμματος.
Περαιτέρω, τα φερόμενα, ακροδεξιά κόμματα, νοσούν δομικώς από μία μονολιθικότητα ή από μία ρητορική ή θύραθεν προερχομένη αφηγηματική πολιτική, στερουμένη εμπεριστατωμένων προτάσεων, βρίθοντα αμιγώς από δημαγωγικό λαικισμό.
Ως εκ τούτου, ο κατά το προσφυώς λεγόμενον, συντηρητικός πατριωτικός ή ως έπος ειπείν, εθνολαικός χώρος, χρήζει βελτιώσεως ή αλλέως ειπείν, κλυδωνίζεται υπαρξιακά από μία σαρωτική και αλλοτριωτική τάση, απεμπολήσεως των θεμελιακών απόψεων και των ιστορικών των καταβολών.
Ασφαλώς ως προς τούτου, συνέβαλε, επί μάλλον και μάλλον, η ανοχή την οποία, ενσυνειδήτως, επέδειξε, η κεντροδεξιά παράταξη, αρχής γενομένης εκ της μεταπολιτεύσεως και εντεύθεν, αμέσως μετά δηλαδή την πτώση της επταετούς δικτατορίας, ένθα και το Κ.Κ.Ε, προς αποσόβηση περαιτέρω διχοστασιών, διαιρέσεως και αναρριπίσεως του μετεμφυλιακού μίσους, νομιμοποιήθηκε (υπό την κεντροδεξιά παράταξη), δημιουργήθηκαν, πολλές στρεβλώσεις, υπό την έννοια, ότι το Κ.Κ.Ε, ουδέποτε, απέδωσε τα επίχειρα προς την τότε Ν.Δ, εις τον αντίποδα και τουναντίον, όξυνε και κλιμάκωσε την ιδεολογικές επιθέσεις όπως και την αταλάντευτη προσήλωση, προς το πάλαι ποτέ, Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Κατά τούτου λοιπόν, προς αποκατάσταση και διατήρηση των ισορροπιών, ανέχτηκε η τότε Ν.Δ ορισμένες καταστάσεις τις οποίες, ιδεολογικώς εκμεταλλεύτηκε, με πάσα ευκαιρία, το Κ.Κ.Ε, εισέτι και εις τον δημόσιο τομέα.
Ασφαλώς όμως, διαρκούσης της μεταπολιτεύσεως, η Ελλάς, ούσα, εκ της συνθήκης της Γιάλτας και εντεύθεν εις την σφαίρα επιρροής του δυτικού μπλοκ, δηλονότι, των Η.Π.Α, αλλά επιβαρυμένη με τον εμφύλιον σπαραγμοόν, αλλά και την πολύκροτον και εκκωφαντική πτώση της δικτατορίας, επεδίωκε την πολιτική ευστάθεια και νηνεμία, παρά το γεγονός ότι ελλόχευε, εν ψήγματι, κατ’ ελάχιστον εισέτι ο κομμουνιστικός κίνδυνος, καθότι εξακολουθούσε έστω και απισχνασμένη η εύθρυπτη ισορροπία του τρόμου του ψυχρού πολέμου, με τα πρώην κράτη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας της Σοβιετικής Ενώσεως να κινούνται εν μέρει απειλητικώς.
Ναι, τοιαύτη ήτο αμειλίκτως μια χειροπιαστή πραγματικότητα, εν τούτοις όμως, η αναχαίτιση και διατήρηση του Κ.Κ.Ε, εν Ελλάδι, δέον όπως ελάμβανε χώρα, εκ των ξένων κέντρων, υπό έναν τρόπον, οπωσούν, ανώδυνο, αναπαίσχυντο και ειρηνικό, ούτως ώστε να αποτελούσε μία ενδιάμεση ιδεολογική «ζώνη», η οποία θα προσείλκυε, τον «αριστερογενή» κόσμο του εκλογικού σώματος και τοιουτοτρόπως, λίαν και άγαν εντέχνως, θα αποτροβιόταν, ούτως, από την προσκόλληση προς το ξενοκίνητο διεθνιστικό Κ.Κ.Ε΄.
Παρά ταύτα, ο ενδιάμεσος αυτός πολιτικός χώρος, δια να εγένετο περαιτέρω ελκυστικός, επεβάλλετο κατά την φορτισμένη τότε εποχή να υπήρχαν ορισμένα, πολιτικά θέλγητρα-ελατήρια, τα οποιά θα ικανοποιήσουν τα σοσιαλεπώνυμα αριστερογενή αντανακλαστικά της εποχής, όπου ήτο, κατά την περίοδο εκείνη εν τη Πατρίδι μας, λόγω της πτώσεως της δικτατορίας και της μοδός και επεκράτουν μία διάχυτη απροσδιόριστη νοοτροπία αριστερής κουλτούρας.
Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, ήτο παρών, να καλύψει το ιδεολογικό τούτο κενό μεταξύ της Κεντροδεξιάς και του Κ.Κ.Ε, με διττά συνθήματα, με υποκριτικά επιχειρήματα, και με ένα κατ’ αρχας αριστερό πρόσημο.
Ως εκ τούτου, η μικρά αυτή (…)ιστορική αναδρομή, ανατέμνει την έλλειψη σοβαρών ιδεολογικών ερεισμάτων των σημερινών κομμάτων τα οποία φαίνονται να ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνον δια την νομή της εξουσίας καθότι, έχουν απεμπολήσει κάθε ιδεολογική έρμα αλλά απλώς, αναμενουν δια της πολιτικής του ώριμου φρούτου να διεκδικήσουν λυσιτελώς την νομή της εξουσίας.
Εν κατακλείδι, πέραν της κεντροδεξιάς η οποία ούτως ή άλλως παραπαίει, η συλλήβδην αριστερά διέρχεται εγγενώς κρίση ταυτότητας καθότι επιβιώνει εις μία αστική δημοκρατία, με παγιωμένο καταπιταλισμό, τον οποίο όμως επί τη πράξει απλαμβάνει-Οψόμεθα