
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Κοκκόλης, έμεινε στην ιστορία για μία ταινία, η οποία δεν προβλήθηκε ποτέ και πουθενά: το «Πειραματόζωο» (1975).
Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε αποκλειστικά ο Γ.Κοκκόλης ήταν το «Εις Θάνατον» (1967), που πραγματεύεται τη σχέση ενός ιερέα, με καταδικασμένη σε θάνατο πόρνη. Η σχέση γίνεται και σεξουαλική, η Εκκλησία παρεμβαίνει και η Πολιτεία απαγορεύει την προβολή της ταινίας στους κινηματογράφους.
Και η επόμενη ταινία του Γ.Κοκκόλη, το «Αγωνία για τον έρωτα» (1969) είχε προβλήματα με τη λογοκρισία, λόγω μιας συγκεκριμένης σκηνής της, ωστόσο προβλήθηκε στους κινηματογράφους και «έκοψε» 20.533 εισιτήρια (93η σε 108 ταινίες).
Ακολούθησαν, το 1972, οι «Ερωτικές στιγμές». Η ταινία είχε κυκλοφορήσει και στην Ιταλία με τον τίτλο «Momenti erotiki». Στην Ελλάδα έκοψε 46.648 (63 ταινία σε εισιτήρια, σε σύνολο 90). Μια άλλη ταινία του Κοκκόλη, η «Φθορά» είχε επίσης άδοξο τέλος. Κατασχέθηκε και δεν προβλήθηκε ποτέ, λόγω χρεοκοπίας της εταιρείας παραγωγής.
Η ταινία του Κοκκόλη όμως που δημιούργησε έναν πραγματικό θρύλο είναι το «Πειραματόζωο» (1975). Γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1975. Η παραγωγή της ταινίας εντόπισε το «θύμα» της. Επρόκειτο για έναν 36χρονο υπάλληλο του ΟΤΕ, τον Κ.Β., ανύπαντρο, που ζούσε σαν τυπικός μικροαστός, αλλά είχε και μια ροπή προς τη μεγάλη ζωή.
Ο Κ.Β. άρχισε να παρακολουθείται από ένα κινηματογραφικό συνεργείο που το αποτελούσαν τρία διαφορετικά αυτοκίνητα. Ένα από αυτά ήταν σχολικό με κουρτίνες, για να κρύβονται οι κάμερες. Οι άνθρωποι της παραγωγής υπέκλεπταν τα τηλεφωνήματα του Κ.Β., ενώ με μικρόφωνα και μεγάφωνα, τον κατέγραφαν παντού. Σε δύο εβδομάδες είχαν πλήρη γνώση για τη ζωή του, η οποία δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο: δουλειά, καφενείο, σπίτι και απουσία σχέσης. Η παραγωγή αποφασίζει να ρίξει τότε στον δρόμο του μια νέα και όμορφη γυναίκα. Αυτή είναι η Μαρία Αλιφέρη, που είχε αρχίσει να γίνεται δημοφιλής.
Μόλις αντιλήφθηκε τι θα γινόταν, αποχώρησε από τα γυρίσματα… Τελικά, η «μοιραία γυναίκα» βρέθηκε στο πρόσωπο της Α.Π. Ήταν ερασιτέχνης ηθοποιός, που είχε εγκαταλείψει τη Δραματική Σχολή όπου φοιτούσε και δέχτηκε να πάρει μέρος στην ταινία. Γνώρισε τον Κ.Β. και άρχισαν να βγαίνουν. Κάποια στιγμή του αποκαλύπτει ότι είναι παντρεμένη με έναν πάμπλουτο άνδρα, ο οποίος όμως είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο. Του εκμυστηρεύεται μάλιστα ότι σκοπεύει να τον γκρεμίσει από τη σκάλα μαζί με το αμαξίδιο.
Ο Κ.Β. ταράζεται και της λέει ότι δεν πρέπει να βιαστεί. Η Α.Π. φέρνει μια μέρα τον Κ.Β. σπίτι της και τον συστήνει στον (ηθοποιό και μυημένο στην υπόθεση) «ανάπηρο άντρα της». Τον παρουσιάζει μάλιστα ως υπάλληλο της τράπεζας που έχει τις καταθέσεις της. Ο (ηθοποιός) σύζυγος λέει στον Κ.Β. πως θέλει να τον κάνει διαχειριστή της περιουσίας του! Ο Κ.Β. χαίρεται πολύ, αλλά δεν υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά…
Οι επισκέψεις του στο σπίτι του (εικονικού) ζευγαριού πυκνώνουν και κάποια μέρα που ο δήθεν σύζυγος απουσιάζει για κάποιες εξετάσεις σε νοσοκομείο, ο Κ.Β. και η Α.Π. συνευρίσκονται σεξουαλικά. Τα πάντα καταγράφονται βέβαια, αφού το σπίτι είναι γεμάτο κάμερες! Ξαφνικά εισβάλλουν σε αυτό, η Αστυνομία, ο «σύζυγος» κι ένας φωτορεπόρτερ (όλοι ηθοποιοί) και ο Κ.Β. συλλαμβάνεται για μοιχεία (αδίκημα τότε!) και αναφωνεί έντρομος: «Καταστράφηκα… είμαι και δημόσιος υπάλληλος». Οδηγείται σε ανακριτικό γραφείο όπου ομολογεί ότι παρασύρθηκε από την Α.Π. και δελεάστηκε από την προοπτική της μεγάλης ζωής. Η ανάκριση όμως παίρνει νέα τροπή, καθώς οι ηθοποιοί αστυνομικοί ανακοινώνουν στον εμβρόντητο Κ.Β. ότι ο «ανάπηρος σύζυγος» είναι μπλεγμένος σε υπόθεση κατασκοπείας σε βάρος της Ελλάδας! Έντρομος, ο Κ.Β. άρχισε να ωρύεται και να λέει ότι δεν γνωρίζει τίποτα απ’ όλα αυτά.
Τότε, οι «ανακριτές» εκπλήσσουν δυσάρεστα τον Κ.Β. λέγοντάς του ότι συγκεκριμένος φίλος του (άλλωστε ήταν γνωστοί όλοι στην παραγωγή, αφού τους παρακολουθούσε!) ομολόγησε ότι γνώριζε τον «πλούσιο σύζυγο» της Α.Π., ο οποίος έφερνε στην Ελλάδα, παράνομα βέβαια, όπλα. Ο Κ.Β. πλέον κόντευε να καταρρεύσει γιατί κινδύνευε να δικαστεί για εσχάτη προδοσία!
Ο Κ.Β., μετά από όσα έγιναν πληροφορήθηκε (είτε γιατί μίλησε εμπιστευτικά σε κάποιον που γνώριζε είτε από τον Τύπο, αφού ο Κοκκόλης δεν κράτησε κρυφό ότι γύριζε μια ταινία με κάποιον εν αγνοία του) για το «Πειραματόζωο» και αναγνώρισε τον εαυτό του ως το «θύμα» αυτής της ιστορίας. Κατέθεσε μήνυση κατ’ αγνώστων και η Αστυνομία ανακάλυψε τι είχε συμβεί. Ο Κ.Β. μήνυσε τον Κοκκόλη, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1977 παραπέμφθηκε σε δίκη (με βάση τη νομοθεσία της εποχής), για συκοφαντική δυσφήμιση δια του Τύπου, εξύβριση δια του Τύπου και ηθική αυτουργία σε παράνομη βία.
Ο Κοκκόλης είπε στις εφημερίδες της εποχής, ότι ο Κ.Β. επειδή πίστεψε ότι οι αστυνομικοί ήταν πραγματικοί ομολόγησε καταστάσεις που επικρατούσαν στον ΟΤΕ επί δικτατορίας, αλλά και ότι ο ίδιος είχε μπλεχτεί σε υπόθεση κατασκοπείας! Η δίκη αναβλήθηκε λόγω της μη νόμιμης κλήτευσης τον κατηγορουμένου και διεξήχθη τον Απρίλιο του 1977 στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών. Ο Κοκκόλης παραδέχτηκε ότι τα πράγματα έγιναν όπως τα περιέγραψε ο Κ.Β., όμως δεν ήθελε να γυρίσει ταινία πορνό, αλλά ένα ψυχογράφημα και ότι δεν επιθυμούσε να προσβάλλει κανέναν. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 16 μηνών άσκησε όμως έφεση και αφέθηκε ελεύθερος. Το δικαστήριο απαγόρευσε ρητά την προβολή του «Πειραματόζωου» και τη δημοσίευση των ονομάτων των πρωταγωνιστών, γι’ αυτό και ο Φώντας Τρούσας παραθέτει μόνο τα αρχικά τους.
Η ταινία δεν προβλήθηκε ποτέ στους κινηματογράφους. Κυκλοφόρησαν βέβαια φήμες ότι υπάρχει στο «σκοτεινό διαδίκτυο», ότι προβλήθηκε στο εξωτερικό κ.ά., χωρίς όμως να υπάρχει κανένα στοιχείο για όλα αυτά.