Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υπήρξε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της διπλής μοίρας που συνοδεύει τους διάσημους ανθρώπους. Όσοι γνώρισαν καθολική αποδοχή και λατρεία από το κοινό τους ζουν με μια ευλογία και μια κατάρα μαζί.
Ευλογία, γιατί βίωσαν μια ζωή λάμψης και αναγνώρισης που ελάχιστοι θα γνωρίσουν. Κατάρα, γιατί η συνειδητοποίηση της φθοράς και της θνητότητας έρχεται πιο απότομα και πιο σκληρά.
Το να γερνάς ως απλός άνθρωπος δεν συγκρίνεται με το να γερνάς ως μεγάλος σταρ. Στη δεύτερη περίπτωση, η νεότητα δεν χάνεται ποτέ πραγματικά. Σε ακολουθεί μέσα από παλιές ταινίες, τηλεοπτικά αφιερώματα και φωτογραφίες, κάνοντας τα γεράματα να μοιάζουν ακόμη πιο βαριά.
Ο Κωνσταντάρας δεν κατάφερε να ξεφύγει από αυτή τη συνθήκη. Από την αρχοντιά και τη ζωντάνια της ακμής του, οδηγήθηκε σε μια βαθιά απομόνωση στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Τύπος τον αποκαλούσε «έγκλειστο της Βάρκιζας». Δεν έβγαινε από το σπίτι, δεν μιλούσε, δεν ενημερωνόταν για τον κόσμο γύρω του.
Δεν άνοιγε τηλεόραση, δεν άκουγε ραδιόφωνο, δεν διάβαζε εφημερίδες — σαν να απέφευγε τον ίδιο του τον μύθο. Μοναδική εξαίρεση, η ΑΕΚ, η μεγάλη του αγάπη. Οι μόνοι που άκουγαν τη φωνή του ήταν η σύζυγός του Φιλιώ και ο γιος του Δημήτρης.
Όταν τον επισκέφθηκε ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λυμπερόπουλος, κατέγραψε λίγες λέξεις και μια φράση γραμμένη σε χαρτί: «Γιατί σε μένα, Θεέ μου;». Λίγους μήνες αργότερα, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας πέθανε μέσα στη σιωπή. Ένας άνθρωπος που είχε γεμίσει τις αίθουσες με τη φωνή και την παρουσία του, έφυγε αθόρυβα — κάτι που κανείς δεν θα περίμενε, ούτε ο ίδιος.