Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορά την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, προέδρου του ΚΙΝΑΛ, από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, αποτελεί σημαντικό πλήγμα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η απόφαση αυτή εγείρει ερωτήματα σχετικά με την τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου στην Ελλάδα.

Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 465/2024 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία καλεί την ΑΔΑΕ να γνωστοποιήσει στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ την εισαγγελική διάταξη αλλά και τον φάκελο με το υλικό που έχει συλλεγεί , έπειτα από την άρση απορρήτου των επικοινωνιών του κ. Ανδρουλάκη.

Ειδικότερα το ΣτΕ έκρινε ως αντισυνταγματικό το νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη το Μάρτιο του 2021, η οποία αφαιρούσε τη δυνατότητα στους παρακολουθούμενους να ενημερωθούν για την άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου από την ΕΥΠ.

Όπως υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων στην δικαστική απόφαση, «οι αρμόδιες εθνικές αρχές, στις οποίες παρασχέθηκε από τους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα για τους προαναφερόμενους σκοπούς, οφείλουν, στο πλαίσιο των ισχυουσών εθνικών διαδικασιών, να ενημερώνουν σχετικά τα υποκείμενα των δεδομένων, εφόσον και από τη στιγμή που η ενημέρωση δεν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις έρευνες που οι εν λόγω αρχές διεξάγουν».

Το ΣτΕ τονίζει επίσης στην απόφαση πως «η ενημέρωση του θιγόμενου προσώπου, μετά τη λήξη του μέτρου, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο αυτό επιβλήθηκε, αποτελεί απαραίτητο θεσμικό αντίβαρο, στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, έναντι του ευρύτατου, κατά τα ανωτέρω, περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτουν οι κρατικές αρχές να προβαίνουν σε άρση του απορρήτου της επικοινωνίας των πολιτών, όταν ιδιαίτερα σοβαροί λόγοι το επιβάλλουν».

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Κατά την απόφαση του ΣτΕ, «η ρύθμιση αυτή, με την οποία θεσπίζεται η πλήρης απαγόρευση της δυνατότητας ενημέρωσης του θιγόμενου, μετά τη λήξη του μέτρου, ακόμη και όταν δεν υφίσταται διακινδύνευση των σκοπών εθνικής ασφάλειας που οδήγησαν στην επιβολή του, αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους δικαίου, και, συνεπώς, αντίκειται στα άρθρα 19 παρ. 1 του Συντάγματος».