Μια νέα έρευνα δείχνει σύνδεση μεταξύ της στοματικής υγείας των γυναικών και της εμφάνισης ημικρανιών και ινομυαλγίας.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι γυναίκες που δεν φροντίζουν σωστά τα δόντια τους, αποφεύγοντας το βούρτσισμα και το οδοντικό νήμα, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να υποφέρουν από αυτές τις παθήσεις.

Συγκεκριμένα, όσες έχουν τη χειρότερη στοματική υγιεινή διατρέχουν 60% υψηλότερο κίνδυνο για μέτριους έως σοβαρούς πόνους στο σώμα και 49% αυξημένο κίνδυνο για ημικρανίες.

Τα μικρόβια που αναπτύσσονται στο στόμα λόγω μη βουρτσίσματος και μη χρήσης οδοντικού νήματος, είναι πιθανώς υπεύθυνα για αυτή τη σύνδεση, σύμφωνα με τους ερευνητές.

«Είναι η πρώτη μελέτη που διερευνά τη στοματική υγεία, το στοματικό μικροβίωμα και τον πόνο που συνήθως βιώνουν οι γυναίκες με ινομυαλγία, με τη μελέτη μας να δείχνει μια σαφή και σημαντική συσχέτιση μεταξύ της κακής στοματικής υγείας και του πόνου», δήλωσε η επικεφαλής της έρευνας Joanna Harnett, αναπληρώτρια καθηγήτρια φαρμακολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ, στην Αυστραλία.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα για 158 γυναίκες στη Νέα Ζηλανδία που υποβλήθηκαν σε οδοντιατρικές εξετάσεις για να ελέγξουν την στοματική τους υγεία.

Συλλέχθηκαν δείγματα σάλιου για να διαπιστωθεί ποια μικρόβια υπήρχαν στο στόμα των γυναικών. Στη συνέχεια, οι ερευνητές συνέκριναν τα αποτελέσματα με τα επίπεδα πόνου, ημικρανίας και κοιλιακού πόνου που ανέφεραν οι ίδιες οι γυναίκες.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες με την χειρότερη στοματική υγεία ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα πόνου.

Τέσσερα είδη μικροβίων που βρέθηκαν στο στόμα τους, συσχετίστηκαν σημαντικά με τον πόνο, υποδηλώνοντας μια πιθανή αιτία, σημείωσαν οι ερευνητές.

Ανέφεραν επίσης ότι πολλές ουσίες που παράγονται από τα μικρόβια, μπορούν να επηρεάσουν τη σηματοδότηση του πόνου και τη φλεγμονή στο σώμα.

Η κακή στοματική υγεία μπορεί να επιτρέψει την ανάπτυξη αυτών των μικροβίων, προκαλώντας στους ανθρώπους έντονο πόνο, ανέφεραν οι ερευνητές.

«Τα ευρήματά μας είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την ινομυαλγία, η οποία, παρά το γεγονός ότι είναι μια κοινή ρευματολογική πάθηση, συχνά δεν αναγνωρίζεται», δήλωσε η ερευνήτρια Sharon Erdrich, από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ.