Πολλοί άνθρωποι που ζουν με ψωρίαση παρουσιάζουν επίσης αυξημένα ποσοστά σωματικού λίπους.

Αν και είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση ψωρίασης, δεν είναι ακόμη πλήρως ξεκαθαρισμένο πώς επηρεάζει η κατανομή του λίπους στο σώμα, καθώς και ο ρόλος της γενετικής.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η κεντρική παχυσαρκία —ιδιαίτερα η αυξημένη περίμετρος μέσης— φαίνεται να σχετίζεται πιο έντονα με την εμφάνιση ψωρίασης από ό,τι το συνολικό σωματικό λίπος, με τη συσχέτιση αυτή να είναι πιο εμφανής στις γυναίκες.

Αυτή η σχέση κεντρικής παχυσαρκίας και ψωρίασης παρέμεινε σταθερή ανεξάρτητα από τη γενετική προδιάθεση, υποδεικνύοντας ότι το κοιλιακό λίπος αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από περισσότερους από 330.000 εγγεγραμμένους στη βρετανική βιοτράπεζα, συμπεριλαμβανομένων 9.000 ατόμων με ψωρίαση.

Εξέτασαν 25 διαφορετικές μετρήσεις του σωματικού λίπους χρησιμοποιώντας τόσο παραδοσιακές μεθόδους όσο και προηγμένες τεχνικές απεικόνισης, αξιολογώντας πώς η καθεμία σχετίζεται με την ψωρίαση.

Ο επικεφαλής ερευνητής Ravi Ramessur, από το King’s College του Λονδίνου, εξηγεί: «Η έρευνά μας δείχνει ότι το πού αποθηκεύεται το λίπος στο σώμα έχει σημασία όταν πρόκειται για τον κίνδυνο ψωρίασης. Το κεντρικό λίπος -ιδιαίτερα γύρω από τη μέση- φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο εντοπίζουμε τα άτομα που μπορεί να έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ψωρίαση ή να εμφανίσουν πιο σοβαρή νόσο, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τις στρατηγικές πρόληψης και θεραπείας».

Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Catherine H. Smith, προσθέτει: «Καθώς τα ποσοστά παχυσαρκίας συνεχίζουν να αυξάνονται παγκοσμίως, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς τα διαφορετικά πρότυπα σωματικού λίπους επηρεάζουν χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις όπως η ψωρίαση. Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι το κεντρικό σωματικό λίπος συμβάλλει στον κίνδυνο ψωρίασης ανεξάρτητα από τη γενετική προδιάθεση και ενισχύει τη σημασία της μέτρησης της περιμέτρου της μέσης και των προληπτικών στρατηγικών υγιούς βάρους στη φροντίδα της ψωρίασης».

Ο Δρ Ramessur σημειώνει: «Μας εξέπληξε το πόσο σταθερά ισχυρή ήταν η συσχέτιση σε διάφορα μέτρα κεντρικού λίπους και πόσο ισχυρότερη ήταν η επίδραση στις γυναίκες. Οι παρατηρούμενες συνδέσεις μεταξύ του κεντρικού σωματικού λίπους και της ψωρίασης υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπάρχουν υποκείμενοι βιολογικοί μηχανισμοί που συμβάλλουν στη νόσο, οι οποίοι δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητοί και οι οποίοι χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης».

Οι ερευνητές επισημαίνουν τις δυνατότητες της θεραπείας με ινκρετίνες για την ψωριασική νόσο. Οι ινκρετίνες είναι ορμόνες που προέρχονται από το έντερο, κυρίως το γλυκαγονόμορφο πεπτίδιο-1 (GLP-1) και το εξαρτώμενο από τη γλυκόζη ινσουλινοτροπικό πεπτίδιο (GIP), οι οποίες ρυθμίζουν τη γλυκόζη, την πέψη και την όρεξη και έχουν εγκριθεί για τη θεραπεία του διαβήτη, της παχυσαρκίας και της σχετιζόμενης με την παχυσαρκία αποφρακτικής άπνοιας ύπνου.

Ο Δρ. Gelfand σχολιάζει: «Η ισχυρή σχέση μεταξύ της ψωρίασης και της παχυσαρκίας και τα αναδυόμενα οφέλη των αγωνιστών του υποδοχέα του γλυκαγονόμορφου πεπτιδίου-1 (GLP1RA) για τη μείωση της νοσηρότητας της ψωρίασης, μάς καλεί να διεξάγουμε κλινικές δοκιμές μεγάλης κλίμακας της μονοθεραπείας με GLP1RA για τη θεραπεία της ψωρίασης. Το να εστιάζουμε μόνο στις εκδηλώσεις του δέρματος και των αρθρώσεων κατά τη θεραπεία της ψωρίασης είναι ξεπερασμένο, στο πλαίσιο της εξελισσόμενης κατανόησης της στενής σχέσης της ψωρίασης, της παχυσαρκίας και της καρδιομεταβολικής νόσου».