Ισπανοί επιστήμονες ανακοίνωσαν πως κατάφεραν να αναστρέψουν την εξέλιξη της νόσου του Αλτσχάιμερ σε ποντίκια, χρησιμοποιώντας νανοσωματίδια.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ίδια μέθοδος θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ανθρώπους μέσα στα επόμενα χρόνια, προσφέροντας ελπίδα σε εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως.

Η πρωτοποριακή έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Ινστιτούτο Βιομηχανικής Βιοϊατρικής της Καταλονίας (IBEC) στη Βαρκελώνη, με επικεφαλής τον καθηγητή Τζουζέπε Μπατάλια. Το νέο φάρμακο χορηγείται με ένεση και αποτελείται από νανοσωματίδια διαμέτρου μικρότερης από 200 νανόμετρα – σχεδόν 400 φορές λεπτότερα από μια ανθρώπινη τρίχα.

Ο στόχος τους είναι ο αιματοεγκεφαλικός φραγμός, το φυσικό «τείχος» που προστατεύει τον εγκέφαλο από τοξίνες και παθογόνους μικροοργανισμούς. Στη νόσο Αλτσχάιμερ ο φραγμός αυτός καταστρέφεται, με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται στον εγκέφαλο η πρωτεΐνη βήτα-αμυλοειδές, που θεωρείται βασική αιτία της ασθένειας.

«Η μελέτη μας δείχνει ότι όταν επαναφέρουμε τη λειτουργία του αιματοεγκεφαλικού φραγμού, ο εγκέφαλος καθαρίζει πιο αποτελεσματικά τις τοξικές πρωτεΐνες και η λειτουργία του βελτιώνεται», δήλωσε ο καθηγητής Μπατάλια στη Daily Mail.

Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ποντίκια γενετικά τροποποιημένα ώστε να παράγουν μεγάλες ποσότητες βήτα-αμυλοειδούς και να εμφανίζουν συμπτώματα άνοιας. Μετά από τρεις δόσεις του φαρμάκου, διαπιστώθηκε μέσα σε μόλις μία ώρα μείωση 50-60% των τοξικών πρωτεϊνών στον εγκέφαλο.

Τα νανοσωματίδια, που περιγράφονται ως «μικροσκοπικοί παράγοντες επισκευής», όχι μόνο αποκαθιστούν τη λειτουργία του φραγμού, αλλά και ενεργοποιούν την πρωτεΐνη-«κλειδί» LRP1, η οποία λειτουργεί σαν «μοριακός θυρωρός» μεταφέροντας το βήτα-αμυλοειδές έξω από τον εγκέφαλο ώστε να αποβληθεί.

Παρότι τα εντυπωσιακά αποτελέσματα έχουν επιβεβαιωθεί μόνο σε ποντίκια, ο καθηγητής Μπατάλια εκτιμά ότι η μέθοδος θα μπορούσε να αποδειχθεί αποτελεσματική και στους ανθρώπους, καθώς ο αιματοεγκεφαλικός φραγμός λειτουργεί παρόμοια.

«Το επόμενο βήμα είναι να ολοκληρώσουμε τις απαραίτητες μελέτες ασφάλειας και τοξικότητας, ώστε να προχωρήσουμε σε κλινικές δοκιμές. Αν όλα πάνε καλά, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μέσα στα επόμενα χρόνια, ανοίγοντας τον δρόμο για έναν εντελώς νέο τρόπο θεραπείας της νόσου», τόνισε.

Η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν και ερευνητές από την Κίνα και το University College London, δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Signal Transduction and Targeted Therapy.