Πολεμικά καταφύγια υπάρχουν στην Αθήνα (Λυκαβηττός, Αρδηττός, Πολύγωνο κ.α.), στον Πειραιά (Προφ. Ηλίας, Καστέλα, Δραπετσώνα κ.α.), στα νότια προάστια (Ελληνικό, Βούλα, Γλυφάδα), στα βόρεια (Κηφισιά, Παπάγου, Ψυχικό), στο Σούνιο, στη Ραφήνα.

Αφετηρία για την κατασκευή καταφυγίων στην ελληνική πρωτεύουσα αποτέλεσε η περίοδος του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940), ο οποίος αντιλήφθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ότι το αεροπλάνο θα κυριαρχούσε στο εξής στις πολεμικές συγκρούσεις, πολλαπλασιάζοντας τον κίνδυνο για τον άμαχο πληθυσμό. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί εκείνη την περίοδο ακολουθούσαν την τακτική του carpet bombing, δηλαδή πολλά βλήματα έπλητταν τυφλά τον ίδιο στόχο από διαφορετικές γωνίες (σε αντίθεση με τα βλήματα ακριβείας σήμερα), οι ανθρώπινες απώλειες καθίσταντο ακόμη μεγαλύτερες, αυξάνοντας την ανάγκη αεράμυνας στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Αυστηρές προδιαγραφές

Για το λόγο αυτό, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν στηρίχθηκε μόνο στην κατασκευή ορισμένων χώρων που θα λειτουργούσαν ως καταφύγια, αλλά εισήγαγε ένα οργανωμένο σύστημα Πολιτικής Προστασίας, το οποίο προέβλεπε εκπαίδευση των πολιτών για τις έκτακτες συνθήκες, αλλά και την κατασκευή όσο το δυνατόν περισσότερων αντιαεροπορικών καταφυγίων, υποχρεώνοντας -με αναγκαστικό νόμο- κάθε νεόδμητη πολυκατοικία άνω των 3 ορόφων να διαθέτει από ένα, η ανέγερση του οποίου συνοδευόταν από αυστηρές προδιαγραφές. Για το λόγο αυτό, τα σχέδια ανέγερσης των πολυκατοικιών περνούσαν πρώτα από έγκριση της Αεράμυνας (ως προϋπόθεση έγκρισης οικοδομικής άδειας) και κατόπιν της Πολεοδομίας, σε μια προσπάθεια να εξασφαλιστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι χώροι προστασίας στον αστικό ιστό της Αθήνας, οι οποίοι θα διέθεταν αρκετές διόδους του αέρα, κλιμακοστάσια, αλλά και μεταλλική θωράκιση στα σημεία εισόδου/ εξόδου.

Τα σημάδια, άλλωστε, από το γενικευμένο μηχανισμό Αεράμυνας της Αθήνας την περίοδο του Μεσοπολέμου είναι ακόμη εμφανή, καθώς μεταλλικές πλάκες στα πεζοδρόμια, αλλά και κλειστές, μεταλλικές πόρτες ή σκάλες πλάι στα ασανσέρ πολυκατοικιών, ιδίως στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, μαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιων καταφυγίων.

Τα είδη των καταφυγίων διέφεραν βέβαια μεταξύ τους. Στην περίπτωση των καταφυγίων σε κατοικίες, αναπτύχθηκαν είτε στοές μερικών μέτρων ή θάλαμοι κάποιων τετραγωνικών (3τμ αντιστοιχούσαν κατ’ άτομο), αλλά δεν έλειπαν και οργανωμένα καταφύγια που αναπτύχθηκαν σε εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα, διαθέτοντας δεξαμενές νερού, ηλεκτροφωτισμό, χώρους υγιεινής και πολλαπλούς θαλάμους.

Μερικά καταφύγια στην Αθήνα αναπτύχθηκαν και στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, τα οποία είχαν ενταχθεί μέχρι και τη δεκαετία του ’70 στις υποδομές αεράμυνας της Αθήνας, ενώ πληροφορίες θέλουν ορισμένα καταφύγια να αναπτύσσονται και στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Αποτέλεσμα όλης αυτής της προετοιμασίας, ήταν η Αθήνα να διαθέτει πληθώρα καταφυγίων, ιδιωτικά ή δημόσια, στρατιωτικά ή αστικά.

Μάλιστα, το σχέδιο Μεταξά προέβλεπε τη δημιουργία και δημόσιων καταφυγίων, σε εργοστάσια, διυλιστήρια, λιμάνια, βιομηχανίες, σιδηροδρομικούς σταθμούς και κυβερνητικά κτίρια σε κεντρικά σημεία της Αθήνας, ώστε την περίοδο 1936-1940 τα δημόσια καταφύγια στην πρωτεύουσα να ανέρχονται τουλάχιστον σε 400, ικανά να φιλοξενήσουν 30-40.000 άτομα. Παράλληλα, 5.000 περίπου καταφύγια αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο σε ιδιωτικές εγκαταστάσεις, ορισμένα εκ των οποίων φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.

Μέχρι και σήμερα, έρευνες δείχνουν πως ένα άτομο που βρίσκεται στο σπίτι του την ώρα του βομβαρδισμού είναι τρεις φορές ασφαλέστερο από ένα άτομο που είναι ακάλυπτο στο δρόμο. Ένα άτομο, ωστόσο, που βρίσκεται μέσα σε καταφύγιο είναι πέντε φορές ασφαλέστερο από αυτό που βρίσκεται στο σπίτι και δεκαπέντε φορές ασφαλέστερο από ένα άλλο που βρίσκεται ακάλυπτο στο δρόμο.

Τα τελευταία χρόνια, τα καταφύγια χωρίζονται σε «Δημόσια – Δημοτικά», τα οποία κατασκευάζονται από το Δημόσιο ή τους Δήμους και τις Κοινότητες, σε «Ιδιωτικά», τα οποία υλοποιούν ιδιώτες ή επιχειρήσεις για δική τους χρήση συνήθως σε ιδιωτικά υπόγεια κτιρίων, με κατάλληλες προδιαγραφές, αλλά και σε «Ορύγματα (χαρακώματα)», τα οποία κατασκευάζονται σε ελεύθερους χώρους και μακριά από οικοδομές. Τα τελευταία κατασκευάζονται γρήγορα, με μικρή δαπάνη και παρέχουν ικανοποιητική προστασία.

Ξεκινώντας από ψηλά

Ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια της Αθήνας είναι αυτό του Λυκαβηττού, με παλιότερες μαρτυρίες να χαρακτηρίζουν το λόφο ως «κούφιο». Η πιο γνωστή είσοδος (υπάρχουν τουλάχιστον δύο) είναι πλάι στην Εκκλησία των Αγίων Ισιδώρων και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια στην Αθήνα με βάθος 100 μέτρων, ενώ προπολεμικά λειτουργούσε εκεί το Κέντρο Συντονισμού Αντιαεροπορικής άμυνας της Αττικής, ενώ διέθετε θέσεις πολυβολείων λαξευμένες στους βράχους. Στους χώρους του υπήρχαν υποδομές τηλεφωνικού κέντρου, ηλεκτροδότησης και παροχής νερού, όπως και χώροι υγιεινής (τουαλέτες και λουτρά). Η διαρρύθμισή του περιλαμβάνει δύο μεγάλες αίθουσες, πολλούς διαδρόμους και μικρότερους χώρους, αποθήκες, πολυβολείο και διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση. Σήμερα υπάγεται στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

Κοραή 4

Ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια στην «καρδιά» της Αθήνας είναι αυτό επί της οδού Κοραή 4 στα Προπύλαια, το οποίο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς στις 6 Μάϊου 1941, λειτουργώντας ως χώρος βασανιστηρίων. Οι σχεδιαστές του κτιρίου (Κριεζής και Μεταξάς), ωστόσο, είχαν προβλέψει στα δύο υπόγεια του κτιρίου (τα οποία εκτείνονται 6 μέτρα κάτω από τη γη), τα πιο σύγχρονα συστήματα αεράμυνας, καθώς υπήρχαν μεταλλικές πόρτες που έκλειναν αεροστεγώς, ενώ οι όροφοί του επικοινωνούσαν εσωτερικά με σκάλες, διευκολύνοντας την επαφή των δύο χώρων.

Το «βασιλικό καταφύγιο» του Αρδηττού

Το 1937 κατασκευάζεται το καταφύγιο του Αρδηττού, κατά πληροφορίες ως επέκταση υπόγειας διόδου που εξυπηρετούσε το αρχαίο στάδιο, προκειμένου να φιλοξενήσει στρατιωτική αποθήκη και καταφύγιο 1.300 ατόμων. Το καταφύγιο είχε εμβαδόν 500 τετραγωνικά μέτρα, διαθέτοντας τον μεγαλύτερο κεντρικό θάλαμο σε όλη την Αττική, ύψους 5 μέτρων.

Στη διάρκεια της Κατοχής το καταφύγιο επιτάσσεται από τους Γερμανούς, οι οποίοι το μετατρέπουν σε αποθήκη πυρομαχικών, ενώ με το πέρας του πολέμου αξιοποιείται από δυνάμεις αντιστασιακών. Ο ίδιος χώρος, ωστόσο, αναβαθμίζεται σε «βασιλικό καταφύγιο» στα χρόνια του Βασιλέα Παύλου, και για αυτό υπήρχε η φήμη ότι επικοινωνεί υπόγεια με το κτίριο των Ανακτόρων (σημερινή Βουλή), αν και κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται από την υποδομή του. Πληροφορίες θέλουν την αρχική στοά του να είναι επενδεδυμένη όλη με μπετόν. Παράλληλα, διαθέτει βαριές μεταλλικές πόρτες, ενώ στο εσωτερικό του είχαν αναπτυχθεί χώροι υγιεινής και υποδομή ηλεκτροφωτισμού.

Επτανήσων και Πιπίνου

Λίγα μέτρα από το Πεδίο Άρεως, ιδιωτικό καταφύγιο φαίνεται να λειτουργούσε από το 1938 στα υπόγεια της πολυκατοικίας Επτανήσου 3 και Πιπίνου, στην Κυψέλη. Σε μια χαρακτηριστική πολυκατοικία του ρυθμού Art Deco, ο Μικρασιάτης αρχιτέκτονας, Λεωνίδας Μπόνης κατασκεύασε ένα υπόγειο καταφύγιο 65τμ για λογαριασμό του εφοπλιστή από την Άνδρο, Χαρίλαο Βούλγαρη και της οικογένειάς του, χωρητικότητας μέχρι και 63 ατόμων. Το καταφύγιο διαθέτει μια κεντρική αίθουσα, κουζίνα, δύο τουαλέτες, πλυσταριό και βοηθητικούς χώρους, όπως και μεταλλικές πόρτες, ηλεκτροφωτισμό και ράφια.

Παρότι ο Αρχιτέκτονας Μπόνης δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις πολυκατοικίες, αφού επικεντρώθηκε στην κατασκευή μεγάλων κτιρίων, ο ίδιο συμμετείχε σε συνεργασία με τον Βασίλειο Κασσάνδρα στην κατασκευή του κτιρίου του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στην Πανεπιστημίου (σημερινό Attica), το οποίο διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια στην Αττική.

Μετοχικό Ταμείο Στρατού

Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια, το οποίο οικοδομήθηκε στο κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, στο οποίο σήμερα βρίσκεται το πολυκατάστημα Attica. Σε αντίθεση με άλλα καταφύγια, οι τοίχοι του είχαν το εντυπωσιακό πάχος από οπλισμένο σκυρόδεμα 1 μέτρου, ώστε οι στρατιωτικές υπηρεσίες της εποχής να αναπτύξουν εντός του υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας, αποφεύγοντας τις παρεμβολές.

Κάτω από το ΥΠΟΙΚ

Κατά πληροφορίες, μια σιδερένια σκάλα 7 μέτρων οδηγεί στο πεζοδρόμιο επί της οδού Καραγιώργη Σερβίας 10, όπου βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια της Αθήνας, ακριβώς κάτω από το κτίριο που φιλοξενεί το Υπουργείο Οικονομικών. Το καταφύγιο εκτείνεται σε 400 τ.μ., έχει 35 θαλάμους σε δύο επίπεδα και διαθέτει 4 εξόδους κινδύνου. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται σε 500 άτομα, ενώ είσοδοί του είναι ορατοί μέσα στην στοά.

Ζαλοκώστα 7

Καταφύγιο σε απόσταση 50 μέτρων από τη Βουλή υπάρχει και στην πολυκατοικία επί της οδού Ζαλοκώστα 7, χτισμένη με βάση τα σχέδια του Ανδριανού Λαζαρίμου. Το καταφύγιο αναπτύσσεται σε 80 τ.μ. και παραμένει σε πολύ καλή κατάσταση.

Καταφύγια στην παραλιακή ζώνη

Σε σχεδόν εξαιρετική κατάσταση βρίσκεται το αντιαεροπορικό καταφύγιο στα υπόγεια του ΠΙΚΠΑ Βούλας, το οποίο διαθέτει 8 δωμάτια και έχει συντηρηθεί από το στρατό. Με δύο εισόδους, οι τοίχοι του είναι κατασκευασμένοι από πέτρα, η οροφή του είναι αψιδωτή και από μπετόν, ενώ διαθέτει τριπλή ανοιχτή δεξαμενή νερού. Οι πληροφορίες θέλουν το καταφύγιο να κατασκευάστηκε από τους Γερμανούς, διαθέτοντας δίδυμο κτίσμα, μέσα στα όρια της Γλυφάδας. Είναι λίγο μεγαλύτερο, αλλά μη συντηρημένο, ενώ διαθέτει και αυτό φωλιές πολυβόλου, υδραυλικά φρεάτια και τριπλή ανοιχτή δεξαμενή νερού.

Το καταφύγιο του «Οχυρού» στη Ραφήνα

Εντάσσεται σε ένα σύνολο οχυρωματικών έργων, τα οποία ανέπτυξαν οι Γερμανοί στην περιοχή Παναγίτσα της Ραφήνας, μετά την εγκατάστασή τους στην πόλη την 1η Μάϊου 1941. Σε έκταση περίπου 60 στρεμμάτων πευκοδάσους, οι δυνάμεις των Γερμανών κατασκεύασαν ανοιχτές θέσεις πυροβόλων, δεξαμενές, ορύγματα και το καταφύγιο. Το τελευταίο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, τόσο σε επίπεδο αιθουσών, όσο και σηράγγων, παρότι οι Γερμανοί ανατίναξαν το χώρο, φεύγοντας το 1941.

Το ισχυρό, ωστόσο, σκυρόδεμα άφησε σχεδόν ανέπαφο το καταφύγιο, στο οποίο κανείς μπαίνει από τρεις εισόδους, ενώ ο χώρος καθαρίστηκε από παλιά πυρομαχικά μετά από πρωτοβουλία του δήμου Ραφήνας το 2012, σκοπεύοντας στην περαιτέρω χαρτογράφησή του, καθώς εικάζεται ότι στον ίδιο χώρο υπάρχει και συμπληρωματικό καταφύγιο, το οποίο λειτούργησε ως αίθουσα μάχης.

Τα καταφύγια του Πειραιά

Καταφύγια αναπτύχθηκαν και στην περιοχή του Πειραιά την προπολεμική περίοδο, ο οποίος βρέθηκε στο στόχαστρο σφοδρών βομβαρδισμών στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.

Στα σημαντικότερα καταφύγια της πόλης είναι αυτό της Καστέλας, το οποίο είναι διώροφο και υπόγειο ταυτόχρονα, ηλεκτροδοτούμενο, υδροδοτούμενο και με χώρους υγιεινής, παρότι εμφανίζει εικόνα εγκατάλειψης. Όπως και σε αυτό της Κοραή, έτσι και στην Καστέλα, η σύνδεση των δύο επιπέδων γίνεται με σκάλες, οι οποίες καταλήγουν και σε χώρους κατασκευασμένους ψηλότερα, όπως οι δεξαμενές νερού. Τα δύο επίπεδα του καταφυγίου απέχουν μεταξύ τους 14 μέτρα, ενώ όλοι οι τοίχοι του είναι επενδεδυμένοι με πέτρα.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Στο λόφο του Προφήτη Ηλία βρίσκεται ένα ακόμη αντιαεροπορικό καταφύγιο στην περιοχή του Πειραιά, το οποίο κατασκευάστηκε στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως προς την κατασκευή του μοιάζει με αυτό της Καστέλας, αλλά είναι μικρότερο και χωρίς ηλεκτρικές και υδραυλικές εγκαταστάσεις. Οι τοίχοι τους είναι πετρόκτιστοι και η οροφή του κατασκευασμένη από μπετόν. Το βάθος του φτάνει τα 10-12 μέτρα κάτω από τη γη, όπου οδηγεί μια κλίμακα από 50 σκαλοπάτια.