Ο Άγιος Αναστάσιος γεννήθηκε στο χωριό Ραχήζ της Περσίας, της επαρχίας Ρασνουνί. Ονομαζόταν Μαγουνδάτ, ήταν υιός του μάγου Μαβ και υπηρέτησε στον στρατό επί των ημερών του βασιλέως Χοσρόη (590-628), ο οποίος κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα και μετέφερε στην χώρα του τον Τίμιο Σταυρό (614).

Τότε ο Μαγουνδάτ θέλησε να μάθει, αφού άκουσε περί αυτού και των επιτελουμένων θαυμάτων, γιατί οι Χριστιανοί τον τιμούσαν. Έτσι, αφού διδάχθηκε από κάποιον πιστό ότι με τον σταυρικό θάνατο του Κυρίου λυτρώθηκε το ανθρώπινο γένος, πίστεψε στον Χριστό. Έπειτα, συμμετέχοντας στην εκστρατεία των Περσών κατά της Κωνσταντινουπόλεως, βρέθηκε στη Χαλκηδόνα.

Κατά τη διαμονή του εκεί, αφού πληροφορήθηκε ότι ο Ηράκλειος κατετρόπωσε τους Πέρσες, πήγε στην Ιεράπολη και από εκεί στα Ιεροσόλυμα όπου βαπτίσθηκε υπό του κατόπιν Πατριάρχου Μοδέστου, προς τον οποίο τον οδήγησε ο ιερεύς του πανίερου ναού της Αναστάσεως, και έλαβε το όνομα Αναστάσιος. Στη συνέχεια εκάρη μοναχός στη μονή του Αββά Ιουστίνου ή κατ’ άλλους στη μονή του Αγίου Σάββα.

Μετά από επταετή άσκηση και διαβάζοντας καθημερινά τους βίους Αγίων και τα μαρτύριά τους, τους ζήλεψε και προσευχόταν να αξιωθεί το μαρτυρικό τέλος αυτών. Έτσι, όταν, κατά παραχώρηση του Κυρίου, ο Άγιος Αναστάσιος είδε σε όνειρο ότι ανέβηκε στο όρος του Κυρίου και στάθηκε στον άγιο τόπο Αυτού, κι εκεί ήπιε ένα χρυσό ποτήρι γεμάτο κρασί, θεώρησε ότι σκιαγραφόταν το μέλλον και το μαρτύριό του.

Γι αυτό, γονυπετής και ένδακρυς, ζήτησε την ευχή του προεστώτος ιερέως της μονής για τη μακάρια αποδημία του, δηλαδή την πορεία του προς το μαρτύριο. Αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων κατευθύνθηκε προς την Διόσπολη, για να προσευχηθεί στον Αγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, κι έφθασε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Εκεί, όταν είδε κάποιους μάγους ομοεθνείς του, έλεγξε και χλεύασε τα σοφίσματα και την ασέβειά τους. Τότε εκείνοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον άρχοντα Μαρζαβανά. Ο άρχοντας διέταξε να αφεθεί ελεύθερος αρκεί να αρνηθεί τον Χριστό ενώπιον ενός μόνο προσώπου. Όμως ο Άγιος Αναστάσιος απάντησε με πνευματική ανδρεία: «Μη δώη μοι ο Θεός της αγαπήσεως εκπεσείν του Χριστού μου».

Ο Μαρζαβανάς θύμωσε και έδωσε εντολή να μεταφέρει βαριές πέτρες χωρίς καμία ανάπαυλα. Τα βασανιστήρια συνεχίσθηκαν μέχρι που οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλέως των περσών Χοσρόη. Αλλά και μπροστά στον βασιλιά δεν φοβήθηκε. Τον κτύπησαν αλύπητα με ραβδιά.

Το μαρτύριο ήταν καθημερινό. Στο τέλος τον κρέμασαν από ένα χέρι δια βρόγχου, τον έπνιξαν και απέκοψαν την κεφαλή του. Το μαρτύριό του έγινε το 628 με άλλους 70 Χριστιανούς Μάρτυρες. Η Σύναξη του Αγίου ετελείτο στο Μαρτύριό του, που βρισκόταν εντός του Αγίου Φιλήμονος, στο Στρατήγιο.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Την πλάνην αφέμενος, την των Περσών νουνεχώς, τη πίστει προσέδραμες, τη του Χρίστου ευσεβώς, σοφέ Αναστάσιε, όθεν και εν ασκήσει, διαπρέψας ενθέως, ήθλησας υπέρ φύσιν, και τον όφιν καθείλες διό διπλώ στεφάνω, θεόθεν εστεφάνωσαι.