Η ιδιοκτήτρια του ιστορικού κινηματογράφου μιλάει για τα 80 χρόνια λειτουργίας του Βοξ αλλά και για τα επεισόδια που έγιναν πριν από λίγες μέρες

«Ο δροσερώτερος και ησυχώτερος κινηματογράφος των Αθηνών προβάλλει σήμερον την κινηματογραφικήν υπερπαραγωγήν, το δραματικώτερον και συγκλονιστικώτερον έργον της χειμερινής περιόδου “Ο Στρατηγός Πέθανε την Αυγή” το έργο που απεκόμισε μόνον επαίνους από τη Διεθνή Κριτική με τον γίγαντα της τέχνης Γκάρυ Κούπερ και τους Μαντελέν Κάρολ και Ακίμ Ταμίρωφ. Επι πλέον όλαι αι παγκόσμιαι επικαιρότητες στα Φοξ Νιους».

Αυτή η καταχώρηση στην «Ακρόπολη» της 3ης Ιουλίου 1938 ήταν μια από τις πρώτες -ίσως η πρώτη- του ιστορικού κινηματογράφου Βοξ στα Εξάρχεια. Το Βοξ είχε ανοίξει λίγες μέρες νωρίτερα και η ταινία με τον Γκάρι Κούπερ ήταν η τρίτη που προβαλλόταν. Η αρχή είχε γίνει στις 25 Ιουνίου με την ταινία «Η Κυρία με τας Καμελίας».

Ακολούθησαν 81 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων οι πραγματικοί σινεφίλ της Αθήνας είδαν τις πιο σημαντικές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι το Βοξ δεν είναι ένα απλό σινεμά αλλά χώρος πολιτισμού, ο οποίος μύησε χιλιάδες ανθρώπους στα πιο καλά κρυμμένα μυστικά της 7ης Τέχνης. Και θα συνεχίσει να το κάνει, ακόμα κι αν πέφτουν δακρυγόνα στην κατάληψη που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου που στεγάζεται. Άλλωστε, ο κινηματογράφος δεν έκλεισε ούτε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν η Αθήνα ήταν ρημαγμένη. «Πέρυσι γιορτάσαμε τα 80 χρόνια λειτουργίας του Βοξ. Θα προτιμούσα να μας θυμηθούν γι’ αυτό το γεγονός και όχι για τα επεισόδια που έγιναν πριν από λίγες μέρες» λέει η ιδιοκτήτρια του, Πέγκυ Ρίγγα.


Αν και η πρώτη προβολή έγινε στις 25 Ιουνίου 1938, υπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες ένας άλλος κινηματογράφος προϋπήρχε από το 1934 στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το κτίριο του Βοξ. Ονομαζόταν «Ατλαντίς», στη συνέχεια έγινε «Μον Σινέ» πριν ο τότε ιδιοκτήτης του καταλήξει στο «Vox». «Είναι μια ιστορία για την οποία δεν είμαστε βέβαιοι. Είναι υπό διερεύνηση» τονίζει η κα Ρίγγα. Το 1941 ο κινηματογράφος, υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Ανδρεόπουλου, πήρε άδεια λειτουργίας από τους Γερμανούς. Ωστόσο, για να υπάρχει συσκότιση τις βραδινές ώρες, απαγορεύονταν αυστηρά οι λευκοί λαμπτήρες στην πλατεία και στην είσοδο. Επιτρέπονταν μόνο μπλε λαμπτήρες που τοποθετούνταν σε «μεταλλικές κωνοειδείς σκιάδες». Αυτό το σκοτάδι, πάντως, εξυπηρέτησε απόλυτα τους Έλληνες αντιστασιακούς οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τις τουαλέτες του κινηματογράφου ως σημείο συνάντησης και ανταλλαγής εγγράφων. «Το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και έπαιζε γερμανικές και ιταλικές ταινίες. Λέγεται επίσης, χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί, ότι σε ένα δωματιάκι είχε τοποθετηθεί πολύγραφος» διηγείται η κα Ρίγγα.

Το 1971, το Βοξ πέρασε στην κατοχή του πατέρα της κ. Ρίγγα, Θόδωρου Ρίγγα, ο οποίος το 1969 είχε δημιουργήσει τη «Ριβιέρα», ενω τα επόμενα χρόνια άνοιξε την «Αθηναία» και νοίκιασε την «Ααβόρα» στην Ιπποκράτους.


Τότε άρχισε και η χρυσή εποχή του. Περισσότερο από επιχειρηματίας, ο Ρίγγας ήταν ένας αληθινός εραστής του κινηματογράφου –αν και όχι σινεφίλ με την σημερινή έννοια του όρου- και κατάφερε να το μετατρέψει σε σημείο αναφοράς για τις επόμενες δεκαετίες. «Λόγω της φυσιογνωμίας της περιοχής και της περιόδου της δικτατορίας, το Βοξ ανέπτυξε ένα διαφορετικό, πιο σινεφίλ, χαρακτήρα. Ο πατέρας μου προτιμούσε τον αμερικάνικο κινηματογράφο, δεν έβλεπε Γκοντάρ, αλλά ήξερε ποιες ταινίες έχουν αξία. Γι’ αυτό διαχειριζόταν το σινεμά του με τέτοιες επιλογές. Επίσης έκανε εβδομάδες με αφιερώματα στον Χίτσκοκ, στον Τρυφώ, στον Παζολίνι και άλλους» λέει και επισημαίνει ότι δεν υπήρξαν ποτέ σοβαρά προβλήματα με τη χούντα, επειδή οι λογοκριτές του καθεστώτος συχνά δεν καταλάβαιναν τι έβλεπαν. «Βρήκα στο αρχείο του μπαμπά κάποιες φωτογραφίες από την ταινία της Λίνα Βερτμίλερ “Ιστορία Έρωτα και Αναρχίας”, οι οποίες έχουν τη σφραγίδα επικύρωσης από τους λογοκριτές. Η ημερομηνία που μπήκε η σφραγίδα με τον φοίνικα ήταν η 10η Νοεμβρίου 1973. Μια εβδομάδα πριν το Πολυτεχνείο ο έρωτας και η αναρχία εγκρίθηκαν από το καθεστώς».

Τη δεκαετία του 1970 οι ουρές έκαναν το γύρο του τετραγώνου, αφού ο Ρίγγας έκανε επιλογές ταινιών με βάση την προσωπικότητα, το γούστο και τη μεγάλη γνώση του, χωρίς να περιορίζεται από τις εμπορικές επιταγές της εποχής. Όπως έλεγε ο ίδιος και επιβεβαιώνει σήμερα η κόρη του, η ζωή του ήταν ίδια με αυτή του νεαρού πρωταγωνιστή της ταινίας «Σινεμά ο Παράδεισος». «Η ταινία έγινε επιτυχία χάρη στον πατέρα μου. Δεν είχε επιτυχία όταν προβλήθηκε σε πρώτη προβολή στην Ααβόρα. Όμως ο πατέρας μου αναγνώρισε στον πιτσιρικά που πρωταγωνιστεί τον εαυτό του. Όταν ήταν παιδί δούλευε σε κινηματογράφο στην Άρτα και πουλούσε τσιγάρα για να ζήσει. Στη συνέχεια έγινε μηχανικός. Όλη του τη ζωή την πέρασε στο σινεμά. Είναι αυτό που λέμε ότι η ζωή μιμείται την τέχνη και το αντίστροφο. Για το λόγο αυτό επέμεινε και συνέχισε να την προβάλει και στα θερινά. Και τελικά, από στόμα σε στόμα, το “Σινεμά ο Παράδεισος” έγινε επιτυχία».


Τις επόμενες δεκαετίες το Βοξ πέρασε τις φουρτούνες και τα σκαμπανεβάσματα που πέρασαν και εκατοντάδες άλλοι κινηματογράφοι στην Ελλάδα. Η επέλαση του βίντεο στην αρχή, το downloading στη συνέχεια και οι πλατφόρμες streaming σήμερα έχουν κάνει πολλούς ανθρώπους να θεωρούν την μεγάλη οθόνη λιγότερο απαραίτητη. Το 1982 λίγο έλλειψε να κλείσει επειδή το κτίριο θα απαλλοτριωνόταν με σκοπό την επέκταση του γειτονικού σχολείου. «Δεν κλείνεις ένα σχολείο για να ανοίξεις ένα άλλο σχολείο» είχε πει τότε ο Θόδωρος Ρίγγας, ενώ 5.000 κάτοικοι υπέγραψαν επιστολή με την οποία ζητούσαν να μην προχωρήσει αυτό το σχέδιο. Τελικά, το κτίριο δεν απαλλοτριώθηκε, το Βοξ συνέχισε να λειτουργεί και λίγα χρόνια αργότερα έγινε ένας από τους 47 θερινούς κινηματογράφους της Αθήνας που κηρύχτηκαν διατηρητέοι.
Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Ο Θόδωρος Ρίγγας πέθανε το 2013 και ο κινηματογράφος πέρασε στην κόρη του, η οποία έχει να αντιμετωπίσει άλλου είδους προκλήσεις. «Από τη στιγμή που η κατάληψη ονομάστηκε Κ* Βοξ θεωρήθηκε ότι ο κινηματογράφος είτε δε λειτουργεί είτε ότι αποτελεί μέρος της. Εν πολλοίς ταυτίστηκε λανθασμένα με την κατάληψη. Όταν τον πήρα στα χέρια μου έλεγα σε όλους ότι το Βοξ δεν έκλεισε ποτέ. Το Βοξ λειτουργεί όλα αυτά τα χρόνια όπως λειτουργούσε εδώ και οκτώ δεκαετίες» καταλήγει.