Τις τελευταίες ημέρες η Κυβέρνηση διακινεί ένα νέο Σενάριο, για τη συνταγματική αναθεώρηση των άρθρων που προσδιορίζουν τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας, αφενός προκειμένου να συσπειρώσει το παλαιό της ακροατήριο (ξεπληρώνοντας δουλείες του παρελθόντος όταν ήταν μόλις 4% του εκλογικού σώματος), και αφετέρου για να επιτύχει την πολυπόθητη διάσπαση στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης (μεταξύ φιλελεύθερων και συντηρητικών).

Ο πρώτος στόχος καλύπτει τους γνωστούς αριστερούς ιδεασμούς, που παρότι αποτελούν αντικείμενο της ψυχιατρικής επιστήμης, τις συνέπειές τους βιώνουν στην καθημερινότητα τους όλοι οι Έλληνες πολίτες. Ο δεύτερος στόχος, όμως, κρύβει μια εξίσου εσφαλμένη πολιτική παραδοχή.

Οι Έλληνες φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, χαρακτηρίζονταν πάντοτε από το στοιχείο του πολιτικού ρεαλισμού, καθώς ουδέποτε θα έθεταν σε κίνδυνο την ενότητα της πολιτικής τους παράταξης προκειμένου να ικανοποιήσουν «ιδεολογικές αρχές». Άλλωστε οι προσδοκίες διάσπασης για το εθνικό ζήτημα της Μακεδονίας διαψεύστηκαν πανηγυρικά.

Επί της ουσίας της υπόθεσης, οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας ρυθμίζονται από τα οικεία άρθρα του Συντάγματος και από τον αντίστοιχο Εκτελεστικό Νόμο, που είναι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977), ο οποίος στο άρθρο 2 με σαφήνεια ορίζει ότι «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χριστιανικής αγωγής της νεότητος, της εν τω στρατεύματι θρησκευτικής υπηρεσίας, της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογενείας, της φροντίδος διά την περίθαλψιν των δεομένων εν γένει προστασίας, της διαφυλάξεως των ιερών κειμηλίων και εκκλησιαστικών και χριστιανικών μνημείων, της καθιερώσεως νέων Θρησκευτικών εορτών, ζητεί δε την προστασίαν της Πολιτείας οσάκις προσβάλλεται η θρησκεία». Επομένως, και τα όρια και το πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται τα δύο μέρη (Εκκλησία – Πολιτεία) είναι απολύτως ρυθμισμένο.

Η κυβέρνηση αισθάνεται ότι ο πολιτικός της χρόνος είναι βραχύς, και επιδιώκει να επιλύσει άμεσα όλες τις εκκρεμότητές της με την ελληνική κοινωνία. Άρα, η άρνηση ακόμη και του στενού πλαισίου συνεργασίας των δύο μερών (Πολιτείας – Εκκλησίας) από την Ελληνική «κυβερνώσα αριστερά», άποψη παλιά, αλλά εξίσου περιθωριακή για την πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, οδηγεί σε πολιτικές ρήξης.

Ο πλήρης χωρισμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Πολιτεία, θα σήμαινε αυτομάτως την έκλειψη κάθε θρησκευτικού χρωματισμού της Ελληνικής Πολιτείας (π.χ. κατάργηση των Δοξολογιών στις επίσημες εορτές, γενική εφαρμογή του πολιτικού όρκου και του πολιτικού γάμου, απομάκρυνση θρησκευτικών συμβόλων από δημόσιους χώρους).

Στην πραγματικότητα, όμως, το επίσημο άνοιγμα της συζήτησης θα ήταν ένα δώρο για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, αφού θα την απελευθέρωνε από τη συγκρατημένη στάση που σήμερα κρατά απέναντι στην κυβέρνηση (ακόμη και στο θέμα της Μακεδονίας). Όλοι γνωρίζουμε καλά ότι με την ανοχή της πλειονοψηφίας του ιερού κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την καλπάζουσα «κυβερνώσα αριστερά» και την αδιαμφισβήτητη ενεργή υποστήριξη των υπολοίπων παπάδων, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανήλθαν στην εξουσία το 2015.

Τον δρόμο είχαν ανοίξει οι «αριστερόφρονες νεορθόδοξοι» που κατείχαν για δεκαετίες ζηλευτή θέση στα πάνελ των ιδιωτικών καναλιών, εκπροσωπώντας (αυτοβούλως συνήθως) την Εκκλησία και το πατριωτικό κίνημα, και οι οποίοι έχουν γελοιοποιηθεί ανεπιστρεπτί στα μάτια της Ελληνικής Κοινωνίας.

Η κυβέρνηση επιχαίρει που δεν έχει απέναντι της έναν αρχιεπίσκοπο όπως ο μακαριστός Χριστόδουλος, αγνοεί όμως, ότι ο λόγος του σημερινού αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου αν και δεν είναι πληθωρικός, είναι εξαιρετικά παρεμβατικός, και η βαρύτητα των επισημάνσεών του προκαλεί πολιτικές κρίσης ελεγχόμενης ισχύος (από πλευράς του) μέχρι στιγμής. Η κρίση στο «Μάθημα των Θρησκευτικών», η προσεκτική διαχείριση του ζητήματος της Μακεδονίας, είναι απτά παραδείγματα.

Αλλά η αμφισβήτηση των ρυθμισμένων σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θα μπορούσε να παρασύρει σύνολο θεμάτων, που θα οδηγούσαν σε αξεπέραστη κρίση τις σχέσεις με την κυβέρνηση.

Άλλωστε, ένα δημοψήφισμα για το θέμα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου του 2019, θα ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εκφραστεί η δυσφορία της κοινής γνώμης προς την κυβέρνηση. Έτσι, το Δημοψήφισμα θα εξελιχθεί ως ψήφος καταδίκης της κυβερνητικής πολιτικής συνολικά, μηδέ εξαιρουμένου του ζητήματος της Μακεδονίας και των Οικονομικών.

Αλλά το ποιο σημαντικό από όλα είναι ότι η κυβέρνηση θα επιτύχει να αφυπνίσει έναν κοιμώμενο γίγαντα, και να μετατρέψει την λαϊκή δυσαρέσκεια σε αξεπέραστη οργή και καταδίκη, που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην χειρότερη ήττα κυβερνώντος κόμματος όλων των εποχών, και την οριστική πολιτική περιθωριοποίηση των δυνάμεων που αισθάνονται ότι συγκροτούν σήμερα την κυβερνώσα αριστερά.

*Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος είναι Επ. Καθηγητής του ΕΚΠΑ, διετέλεσε Γεν. Γραμματέας Μέσων Ενημέρωσης, και πολιτεύεται με τη ΝΔ

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!