
Η ανακωχή όμως υπεγράφη γιατί ήταν φανερό ότι ο Στρατός δεν μπορούσε να αποφύγει την τελική ήττα, καθώς όχι μόνο οι μονάδες είχαν αφαιμαχθεί από τις απώλειες, αλλά και το εσωτερικό μέτωπο είχε κλονισθεί ανεπανόρθωτα από τον λιμό, λόγω του συμμαχικού ναυτικού αποκλεισμού.
Επιπλέον, ο ένας μετά τον άλλον οι Σύμμαχοι της Γερμανίας κατέρρεαν και εξήρχοντο από τον πόλεμο, με συνέπεια η χώρα να απομείνει μόνη στον αγώνα κατά των κοινών εχθρών.
Ο στρατηγός Έριχ Λούντεντορφ, Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, μπορεί την 24η Οκτωβρίου να είχε καλέσει τον Στρατό σε «αντίσταση μέχρις εσχάτων» με τη συνυπογραφή του στρατάρχου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, αλλά αυτή ήταν μια παρότρυνση κενή περιεχομένου, καθώς και οι δύο Γερμανοί ηγήτορες είχαν αντιληφθεί ότι η επερχόμενη ήττα ήταν αναπόφευκτη.
Δύο ημέρες αργότερα, ύστερα από σχετική απόφαση της γερμανικής κυβερνήσεως, ο στρατηγός Λούντεντορφ επαύθη από το αξίωμά του και τη θέση του κατέλαβε ο στρατηγός Βίλχελμ Γκραίνερ.
Αυτός ο τελευταίος, κατά τη διάρκεια του πολέμου και από τη θέση του ως υπευθύνου για την πολεμική παραγωγή, πέρα από τις ικανότητές του, είχε αποδείξει εμπράκτως στη σοσιαλιστική κυβέρνηση της χώρας τη φιλεργατική του διάθεση και γι’ αυτό τον λόγο, κυρίως, υποδείχθηκε ως καταλληλότερος αντικαταστάτης του Λούντεντορφ.
Σε καμία όμως περίπτωση δεν επρόκειτο τόσο αυτός όσο και οι συνάδελφοί του, να επιτρέψουν την πλήρη ανατροπή των θεσμών που απειλούσε ένα διαρκώς και περισσότερο διογκούμενο κομμουνιστικό κίνημα.
Η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία
Τη διακυβέρνηση της Γερμανίας κατείχε ήδη προ του πολέμου το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας (SPD), το οποίο είχε διαφοροποιηθεί ουσιαστικά, από τον μαρξισμό που ακολουθούσαν οι Ρώσοι αριστεροί, ακολουθώντας τη σοσιαλδημοκρατική οδό, δηλαδή, εν συντομία, τηρώντας τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και αποφεύγοντας την πάλη των τάξεων, την ένοπλη εξέγερση και βίαιη κατάληψη της εξουσίας.
Επιπλέον, το SPD ποτέ δεν αμφισβήτησε τη μοναρχία και την 4η Αυγούστου 1914, όταν στο γερμανικό κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) έγινε ψηφοφορία για την ψήφιση των πολεμικών πιστώσεων, για την είσοδο της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύσσωμο το σώμα των βουλευτών τις υπερψήφισε.
Οι μόνοι που ήσαν αντίθετοι στον πόλεμο ήταν περιθωριακά στοιχεία της άκρας αριστεράς, που ωστόσο δεν είχαν άμεση κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, πλην του βουλευτού του SPD Καρλ Λίμπκνεχτ, ο οποίος κατά την επαναληπτική ψηφοφορία για τις πολεμικές πιστώσεις τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους ήταν ο μοναδικός βουλευτής που τις καταψήφισε. 
Ο Λίμπκνεχτ είχε συνδεθεί κομματικά με την πολωνοεβραϊκής καταγωγής Ρόζα Λούξεμπουργκ, με την οποία μέσα στους κόλπους της γερμανικής αριστεράς δημιούργησαν την πτέρυγα των «Σπαρτακιστών», που έμελλε να αποβεί και ο άμεσος πρόγονος του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος (KPD).
Το όνομα το εμπνεύσθηκαν από τον σκλάβο Σπάρτακο, ο οποίος το 71 π.Χ. προκάλεσε εξέγερση απειλώντας άμεσα τη Ρώμη, αν και στο τέλος ο ίδιος και χιλιάδες οπαδοί του βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Κατά τη διάρκεια όμως του πολέμου, η εν γένει κόπωση και οι δυσκολίες προκάλεσαν το 1917 τη διάσπαση του SPD σε δύο τμήματα, το μετριοπαθές MSPD υπό τους Φρήντριχ Έμπερτ και Φίλιπ Σάιντεμαν από τη μια πλευρά και από την άλλη το ανεξάρτητο σοσιαλιστικό κόμμα (USPD) υπό τον Ούγκο Χάαζε, το οποίο ήταν σαφώς ριζοσπαστικό, περιλαμβάνοντας στις τάξεις του πέραν των άλλων τάσεων και τους «Σπαρτακιστές».
Για τους τελευταίους, η δικτατορία του προλεταριάτου δεν σήμαινε «δικτατορία ενός κόμματος ή μιας κλίκας, αλλά ολόκληρης της εργατικής τάξεως, με την πιο έντονη και ελεύθερη συμμετοχή της λαϊκής μάζας σε μία δίχως όρια δημοκρατία».
Αυτές οι απόψεις που πρέσβευαν ένα γενικό σάρωμα των θεσμών και μια ανατροπή των πάντων, άρχισαν σταδιακά να βρίσκουν απήχηση όχι μόνο στην εργατική τάξη αλλά και στο στράτευμα, καθώς αρκετοί στρατιώτες στο ανατολικό μέτωπο μετά την κατάρρευση της Ρωσίας και την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ την 3η Μαρτίου 1918 μεταξύ Γερμανίας και κομμουνιστικής πλέον Ρωσίας, ήλθαν σε επαφή και εμποτίσθηκαν με τη μαρξιστική θεωρία, μεταφέροντας τα κηρύγματά της στη Γερμανία, μετά την επάνοδό τους από το μέτωπο.
Τα αποτελέσματα όλων αυτών άρχισαν να λαμβάνουν εκρηκτικές διαστάσεις τις τελευταίες ημέρες του πολέμου και ενώ η γερμανική κυβέρνηση είχε αρχίσει διερευνητικές επαφές με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Γ. Ουίλσον για σύναψη ανακωχής.
Τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου 1918, το επιτελείο του Πολεμικού Ναυτικού σχεδίασε μια τελευταία έξοδο στο πέλαγος, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο και να διασώσει την τιμή του, καθώς ο Στόλος Επιφανείας μετά τη ναυμαχία του Σκάγερακ (ναυμαχία της Γιουτλάνδης για τους Άγγλους) κατά το 1916, είχε περιπέσει σε αδράνεια.
Συγκροτημένες όμως κομμουνιστικές ομάδες μέσα στα πληρώματα εστασίασαν, με συνέπεια να μην αποπλεύσει ο Στόλος από τον ναύσταθμο του Βιλχελμσχλάφεν.
Αν και οι πρωταίτιοι τιμωρήθηκαν αυστηρά, πολυάριθμοι οπαδοί τους που μετατέθηκαν σε άλλους λιμένες, σε μια προσπάθεια διασκορπισμού τους, μετέδωσαν την ανταρσία και σε άλλες ναυτικές μονάδες, με φυσικό επακόλουθο την πλήρη παραλυσία του Στόλου.
Την 4η Νοεμβρίου, παρόμοια στάση εκδηλώθηκε και στο Κίελο, ενώ ο άνεμος της εξεγέρσεως επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη χώρα.
Ήδη από τη 2α Νοεμβρίου, πλήθη αριστερών διαδήλωσαν στο Μόναχο, υπό την ηγεσία του γνωστού Εβραίου συγγραφέα Κουρτ Άισνερ, απαιτώντας την απομάκρυνση του βασιλικού οίκου των Βίττελσμπαχ (από αυτή την οικογένεια κατήγετο και ο πρώτος βασιλεύς της Ελλάδος Όθων), ο οποίος, μέσα στα πλαίσια της αυτοκρατορίας, είχε διατηρήσει τιμητικά τον θρόνο στην περιοχή.
Αφού πραγματοποιήθηκαν ακόμα κι επιθέσεις σε στρατώνες, τελικά οι Βίττελσμπαχ καθαιρέθηκαν, ενώ ο Άισνερ ετέθη επικεφαλής της νέας τοπικής κυβερνήσεως. 
Καθώς το επίσημο κράτος φάνηκε ανήμπορο να αντιδράσει σε αυτές τις ενέργειες, «Συμβούλια Εργατών και Στρατιωτών» άρχισαν να δημιουργούνται σε ολόκληρη τη Γερμανία, επιχειρώντας να υποκαταστήσουν τις τοπικές Αρχές, ακολουθώντας το παράδειγμα της πρόσφατης κομμουνιστικής επαναστάσεως στη Ρωσία.
Ο Λίμπκνεχτ, που μόλις πριν λίγες ημέρες είχε αποφυλακισθεί, καθώς είχε δοθεί αμνηστία σε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους, έσπευσε στο Βερολίνο για συνεννοήσεις με τους εκεί «Σπαρτακιστές», μεταξύ των οποίων ηγετικό ρόλο κατείχε ο Λέο Γιογκίχες.
Αυτός ήταν γιος πλουσίας εβραϊκής οικογένειας από το Βίλνιους της Λιθουανίας, που αν και το παρελθόν του γενικά παρέμενε μυστηριώδες, εν τούτοις ήταν γνωστό ότι είχε διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στους ρωσικούς και πολωνικούς μαρξιστικούς κύκλους.
Καθώς η δυναμική της εξεγέρσεως άρχισε να αυτοτροφοδοτείται, αποφασίσθηκε εξέγερση και στο Βερολίνο για την 11η Νοεμβρίου.
Προσπαθώντας να προλάβει τα χειρότερα και καθώς παράλληλα είχαν αρχίσει οι άμεσες επαφές με τους Συμμάχους για τη σύναψη ανακωχής, το SPD ζήτησε την 9η Νοεμβρίου την παραίτηση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β’ Χοεντζόλερν, προκειμένου να κατευνάσει κάπως τα οξυμένα πνεύματα και να βρεθεί κάποια οδός επαναπροσεγγίσεως με το αποστασιοποιημένο πλέον USPD.
Επειδή όμως ο αυτοκράτορας δεν έδειχνε προθέσεις για παραίτηση, ο καγκελάριος πρίγκηψ Μαξ φον Μπάντεν ανήγγειλε, με δική του πρωτοβουλία, κατά τις 11.00, την παραίτηση του Γουλιέλμου Β’ και αμέσως μετά και τη δική του.
Τη θέση του κατέλαβε τότε ο Έμπερτ, ενώ λίγο μετά το μεσημέρι, ο άλλος ηγέτης των Σοσιαλιστών Σάιντεμαν, ανεκήρυξε τη δημοκρατία στα πλήθη που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται.
Δύο ώρες αργότερα, καθυστερημένα βεβαίως αφού τον είχαν προλάβει οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές, στην ίδια κίνηση προέβη και ο Λίμπκνεχτ.
Την επομένη, 10η Νοεμβρίου, ο Γουλιέλμος Β’ αναχώρησε για την Ολλανδία στην οποία έζησε και την υπόλοιπη ζωή του, μη ανεμειγνυόμενος στις υποθέσεις της Γερμανίας, που ζούσε πλέον στιγμές επαναστατικού πυρετού.
Καθώς τα MSPD και USPD κατάφεραν να ανεύρουν κοινή γραμμή πλεύσεως και να σχηματίσουν κυβέρνηση μοιράζοντας τα υπουργεία, στο Ράιχσταγκ συνεδρίασαν τα «Συμβούλια Στρατιωτών και Εργατών», τα οποία παρείχαν την υποστήριξή τους στη νέα κυβέρνηση, επιδιώκοντας όμως παράλληλα και τη σοβιετοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αυτό θα επετυγχάνετο με την εκλογή, από τα «Συμβούλια» των αξιωματικών, ταυτοχρόνως με τη δημιουργία Λαϊκής Πολιτοφυλακής. Με αυτόν τον τρόπο, θα εξηρθρώνετο πλήρως ο Στρατός και θα άνοιγε επομένως η οδός για την κατάληψη της εξουσίας και την επιβολή του κομμουνισμού στη Γερμανία.
Ο Έμπερτ όμως, που ήταν ο ισχυρός άνδρας μέσα στη νέα κυβέρνηση, δεν περιέπεσε σε αδράνεια μπροστά σε αυτή τη φαινομενική στήριξη από τους επαναστατικούς πυρήνες. Όντας και ο ίδιος εκ πεποιθήσεως εχθρός του κομμουνισμού, ήλθε αμέσως σε επαφή με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατηγό Γκραίνερ, ο οποίος του πρόσφερε και αυτός τη στήριξη του Στρατού, υπό τον όρο να αποφευχθεί η σοβιετοποίηση του Στρατού.
Έτσι, ενεργώντας παρασκηνιακά, ο Έμπερτ με τον Γκραίνερ ανέπτυξαν στενή συνεργασία για την αποφυγή της κοινωνικής αναταραχής, που θα ανέτρεπε τις δομές και τους θεσμούς της χώρας, σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή. 
Την 11η Νοεμβρίου 1918 υπεγράφη η ανακωχή με την οποία τερματίσθηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Οι όροι που υπεβλήθησαν στη γερμανική αντιπροσωπεία ήταν επαχθείς, καθώς τους επέβαλαν οι Γάλλοι στη συμμαχική πλευρά, με την κρυφή ελπίδα ότι θα τους απέρριπταν οι Γερμανοί ως απαράδεκτους και θα εξακολουθούσε έτσι ο πόλεμος μέχρι την τελική συντριβή τους.
Αυτός ο πόθος, απόρροια του «ρεβανσισμού» για την ήττα του 1870, τελικώς δεν ικανοποιήθηκε, αφού η γερμανική αντιπροσωπεία –ακριβώς για να αποφύγει τη σχεδόν βέβαιη κατάρρευση– συμφώνησε και προσυπέγραψε.
Μετά την κατάπαυση των εχθροπραξιών, ο γερμανικός Στρατός εγκατέλειψε τις θέσεις του στο δυτικό μέτωπο και επέστρεψε στα στρατόπεδά του στη Γερμανία.
Οι στρατιώτες έγιναν δεκτοί ως ήρωες όχι μόνο για τον γενναίο τους αγώνα επί 4 έτη, αλλά και γιατί είχαν καταφέρει να διατηρήσουν τα σύνορα της Γερμανίας ακέραια, μην έχοντας υποστεί εκείνο το είδος της ήττας που θα καταρράκωνε την εικόνα τους.
Οι ίδιοι οι στρατιώτες επίσης εθεωρούσαν τους εαυτούς των ως μη νικημένους, γιατί ακόμη και η τελευταία οπισθοχώρησή τους το φθινόπωρο του 1918 δεν είχε μετατραπεί σε καμία περίπτωση σε φυγή, εξάλλου δε πολύ πρόσφατες ήταν και οι δικές τους επιτυχίες, την άνοιξη και το καλοκαίρι του ιδίου έτους, όταν αυτοί οι ίδιοι είχαν προελάσει σε απόσταση μόλις 70 χιλιομέτρων από το Παρίσι.
Γι’ αυτούς τους λόγους, το Γενικό Επιτελείο μπορούσε να είναι ανακουφισμένο, καθώς είχε αποφευχθεί η συντριβή στο πεδίο της μάχης και ο Στρατός επέστρεφε έχοντας διαφυλάξει την τιμή του.
Την 11η Δεκεμβρίου διοργανώθηκε μια μεγάλη υποδοχή επιστρεφουσών μονάδων στο Βερολίνο, που παρήλασαν κάτω από την Πύλη του Βραδεμβούργου και διέσχισαν τη λεωφόρο Ούντερ ντερ Λίντεν, εν μέσω ενθουσιωδών εκδηλώσεων πλήθους λαού.
Η κυβέρνηση θεωρούσε ότι με την επιστροφή των μονάδων στο εσωτερικό της χώρας θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη διογκούμενη κομμουνιστική εξέγερση. Οι στρατιώτες όμως ήσαν κουρασμένοι.
Παρ’ όλο το καλό ηθικό, μόλις οι μονάδες επέστρεψαν στους στρατώνες άρχισαν οι μαζικές διαρροές, καθώς οι άνδρες ανυπομονούσαν πια να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Πολύ σύντομα οι μονάδες έμειναν απλοί σκελετοί και ελάχιστα τμήματα διατήρησαν τη συνοχή τους.
Ούτε όμως αυτά ήσαν διατεθειμένα, ύστερα από τη θύελλα του μετώπου, να εμπλακούν σε νέες πολεμικές περιπέτειες και μάλιστα στο εσωτερικό της πατρίδος σε μια αδελφοκτόνα σύρραξη.
Καθώς στο διάστημα που μεσολάβησε από την υπογραφή της ανακωχής τα πάντα παρέμειναν, υπό την επήρεια των γεγονότων, σε μια στασιμότητα, άρχισαν να δρομολογούνται ζυμώσεις για διεξαγωγή εκλογών.
Η άκρα αριστερά, ωστόσο, διαβλέποντας μέσα στη γενική ασάφεια τις δυνατότητες καταλήψεως της εξουσίας, προετοίμασε ένοπλη εξέγερση διαπιστώνοντας ότι η πραγματική εξουσία παρέμενε στα χέρια των ταξικών της αντιπάλων.
Διοργάνωσε τότε σειρά διαδηλώσεων και μεταφέρθηκε από τους ναυστάθμους της Βορείου Θαλάσσης ο όγκος της Λαϊκής Μεραρχίας Ναυτικού (Volksmarine Division), η οποία είχε συγκροτηθεί από τους στασιαστές ναύτες. 
Οι εξεγερθέντες κατέλαβαν μια σειρά από κεντρικά κτίρια της πρωτευούσης. Την 23η Δεκεμβρίου, όταν η κυβέρνηση ζήτησε από τον Στρατό να επέμβει και να διαλύσει τις συμμορίες των επαναστατών, αυτά που αυτοδιαλύθηκαν ήταν τα ίδια στρατεύματα που απέφυγαν την ένοπλη σύγκρουση με τους κομμουνιστές.
Στην κυβερνητική κρίση που επακολούθησε, το USPD αποχώρησε από την κυβέρνηση και τις κενές πλέον θέσεις κατέλαβαν μέλη του μετριοπαθούς MSPD. Μεταξύ των νέων υπουργών ήταν και ο Γκούσταβ Νόσκε, ο οποίος εθεωρείτο από την προπολεμική περίοδο ως ο στρατιωτικός ειδήμων του σοσιαλιστικού κόμματος.
Με την υπουργοποίησή του, έφθασε η ώρα να παρουσιαστούν στο προσκήνιο της Ιστορίας τα «Φράικορπς».
Συγκρότηση των «Φράικορπς»
Η αδυναμία του Στρατού να διατηρήσει τη συνοχή του μετά την επιστροφή από το μέτωπο και η ραγδαία αναπτυσσόμενη αναταραχή που προκαλούσαν οι κομμουνιστές, οδήγησαν αρκετούς στρατιωτικούς να υιοθετήσουν την ιδέα συγκροτήσεως νέων μονάδων από άνδρες απολύτου εμπιστοσύνης, που θα είχαν τη θέληση να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη κρίση.
Ο κίνδυνος ήταν διπλός, γιατί στο μεν εσωτερικό έπρεπε να καταπνιγεί η επανάσταση της αριστεράς, στο δε εξωτερικό να αντιμετωπισθούν οι κινήσεις των νεοδημιουργηθεισών Πολωνίας και Τσεχοσλοβακίας, που επεδίωκαν τη διεύρυνση των συνόρων τους εις βάρος της παραλυμένης από την ήττα Γερμανίας.
Ο πρώτος που κάλεσε εθελοντές ήταν ο στρατηγός Λούντβιχ Μέρκερ, διοικητής της 214ης Μεραρχίας, ο οποίος συγκρότησε από άνδρες της μονάδος του το «Εθελοντικό Σώμα Περιφερειακών Κυνηγών», κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου του 1918.
Σχεδόν ταυτοχρόνως, με εντολή του Νόσκε συγκροτήθηκε στο Κίελο και η «Σιδηρά Ταξιαρχία» από νομιμόφρονες άνδρες του Ναυτικού.
Ακολουθώντας το παράδειγμα, γύρω από το Βερολίνο άρχισαν να δημιουργούνται «Φράικορπς» (Ελεύθερα Σώματα), τα οποία ελάμβαναν είτε ονομασίες των περιοχών που δημιουργούνταν (για παράδειγμα «Πότσνταμ») είτε συνηθέστερα το όνομα του διοικητού τους, όπως για παράδειγμα «Ράιναρντ», «Χελντ», «φον Χύλσεν», είτε ακόμη ονομασίες που φανέρωναν τη μονάδα του Τακτικού Στρατού, από την οποία είχε προέλθει, για παράδειγμα, η «Μεραρχία Ιππικού Φρουράς».
Οι άνδρες που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα ήταν κατά κύριο λόγο παλαίμαχοι με υψηλό πατριωτικό συναίσθημα, που είχαν αντιληφθεί εγκαίρως ότι η ανακωχή και οι όροι που επιβλήθηκαν στην πατρίδα τους δεν είχαν τερματίσει τον πόλεμο, αλλά ανοίγοντας νέες πληγές σε όλα τα σύνορά της, απαιτούσαν καινούργιους αγώνες για την εθνική ακεραιότητα και ανεξαρτησία.
Παράλληλα, εκτός των εξωτερικών κινδύνων και μέσα στην ίδια την πατρίδα διογκωνόταν το κομμουνιστικό κίνημα, οι εκπρόσωποι του οποίου δεν είχαν τίποτε απολύτως να πουν για τα εδάφη και τους συμπαγείς γερμανικούς πληθυσμούς, που είτε έμεναν οριστικά εκτός των συνόρων της χώρας ή διεκυβεύετο η τύχη τους.
Αντίθετα, η κοινωνική αναταραχή και η αναρχία που προκαλούσαν αλλά και οι πρώτες ειδήσεις που προήρχοντο από την κομμουνιστική πλέον Ρωσία και αναφέρονταν στις τρομερές δυσκολίες και την ανέχεια που είχαν προκύψει από τον αυταρχικό τρόπο διακυβερνήσεως και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, επέβαλαν την άμεση αντιμετώπιση του κινδύνου προτού η ίδια η Γερμανία περιπέσει στην αυτή κατάσταση.
Κοντά τους έσπευσαν φοιτητές και νεαροί άνδρες που δεν είχαν προλάβει να συμμετάσχουν στον πόλεμο, αλλά συμμερίζονταν τις ίδιες ανησυχίες.
Με ισχυρό λοιπόν ιδεαλιστικό υπόβαθρο, πλήρη συνείδηση της αποστολής τους, εμπεδωμένη πειθαρχία και πλούσια πολεμική εμπειρία, υπό τη διοίκηση των αποφασιστικών αρχηγών τους, τα τμήματα αυτά απέκτησαν από την πρώτη στιγμή την υφή επίλεκτων μονάδων. 
Η ένδυση και ο εξοπλισμός εξασφαλίσθηκαν από αποθήκες που είχαν παραμείνει ανέπαφες. Αν και γενικά διατηρήθηκε μία ομοιομορφία στην εμφάνιση, που ανταποκρινόταν στην εικόνα του Τακτικού Στρατού, παρατηρήθηκαν κάποιες διαφοροποιήσεις, οι οποίες οφείλονταν σε ελλείψεις υλικού, που έγινε προσπάθεια να καλυφθούν εκ των ενόντων.
Το Φράικορπς από το Μπαϋρόιτ της Βαυαρίας, για παραδειγμα, λόγω ελλείψεως γερμανικών κρανών χρησιμοποίησε γαλλικά εκ λαφύρων, ενώ τα Φράικορπς «Βέρντενφελς» και «Όμπερλαντ», επίσης από τη Βαυαρία, λόγω ολοσχερούς ελλείψεως στολών διατήρησαν την πολιτική περιβολή τους, φέροντας απλώς ένα ενδεικτικό περιβραχιόνιο της μονάδος τους.
Αυτή η αδυναμία εξευρέσεως υλικού δικαιολογείται, προφανώς, από την κατάληψη των τοπικών Αρχών, πολύ νωρίς από τις αριστερές δυνάμεις υπό τον Άισνερ.
Παρόμοιες δυσκολίες αντιμετώπισαν και τα Φράικορπς στην Άνω Σιλεσία, περιοχή που διεκδικούσαν οι Πολωνοί. Παρ’ όλα αυτά όμως, η μαχητική αξία παρέμεινε η ίδια σε όλα τα Σώματα.
Από την άλλη πλευρά, μπορεί οι αριθμοί να ήσαν μεγαλύτεροι, αλλά το αξιόμαχο ήταν αντιστρόφως ανάλογο.
Οι κομμουνιστές διέθεταν επαρκή οπλισμό, αλλά ο επαναστατικός οίστρος ήταν αντίθετος στην τήρηση ιεραρχίας και πειθαρχίας. Τα συμβούλια των στρατιωτών αποφάσιζαν για την ανακήρυξη των ηγετών με τη συνήθη κατόπιν, συνεχή συζήτηση και κριτική των αποφάσεων.
Φυσικά, έτσι δεν συγκροτούνται μάχιμες μονάδες, ούτε και επαρκούσε ο ενθουσιασμός που παρέσυρε στις μάχες χιλιάδες άνδρες.
Παρ’ όλο που στις τάξεις και των κομμουνιστών υπήρχαν εμπειροπόλεμοι στρατιώτες, εν τούτοις η έλλειψη συνοχής φάνηκε χαρακτηριστικά την ώρα τής κατά μέτωπον συγκρούσεως. Επαρκή μόνο για την τρομοκρατία του πληθυσμού, τα ένοπλα κομμουνιστικά τμήματα δεν μπόρεσαν να αντιπαραβληθούν στα Φράικορπς.
Οι μάχες στο Βερολίνο
Την 30ή Δεκεμβρίου 1918 οι «Σπαρτακιστές», από κοινού με άλλες αριστερές ομάδες, ανακήρυξαν επίσημα την ίδρυση του κομμουνιστικού κόμματος Γερμανίας (KPD). Θέλοντας να τορπιλίσουν τις επικείμενες εκλογές, το KPD και το USPD διοργάνωσαν ογκώδεις διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα, καταλαμβάνοντας παράλληλα κεντρικά κτίρια.
Τη 10η Ιανουαρίου 1919, οι Έμπερτ και Νόσκε υποχρεώθηκαν να καλέσουν για επέμβαση τις μονάδες των Φράικορπς που είχαν συγκροτηθεί στην ευρύτερη περιοχή του Βερολίνου. Οκτώ Φράικορπς περικύκλωσαν την πόλη, καταλαμβάνοντας αρχικά τα προάστια και προχωρώντας εν συνεχεία προς το κέντρο.
Αν και στις διαδηλώσεις κατήρχοντο χιλιάδες λαού, όταν ήρθε η ώρα του αγώνος πολύ λίγοι, συγκριτικά, είχαν τη διάθεση να πολεμήσουν. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις από την εφημερίδα «Κόκκινη Σημαία», που απηύθυνε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, το ένα μετά το άλλο τα οχυρά των κομμουνιστών υπέκυπταν στις συντονισμένες επιθέσεις των Φράικορπς.
Για τους μαχητές αυτούς, που πολλοί ήταν παλαίμαχοι των «Στρατευμάτων Εφόδου» (Στοστρούππεν) που είχαν εισαγάγει πρωτοποριακές μεθόδους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την τακτική χρήση ισχυρά εξοπλισμένων και ευκίνητων ολιγάριθμων τμημάτων, οι οδομαχίες ήταν πλήρως ανάλογες με το είδος του αγώνος στο οποίο είχαν εκπαιδευθεί και πολεμήσει.
Διαπιστώνοντας τη δυσμενή έκβαση των συγκρούσεων, η ηγεσία του KPD εγκατέλειψε το Βερολίνο και κατέφυγε στη Φρανκφούρτη.
Κάποια άλλα στελέχη όμως, μεταξύ των οποίων οι Λίμπκνεχτ, Γιογκίχες και Λούξεμπουργκ, παρέμειναν στην πόλη μη θέλοντας να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους.
Αφού ένας από τους ισχυρότερους κομμουνιστικούς θύλακες, στα γραφεία της εφημερίδος «Εμπρός», έπεσε με την παράδοση 300 επαναστατών και σταδιακά κάθε οργανωμένη αντίσταση κατέρρευσε, άρχισε η καταδίωξη των παραμεινάντων ηγετών. 
Ο Γιογκίχες συνελήφθη και εκτελέσθηκε αργότερα τον Μάρτιο, ενώ οι Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ συνελήφθησαν την 15η Ιανουαρίου και εκτελέσθηκαν αυθημερόν.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, την 19η Ιανουαρίου, διεξήχθησαν κανονικά σε ολόκληρη τη χώρα οι εκλογές, από τις οποίες προέκυψε κυβέρνηση συνασπισμού του MSPD με μετριοπαθείς σχηματισμούς του κεντρώου χώρου.
Αν και το Βερολίνο είχε απαλλαγεί από τον κίνδυνο και μετά τις εκλογές είχε αποκατασταθεί φαινομενικά η συνταγματική τάξη, εν τούτοις ο κίνδυνος εξακολουθούσε να ελλοχεύει, εφόσον τα «Συμβούλια Εργατών και Στρατιωτών» σε πολλές πόλεις της Γερμανίας συνέχιζαν απρόσκοπτα το έργο τους.
Έτσι, η κυβέρνηση κάλεσε ακόμη μία φορά τα Φράικορπς, που πολλαπλασιάζονταν με ταχύτατο ρυθμό, να επέμβουν στους λιμένες της Βορείου Θαλάσσης όπου υπήρχαν σημαντικές κομμουνιστικές εστίες.
Επιχειρήσεις στη βόρεια και κεντρική Γερμανία
Για την επίθεση, ο Νόσκε συγκέντρωσε 4 ισχυρά Φράικορπς που είχαν συγκροτηθεί στην περιοχή: το «Εθελοντικό Περιφερειακό Σώμα Πεζών» του στρατηγού φον Ρένερ καθώς και τις 1η, 2η (πλωτάρχης Έρχαρτ) και 3η Ναυτικές Ταξιαρχίες.
Η έφοδος εξαπολύθηκε κατά της Βρέμης την 4η Φεβρουαρίου και πολύ σύντομα οι αντίσταση των κομμουνιστών υπερνικήθηκε, επιτρέποντας όχι μόνο την εκκαθάριση τού εκεί ναυστάθμου αλλά και την ουσιαστικά αναίμακτη παράδοση και των υπολοίπων λιμένων (Αμβούργου, Κουξχάφεν και Βιλχελμσχάφεν), αφού οι κινηματίες αποθαρρημένοι κατέθεσαν τα όπλα.
Μετά την αποκατάσταση της ηρεμίας στη βόρεια Γερμανία, η κυβέρνηση έστρεψε την προσοχή της στις κεντρικές περιοχές της χώρας, αναθέτοντας στον στρατηγό Μέρκερ την εξουδετέρωση των εκεί κομμουνιστικών πυρήνων.
Ο Μέρκερ, εκτός από το δικό του Σώμα, συγκέντρωσε την 2α Ναυτική Ταξιαρχία και τα Φράικορπς «Χύλσεν», «φον Όβεν» «Γκέρλιτς», καθώς και τον Σύνδεσμο Παλαιμάχων «Στάλχελμ» (ατσάλινο κράνος) που είχε δημιουργήσει και αυτός το δικό του ένοπλο τμήμα.
Με αυτές τις δυνάμεις, κατά τις αρχές Μαρτίου, άρχισε να αλώνει αλληλοδιαδόχως όλες τις μεγάλες πόλεις, έτσι ώστε μέχρι τα μέσα Απριλίου να έχει «απελευθερώσει» σχεδόν ολόκληρη την κεντρική Γερμανία. Και τούτο, γιατί το KPD μέσω των «Συμβουλίων» στις περιφέρειες Μπρούνσβικ και Σαξωνία, ούτε λίγο ούτε πολύ είχε απαιτήσει την ανεξαρτητοποίησή τους από την υπόλοιπη χώρα και την ενσωμάτωσή τους στη Σοβιετική Ένωση!
Αυτού του είδους οι διαλυτικές αντιλήψεις είναι απορίας άξιο πώς κατάφεραν και βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην εργατική τάξη της Γερμανίας, όταν η χώρα όχι μόνο είχε κυβέρνηση έστω μετριοπαθών σοσιαλιστών, αλλά ανέκαθεν είχε πολύ πιο προωθημένη φιλεργατική πολιτική απ’ όλα τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Η κομμουνιστική όμως προπαγάνδα εκμεταλλεύθηκε επιδέξια τη γενική δυσπραγία, η οποία προέκυψε κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρασύροντας σε ακραίες διεκδικήσεις τις μάζες, που επεδίωκαν απλώς την επαναφορά του προπολεμικού επιπέδου ζωής. 
Με τέτοιου είδους όμως αξιώσεις δεν είναι τυχαίο ότι ολοένα περισσότεροι πολίτες κατετάσσοντο στα Φράικορπς, τα οποία εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή αποτελούσαν το μόνο στήριγμα πριν από τον καταποντισμό της χώρας.
Παρ’ όλη όμως την επιτυχή εκστρατεία του, ο Μέρκερ υποχρεώθηκε να διακόψει τις επιχειρήσεις, καθώς εξέσπασε νέα εξέγερση στο Βερολίνο, ενώ και στη Βαυαρία η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί εξαιρετικά.
Άνοιξη 1919: Βερολίνο & Βαυαρία
Επωφελούμενα από την πρόσκαιρη απομάκρυνση του Μέρκερ από την πρωτεύουσα και την εστίαση των επιχειρήσεων σχετικά μακριά από αυτήν, το USPD και το KPD διοργάνωσαν εκ νέου, κατά τις αρχές Μαρτίου, ογκώδεις διαδηλώσεις, με την υποστήριξη ακόμη μία φορά της Μεραρχίας Λαϊκού Ναυτικού.
Η κυβέρνηση αντέδρασε ακαριαία ζητώντας την επέμβαση των ιδίων Φράικορπς που είχαν πολεμήσει στο Βερολίνο τον Ιανουάριο και τα οποία τώρα είχαν ενισχυθεί και με τη 2α Ταξιαρχία Ναυτικού.
Αυτή τη φορά ο αγώνας ήταν σκληρότατος, γιατί κάθε πλευρά γνώριζε ότι η έκβαση της μάχης θα ήταν καθοριστική για το μέλλον.
Όπως και τον Ιανουάριο, έτσι και στην προκειμένη περίπτωση τα Φράικορπς άρχισαν την εκκαθάριση από τα προάστια προς το κέντρο.
Μέχρι τη λήξη του πρώτου δεκαπενθημέρου του Μαρτίου, κάθε εστία αντιστάσεως των κομμουνιστών εξουδετερώθηκε με βαρύτατες απώλειες, που υπερέβησαν τους 1.500 νεκρούς, στη συντριπτική πλειοψηφία τους από τους εξεγερμένους.
Η οργάνωση και η πειθαρχία των Φράικορπς είχε επικρατήσει κατά κράτος και το Βερολίνο ποτέ πλέον δεν απειλήθηκε στο μέλλον.
Την ίδια περίπου περίοδο, η Βαυαρία διήρχετο δύσκολες ώρες.
Ο Άισνερ, μετά την ανάληψη της ηγεσίας της τοπικής κυβερνήσεως από τον περασμένο Νοέμβριο, προσπάθησε όχι μόνο να εφαρμόσει ένα παρεμφερές με αυτό της σοβιετικής Ρωσίας πολιτικό πρόγραμμα, αλλά και να προωθήσει την αποκοπή και αυτονόμηση της Βαυαρίας από την υπόλοιπη Γερμανία.
Η αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού σε αυτά τα μέτρα ήλθε στις εκλογές του Ιανουαρίου, όταν η παράταξη του Άισνερ μειοψήφισε και ο ίδιος δολοφονήθηκε την ίδια ημέρα από έναν ευπατρίδη.
Ωστόσο, η ισχύς των «Συμβουλίων» εξακολουθούσε να παραμένει αλώβητη, καταδιώκοντας τους θεωρούμενους ταξικούς αντιπάλους. Παράλληλα, τα KPD και USPD δημιούργησαν τον «Ερυθρό Στρατό της Βαυαρίας», που έφθασε να αριθμεί περί τους 25.000 άνδρες.
Καθώς τα τοπικά κυβερνητικά στρατεύματα αποδείχθηκαν ακόμη μία φορά αδύναμα να αντιμετωπίσουν τους κινηματίες, η κυβέρνηση ανέθεσε στον στρατηγό φον Όβεν να συγκροτήσει δύναμη από Φράικορπς και να επαναφέρει την τάξη στην περιοχή.
Με κινητοποίηση των βαυαρικών Φράικορπς που αριθμούσαν περί τις 10 μονάδες και την άφιξη άλλων από διάφορα σημεία της Γερμανίας, έγινε δυνατή η συγκέντρωση δυνάμεως 30.000 ανδρών.
Το σχέδιο που εφαρμόσθηκε είχε την κλασική μορφή της περικυκλώσεως της πόλεως και της βαθμιαίας συγκλίσεως στο κέντρο της.
Ο «Ερυθρός Στρατός της Βαυαρίας», που λίγο πριν την έναρξη των επιχειρήσεων είχε δει το δυναμικό του να εκτοξεύεται στους 60.000 άνδρες, άρχισε να απομειώνεται ραγδαία, καθώς μπροστά στο φάσμα των μαχών πλήθυναν οι λιποταξίες.
Την 28η Απριλίου, τα Φράικορπς απ’ όλες τις πλευρές άρχισαν την επίθεσή τους καταλαμβάνοντας όλους τους περιφερειακούς οικισμούς και περισφίγγοντας τον κλοιό. Αποκλεισμένοι απ’ οπουδήποτε, οι κινηματίες άρχισαν να εκτελούν στο Γυμνάσιο Λούιτπολτ συλληφθέντες «ταξικούς αντιπάλους».
Μόλις αυτό έγινε γνωστό στη διοίκηση των Φράικορπς, αποφασίσθηκε αστραπιαία η τελική επίθεση.
Την 1η Μαΐου, τα τμήματα εφόρμησαν μέσα στην πόλη χρησιμοποιώντας πυροβόλα και φλογοβόλα για την εκπόρθηση των τελευταίων εστιών αντιστάσεως στα δικαστήρια και στην έδρα του κομμουνιστικού επιτελείου.
Μετά τη λήξη των μαχών επακολούθησαν αθρόες συλλήψεις και εκτελέσεις, που απέληξαν στη συντριβή των κινηματιών στην Βαυαρία.
Εκείνη τη χρονική περίοδο, η φήμη των Φράικορπς είχε φθάσει στο απόγειό της, καθώς η επέμβασή τους υπήρξε καταλυτική για τη διατήρηση της ομαλότητας στη χώρα, αφού ήσαν ο μοναδικός εγγυητής της συνταγματικής τάξεως.
Ο Νόσκε τότε προέβη στην αναδιοργάνωση του Τακτικού Στρατού, ο οποίος προεβλέπετο να διαθέτει 24 ταξιαρχίες συνολικής δυνάμεως 400.000 ανδρών. Σε αυτόν τον αριθμό συνυπολογίζονταν και οι 150.000 περίπου άνδρες των Φράικορπς.
Εν τούτοις, η Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπεγράφη την 28η Ιουνίου 1919, δεν υποχρέωνε μονάχα τον περιορισμό του γερμανικού Στρατού σε 100.000 άνδρες, αλλά επέβαλε δυσβάστακτους οικονομικούς όρους και εδαφικούς ακρωτηριασμούς.
Για τους άνδρες των Φράικορπς, που η φαινομενική σύμπλευσή τους με την κυβέρνηση δεν μπορούσε να συγκαλύψει την απέχθειά τους για τον πολιτικό κόσμο της χώρας, η υπογραφή της Συνθήκης από το MSPD απλώς μεγάλωσε το χάσμα δύο διαφορετικών κόσμων.
Επιχειρήσεις στα ανατολικά σύνορα και την Κουρλανδία
Καθώς με τη λήξη του πολέμου η προοπτική για τη δημιουργία ανεξαρτήτων κρατών από την πρώην Αυστροουγγαρία (όπως η Πολωνία ή η Τσεχοσλοβακία) έγινε πραγματικότητα, ο γερμανικός Στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει περιοχές που θα εκχωρούνταν σ’ αυτά τα κράτη.
Για τα εδάφη που κατοικούνταν από αμιγείς πολωνικούς πληθυσμούς, δεν υπήρχε πρόβλημα. Η κατάσταση όμως περιπλεκόταν εκεί όπου υπήρχαν ανάμεικτοι γερμανοπολωνικοί πληθυσμοί και που περιλαμβάνονταν στα προπολεμικά γερμανικά σύνορα.
Καθώς ο Τακτικός Στρατός ήταν αναγκασμένος να εγκαταλείψει αυτές τις περιοχές, το Γενικό Επιτελείο βοήθησε τη συγκρότηση Φράικορπς που θα αναλάμβαναν αυτά την αποστολή να διατηρήσουν τις ζώνες αυτές υπό γερμανικό έλεγχο, προστατεύοντας τους τοπικούς πληθυσμούς.
Δημιουργήθηκαν τότε αρκετά Σώματα, από τα οποία τα κυριότερα ήσαν εκείνα των δυναμικών ανθυπολοχαγών φον Άουλοκ, Ρόσμπαχ και Πάουλσεν, από τους οποίους έλαβαν και το όνομά τους.
Τα Φράικορπς γρήγορα ήλθαν σε σύγκρουση με αντίστοιχες πολωνικές μονάδες, τις οποίες αντιμετώπισαν με επιτυχία. Ενώ όμως συνέχισαν να τις απωθούν, επενέβησαν οι Σύμμαχοι οι οποίοι απαίτησαν την απόσυρση των Φράικορπς, πράγμα όπερ και εγένετο, ύστερα από σχετική εντολή της γερμανικής κυβερνήσεως.
Πιο περιπετειώδης ήταν η εκστρατεία των Φράικορπς στην Κουρλανδία (γερμανική ονομασία της περιοχής της Λετονίας μεταξύ Βαλτικής και ποταμού Ντβίνα). Κατά τη λήξη του πολέμου, στην Κουρλανδία υπήρχε ακόμη η γερμανική 8η Στρατιά. 
Η παρουσία της παρείχε ασφάλεια στον πληθυσμό που απετελείτο όχι μόνο από Λετονούς, αλλά και Γερμανούς απογόνους των αποίκων που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή από τον 13ο αιώνα, ύστερα από τους αγώνες των Τευτόνων Ιπποτών.
Αυτοί οι Γερμανοί της Βαλτικής –όπως αποκαλούνταν– ανήκαν στην ανωτέρα κοινωνία της Κουρλανδίας, έχοντας μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία.
Οι ντόπιοι επιθυμούσαν την απαλλαγή τους από αυτούς, παρ’ όλο που σχεδόν μονίμως και τα τρία βαλτικά κράτη, Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία ήσαν υποταγμένα σε κάποιον από τους ισχυρούς γείτονές τους.
Η κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος στη Ρωσία δημιούργησε βάσιμα την ελπίδα για εθνική ανεξαρτησία και το τέλος του πολέμου τη μετέτρεψε σε βεβαιότητα, όταν οι Σύμμαχοι εγγυήθηκαν την υποστήριξή τους.
Ωστόσο, ο νέος κίνδυνος είχε τη μορφή του κομμουνισμού, καθώς τα Σοβιέτ άρχισαν εχθροπραξίες με τη συνδρομή ντόπιων κομμουνιστών, αποβλέποντας στην κατάληψη της περιοχής μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Καθώς οι Σύμμαχοι δεν ήσαν διατεθειμένοι για εμπλοκή σε νέες εχθροπραξίες, επέτρεψαν την επ’ αόριστον παραμονή των Γερμανών στην Κουρλανδία για την αντιμετώπιση των κομμουνιστών.
Η μόνη δε δυτική παρουσία περιορίσθηκε σε μια βρετανική ναυτική Μοίρα που αγκυροβόλησε, δίκην εγγυητού, στον κόλπο της Ρίγας.
Η γερμανική όμως 8η Στρατιά δεν διατήρησε επί πολύ τη συνοχή της. Πολύ σύντομα άρχισαν οι διαρροές προς την πατρίδα, στερώντας της έτσι το μεγαλύτερο μέρος της μαχητικής της αξίας.
Τα μόνα τμήματα που απέμειναν να πολεμήσουν ήταν σχηματισμοί Λετονών εθνικιστών υπό την ηγεσία του Ουλμάνις, καθώς και μια μονάδα Γερμανών της Βαλτικής με την επωνυμία «Λάντεσβερ», δυνάμεως 1.000 περίπου ανδρών.
Οι μονάδες αυτές ήταν αδύνατο, ωστόσο, να αντιπαραταχθούν στους κομμουνιστές.
Από τα τέλη Νοεμβρίου 1918 άρχισε η οπισθοχώρηση, αφήνοντας στον εχθρό μια σειρά πόλεων, ενώ τη 14η Δεκεμβρίου, ύστερα από τις πρόσφατες επιτυχίες, ανακηρύχθηκε στη Μόσχα μια εξόριστη λετονική κομμουνιστική κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από τρία λετονικά συντάγματα.
Ανήσυχοι από την πορεία των γεγονότων, οι Σύμμαχοι ζήτησαν από τη γερμανική κυβέρνηση την παροχή βοηθείας στη Λετονία. Όπως και προηγουμένως, η μόνη λύση ήταν η δημιουργία Φράικορπς και σ’ αυτή την περιοχή. Με τη συρροή εθελοντών σχηματίσθηκε η «Σιδηρά Ταξιαρχία», που έσπευσε να συναντήσει τις άλλες μαχόμενες μονάδες στο μέτωπο.
Κατά τα τέλη Δεκεμβρίου, η γραμμή του μετώπου έφθασε στα πρόθυρα της Ρίγας, πρωτευούσης της Λετονίας. Την 2α Ιανουαρίου 1919 έγινε φανερό ότι η πόλη δεν μπορούσε να κρατηθεί πλέον και τα μεσάνυχτα της επομένης ημέρας τα τελευταία γερμανικά τμήματα οπισθοχώρησαν.
Μισή ώρα μόλις αργότερα, τα πρώτα κομμουνιστικά στοιχεία εισήλθαν στη Ρίγα. Για όσους κατοίκους δεν είχαν εγκαταλείψει έγκαιρα την πόλη, άρχιζε μια περίοδος μαρτυρίων. Αμέσως άρχισαν οι συλλήψεις των ταξικών αντιπάλων και υπέρ τα 4.000 άτομα φυλακίσθηκαν.
Λίγο αργότερα άρχισαν οι εκτελέσεις, που υπερέβησαν τελικά τις 3.600.
Στο μέτωπο, παρ’ όλα αυτά, σύντομα επήλθε μια ισορροπία και την 8η Ιανουαρίου η «Λάντεσβερ» με επικεφαλής τον λοχαγό Χανς φον Μαντώυφελ, γόνο επιφανούς στρατιωτικής οικογενείας, ανακατέλαβε το Τούκουμς, απελευθερώνοντας αρκετούς Γερμανούς αιχμαλώτους.
Τη 17η Ιανουαρίου, διοικητής της «Σιδηράς Ταξιαρχίας» ανέλαβε ο ταγματάρχης Γιόζεφ Μπίσωφ και σύντομα η μονάδα με την άφιξη και νέων εθελοντών αναπτύχθηκε σε «Μεραρχία». Αφού αναχαιτίσθηκε η προέλαση του εχθρού, εξαπολύθηκε αντεπίθεση που οδήγησε στην ανακατάληψη σημαντικού εδάφους.
Κατά τις αρχές Φεβρουαρίου αφίχθη και ο στρατηγός Ρύντιγκερ φον ντερ Γκολτς, ο οποίος ανέλαβε και τη γενική διοίκηση των γερμανο-λετονικών δυνάμεων.
Ο φον ντερ Γκολτς, το προηγούμενο έτος, είχε συνδράμει ουσιαστικά τον Φινλανδό στρατηγό Μαννερχάιμ στον εμφύλιο πόλεμο για την απελευθέρωση της Φινλανδίας από τους κομμουνιστές, ανακαταλαμβάνοντας ο ίδιος το Ελσίνκι.
Ως ενίσχυση ήρθε μαζί του και η γερμανική εφεδρική 1η Μεραρχία της Φρουράς.
Οι ονομασίες βέβαια δεν πρέπει να δημιουργούν αυταπάτες. Στηριζόμενος κατά κύριο λόγο στις δύο «Μεραρχίες» (Σιδηρά και της Φρουράς), τη «Λάντεσβερ» και ένα-δύο μικρότερα Φράικορπς, ο φον ντερ Γκολτς διέθετε μόλις περί τους 8.500 άνδρες.
Όντας όμως δραστήριος ηγέτης και πιστεύοντας στη μαχητική αξία των στρατευμάτων του, άρχισε τον Μάρτιο του 1919 τη μεγάλη του αντεπίθεση.
Σε λιγότερο από δύο μήνες, κατάφερε να ανακαταλάβει τη Ρίγα φθάνοντας μέχρι τα σύνορα με την Εσθονία. Επιθυμώντας όμως, πέρα από την καταπολέμηση του κομμουνισμού, να επιβάλει εκ νέου τη γερμανική κυριαρχία στην περιοχή, ο φον ντερ Γκολτς ήλθε σε σύγκρουση με τους Λετονούς εθνικιστές.
Κατά τη μάχη του Βέντεν (19-22 Ιουνίου 1919), έχοντας να αντιμετωπίσουν συναπισμένους Λετονούς και Εσθονούς, τα γερμανικά τμήματα ηττήθηκαν και υποχρεώθηκαν να οπισθοχωρήσουν.
Κάτω από την πίεση των Συμμάχων, που εζήτησαν την αποχώρηση των Φράικορπς, αφού πρώτα διαπίστωσαν την απομάκρυνση του κομμουνιστικού κινδύνου, η γερμανική κυβέρνηση τερμάτισε την παροχή βοηθείας προς αυτά, γεγονός που σήμανε τη σταδιακή απομάκρυνσή τους.
Δεν αποχώρησαν όμως όλοι οι εθελοντές. Αρκετοί ενετάχθησαν με οργανωμένα τμήματα στο αντικομμουνιστικό Σώμα του Ρώσου στρατηγού Αβάλωφ.
Οι επιχειρήσεις, υπό νέα σημαία, συνεχίσθηκαν μέχρι το φθινόπωρο του ιδίου έτους.
Ούτε όμως ο Αβάλωφ μπόρεσε να αποφύγει τις προστριβές με τους Λετονούς και τελικώς το Σώμα του διαλύθηκε με τα υπαχθέντα σε αυτόν Φράικορπς να επιστρέφουν στη Γερμανία τον Νοέμβριο.
Το επόμενο έτος και τα τρία βαλτικά κράτη απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.
Παρ’ όλο που σε κάποια στιγμή τα Φράικορπς αποπειράθηκαν να επαναφέρουν τη γερμανική κυριαρχία, είναι γεγονός ότι αυτά ανέλαβαν το κύριο βάρος του αγώνος κατά του κινδύνου που προήρχετο από την κομμουνιστική Ρωσία, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για την τελική ανεξαρτησία τους.
Το πραξικόπημα Καπ
Η δυσαρέσκεια που υπέβοσκε στους κύκλους των Φράικορπς για τη μειοτική Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπέγραψε η γερμανική κυβέρνηση, ενισχύθηκε από το γεγονός της υποχρεωτικής μείωσης της δυνάμεως του Στρατού σε 100.000 άνδρες, στους οποίους, σύμφωνα με τον νέο Αρχηγό του, στρατηγό Χανς φον Ζεέκτ, δεν υπήρχε θέση για τους εθελοντές.
Καθίστατο λοιπόν φανερό ότι οι πολιτικοί, αφού είχαν χρησιμοποιήσει σε στιγμές ανάγκης τα Φράικορπς, τα παραμέριζαν μόλις οι συνθήκες ομαλοποιήθηκαν μην υπολογίζοντας τους κόπους και τις θυσίες που καταβλήθηκαν.
Κυριότερος εκφραστής αυτής της δυσφορίας ήταν ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής του Βερολίνου, στρατηγός φον Λύττβιτς, ο οποίος προσπάθησε να οργανώσει πραξικόπημα με συμμετοχή όλων των Φράικορπς.
Συνάντησε όμως την άρνηση των κυριοτέρων διοικητών των Σωμάτων όπως των Μέρκερ, φον Χύλσεν, φον Όβεν κ.ά., οι οποίοι, παρά τη σχετική πικρία τους, προτίμησαν να παραμείνουν νομιμόφρονες.
Έτσι, ο Λύττβιτς περιορίσθηκε στην υποστήριξη της «Ταξιαρχίας Έρχαρτ», καθώς και κάποιων άλλων μικρότερων Φράικορπς, προκειμένου να καταλάβει το Βερολίνο και να ανατρέψει την κυβέρνηση.
Ως αρχηγό της νέας κυβερνήσεως προόριζε των ανώτερο δημόσιο υπάλληλο Βόλφγκανγκ Καπ, από τον οποίο έλαβε και το πραξικόπημα την ονομασία του.
Το κίνημα εξερράγη την 13η Μαρτίου 1920, με την ευχερή κατάληψη όλων των κεντρικών σημείων της πρωτευούσης.
Ο Τακτικός Στρατός, από συναδελφική αλληλεγγύη και συμπάθεια, δεν προέβαλε αντίσταση. Η κυβέρνηση, ωστόσο, διέταξε γενική απεργία την 15η Μαρτίου, η οποία παρέλυσε ολόκληρη τη Γερμανία.
Σε άλλες πόλεις προκλήθηκαν συγκρούσεις αριστερών διαδηλωτών με την αστυνομία αλλά και μονάδες των Φράικορπς, που έδειξαν διαθέσεις συμπαραστάσεως στους πραξικοπηματίες.
Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις, ο σμηναγός Ρούντολφ Μπέρτχολντ, άσσος της διώξεως στον πόλεμο, εσφάγη από διαδηλωτές όταν αυτός και οι άνδρες του περικυκλώθηκαν και παραδόθηκαν μετά την εξάντληση των πυρομαχικών τους.
Τελικά, υπό την πίεση της παγγερμανικής απεργίας, το πραξικόπημα κατέρρευσε, ύστερα από 4 ημέρες.
Αν και οι πρωταίτιοι απέφυγαν την τιμωρία, εν τούτοις ο Νόσκε θεωρήθηκε ως υπεύθυνος για την υποστήριξη που είχε παράσχει στα Φράικορπς και επαύθη από τη θέση του.
Οι συγκρούσεις στο Ρουρ
Η μεγάλη βιομηχανική ζώνη του Ρουρ είχε χαρακτηρισθεί από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως αποστρατικοποιημένη ζώνη.
Το KPD και το USPD, εκμεταλλευόμενα την κατάσταση, είχαν οργανώσει τον «Ερυθρό Στρατό του Ρουρ», που αριθμούσε δεκάδες χιλιάδες άνδρες.
Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος Καπ ξέσπασαν συγκρούσεις, όπου για μία ακόμη φορά αποδείχθηκε η αδυναμία της αστυνομίας και των ελαχίστων τμημάτων του Τακτικού Στρατού να επιβάλουν την τάξη.
Η κυβέρνηση, αναγκαστικά, παρά το πρόσφατο κίνημα, υποχρεώθηκε εκ των πραγμάτων να ζητήσει τη βοήθεια και πάλι των Φράικορπς, για να αποκατασταθεί η ομαλότητα.
Επικεφαλής της επιχειρήσεως ετέθη ο στρατηγός φον Βάττερ συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό Φράικορπς (μεταξύ των οποίων τα «φον Επ», «Όμπερλαντ», «Ρόσμπαχ», «φον Άουλοκ», «φον Όβεν», «3η Ταξιαρχία Ναυτικού» κ.λπ.).
Την 3η Απριλίου 1920 η επίθεση άρχισε κατά των κυρίων εστιών του «Ερυθρού Στρατού» που –όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις–, παρά τη μεγάλη αριθμητική υπεροχή, υπέκυψαν από τα βίαια και ακριβή κτυπήματα των Φράικορπς.
Μέσα σε πέντε ημέρες, ο «Ερυθρός Στρατός του Ρουρ» είχε συντριβεί εντελώς, απαλλάσσοντας τη Γερμανία από τον τελευταίο ένοπλο κομμουνιστικό θύλακα.
Η παρουσία όμως αυτών των πολυαρίθμων γερμανικών στρατευμάτων προκάλεσε την αντίδραση των Συμμάχων, που υποχρέωσαν τη γερμανική κυβέρνηση να ζητήσει την ανάκλησή τους.
Επιχειρήσεις στη Σιλεσία
Το έτος αυτό έδωσε την ευκαιρία στα Φράικορπς να έλθουν και πάλι στο προσκήνιο, αυτή τη φορά σε επιχειρήσεις όχι κατά του εσωτερικού εχθρού, αλλά εναντίον εξωτερικών απειλών.
Ο αγώνας επικεντρώθηκε στην Άνω Σιλεσία, την οποία πολωνικοί σχηματισμοί ανάλογοι των Φράικορπς διεκδίκησαν από τη Γερμανία, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που είχε προκύψει από τη συνεχή εσωτερική αστάθεια.
Οι συγκρούσεις είχαν αρχίσει ήδη από το 1919, όταν για να αντιμετωπισθεί η πολωνική απειλή οργανώθηκαν εν τάχει Φράικορπς κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της Γερμανίας, τα οποία επέτυχαν να απωθήσουν τους Πολωνούς απ’ όλες τις θέσεις που είχαν καταλάβει.
Το 1920 οι Σύμμαχοι διέταξαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, κατά το οποίο οι πλειοψηφίσαντες Γερμανοί κάτοικοι της περιοχής επέλεξαν την παραμονή της στη Γερμανία.
Τον Μάιο του 1921 όμως, με την ανοχή των Συμμάχων, οι Πολωνοί και πάλι αποπειράθηκαν να καταλάβουν τη Σιλεσία. Η γερμανική κυβέρνηση φάνηκε ανήμπορη να αντιδράσει υπό τις πιέσεις των Συμμάχων.
Μοιραία λοιπόν, η μοναδική δύναμη που επρόκειτο να αγωνισθεί δεν ήταν άλλη από τα Φράικορπς.
Αν και αυτά, μετά την επέμβαση στο Ρουρ, είχαν επίσημα διαλυθεί ή ενσωματωθεί στην εφεδρεία του Τακτικού Στρατού (Ράιχσβερ), εν τούτοις πλήθος παλαίμαχοι ξεκίνησαν αυτοβούλως για την υπεράσπιση της Σιλεσίας, με επικεφαλής παλαιούς δοκιμασμένους αρχηγούς όπως οι φον Χύλσεν, φον Άουλοκ, Ρόσσμπαχ και άλλοι.
Η αντεπίθεση ήταν ακαριαία. Η πολωνική προέλαση όχι μόνο αναχαιτίσθηκε, αλλά άρχισε και η ανακατάληψη όσων περιοχών είχαν χαθεί από τον εχθρικό αιφνιδιασμό.
Η μεγαλύτερη όμως νίκη, που χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό, ήταν η ανακατάληψη του υψώματος Άνναμπεργκ, την 21η Μαΐου.
Οι Πολωνοί φάνηκαν ανίκανοι να αντιδράσουν και λίγο αργότερα οι Σύμμαχοι παρενέβησαν μεταξύ των αντιμαχομένων καταπαύοντας τις εχθροπραξίες.
Η Σιλεσία, χάρη στην επέμβαση των Φράικορπς, παρέμεινε υπό γερμανικό έλεγχο, αλλά η κυβέρνηση παραγνωρίζοντας την προσφορά τους διέταξε ακόμη μία φορά τη διάλυσή τους, δημιουργώντας έτσι νέα συναισθήματα πικρίας και δυσαρέσκειας στους παλαιμάχους.
Η δυσφορία αυτή εκδηλώθηκε για τελευταία φορά μέσα από το αποτυχόν κίνημα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος υπό τον Χίτλερ, την 9η Νοεμβρίου 1923, στο Μόναχο.
Αν και οι κλασικές μονάδες των Φράικορπς είχαν πια εκλείψει ύστερα από τις επιχειρήσεις στη Σιλεσία, πολλά μέλη τους ανέπτυξαν έντονη αντιστασιακή δράση κατά της γαλλικής κατοχής του Ρουρ το 1923, που επιβλήθηκε μετά την αδυναμία της Γερμανίας να καταβάλει τις κανονισμένες πολεμικές αποζημιώσεις.
Σε μεγάλο δε βαθμό, οι ίδιοι οι άνδρες και άλλοι συνάδελφοί τους βρήκαν το ιδεολογικό τους στήριγμα στις επαγγελίες του νέου και δυναμικού αυτού κόμματος.
Έτσι, το «πραξικόπημα της μπυραρίας», όπως ονομάσθηκε, είχε έντονη τη χροιά των Φράικορπς αναβιώνοντας για τελευταία φορά εικόνες του παρελθόντος, με τις οποίες έκλεισε ένας κύκλος πενταετών αγώνων.
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο info3@pronews.gr και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.